ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. Σε φυλακές υψίστης ασφαλείας του Ελ Σαλβαδόρ οδηγήθηκε μετά την απέλασή του από τις ΗΠΑ ο 29χρονος μετανάστης και πατέρας δύο παιδιών, Αρμάντο Αβρέγο Γκαρσία, αφού κατηγορήθηκε χωρίς στοιχεία ότι ανήκε σε εγκληματική συμμορία. Την απέλαση του Γκαρσία είχε, ωστόσο, απαγορεύσει αμερικανικό μεταναστευτικό δικαστήριο, που είχε αποφασίσει ότι ο 29χρονος θα μπορούσε να παραμείνει στις ΗΠΑ. Οι υπηρεσίες της κυβέρνησης Τραμπ αγνόησαν τη δικαστική εντολή και οδήγησαν στις 15 Μαρτίου τον Γκαρσία σε ειδική πτήση για το Ελ Σαλβαδόρ.
Παρότι αξιωματούχοι της υπηρεσίας μετανάστευσης παραδέχθηκαν το σφάλμα τους, δηλώνουν σήμερα ανίκανοι να εξασφαλίσουν την αποφυλάκιση του Γκαρσία από τις φυλακές της γενέτειράς του. Ομοσπονδιακός δικαστής αναμένεται να εκδώσει σήμερα απόφαση για επείγουσα προσφυγή των συνηγόρων του Γκαρσία, η οποία θα διατάζει τον Λευκό Οίκο να αξιοποιήσει «κάθε διπλωματική και οικονομική μέθοδο» προκειμένου ο πελάτης τους να επιστρέψει στις ΗΠΑ.
Ο Γκαρσία, που εργαζόταν σε εργοστάσιο μετάλλων, μεγάλωσε στην πρωτεύουσα του Ελ Σαλβαδόρ, Σαν Σαλβαδόρ, όπου ο πατέρας του ήταν αστυνομικός. Η μικρή επιχείρηση της μητέρας του ήταν μόνιμος στόχος συμμοριών, οι οποίες απαιτούσαν λύτρα για προστασία.
Το 2011, ο Γκαρσία εγκατέλειψε τη χώρα του υπό την απειλή των συμμοριών και εισήλθε παράνομα στις ΗΠΑ, όπου εγκαταστάθηκε στο σπίτι του αδελφού του, που ήταν Αμερικανός υπήκοος. Πέντε χρόνια αργότερα, συνάντησε τη μελλοντική σύζυγό του και Αμερικανή υπήκοο, Τζένιφερ. Στις 28 Μαρτίου 2019, ο Γκαρσία συνελήφθη επειδή δεν είχε χαρτιά, με τους αστυνομικούς που τον ανέκριναν να πιστεύουν ότι ήταν μέλος συμμορίας από το Ελ Σαλβαδόρ.
Απόλυση του διευθυντή της υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας NSA και της υπαρχηγού του κατόπιν παραγγελίας ακροδεξιάς ακτιβίστριας.
Τον Οκτώβριο του 2019, ο Γκαρσία εξασφάλισε ειδικό καθεστώς «παύσης απέλασης», έχοντας πείσει τον δικαστή ότι δεν ανήκει σε συμμορία. Τον Μάρτιο, όμως, ο Γκαρσία συνελήφθη από άνδρες της υπηρεσίας μετανάστευσης και μετακινήθηκε μεταξύ τουλάχιστον τριών κέντρων κράτησης, όπου ανακρίθηκε από στελέχη της υπηρεσίας μετανάστευσης. Η υπηρεσία απεφάνθη ότι ο Γκαρσία ήταν μέλος της συμμορίας Μάρα Σαλβατρούτσα 13, μία από τις πιο βίαιες στον κόσμο, χωρίς ο κατηγορούμενος να παραπεμφθεί ενώπιον δικαστή.
Στο μεταξύ, σάλο έχει προκαλέσει η αιφνίδια απόλυση του διευθυντή της υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας NSA, πτεράρχου Τιμ Χόου και της υπαρχηγού του, Ουέντι Νόουμπλ. Σε χθεσινή του δήλωση, ο Δημοκρατικός αντιπρόεδρος της επιτροπής Αντικατασκοπείας της Γερουσίας, Μαρκ Ουόρνερ, ανέφερε: «Ο πτέραρχος Χόου υπηρέτησε τη χώρα μας με προσήλωση και ταλέντο για περισσότερο από 30 χρόνια. Σε μία εποχή, κατά την οποία οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν πρωτόγνωρους ψηφιακούς κινδύνους, η απόλυσή του καθιστά τη χώρα μας πιο ευάλωτη».
Το βράδυ της Πέμπτης, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανέφερε ότι απέλυσε «μερικούς» αξιωματούχους του συμβουλίου εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου. Κατά τη διάρκεια της συζήτησής της με τον Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο, η Λούμερ κάλεσε τον πρόεδρο να προχωρήσει σε εκκαθαρίσεις όσων δεν είναι προσηλωμένοι στο κίνημα MAGA του Τραμπ. Σε μήνυμά της χθες τα ξημερώματα στην πλατφόρμα Χ, η Λούμερ έγραψε: «Ο διευθυντής της NSA Τιμ Χόου και η υπαρχηγός του πρόδωσαν τον πρόεδρο Τραμπ και γι’ αυτό απολύθηκαν». Μιλώντας το βράδυ της Πέμπτης σε δημοσιογράφους από το προεδρικό αεροσκάφος που τον μετέφερε στη Φλόριντα, ο Τραμπ είπε: «Πάντα απολύουμε κόσμο. Κόσμο που δεν μας αρέσει ή που θεωρούμε ότι δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του ή κόσμο που έχει χαρίσει την πίστη του αλλού».
Εν τω μεταξύ, έρευνα θα πραγματοποιήσει η αρμόδια νομική υπηρεσία του Πενταγώνου για την αποκάλυψη της ώρας της αεροπορικής επίθεσης εναντίον των Χούθι στην Υεμένη από τον υπουργό Αμυνας Πιτ Χέγκσεθ, σε μήνυμά του στην πλατφόρμα Signal. «Σκοπός της έρευνας θα είναι να διαπιστωθεί ο βαθμός στον οποίο ο υπουργός και άλλα στελέχη της υπηρεσίας ακολούθησαν τους κανόνες για τη χρήση μη υπηρεσιακών μεθόδων επικοινωνίας», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο επικεφαλής της νομικής υπηρεσίας του Πενταγώνου. Την Πέμπτη, ομάδα Δημοκρατικών γερουσιαστών κατέθεσε επιστολή στην προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Σούζι Ουάιλς, ζητώντας πληροφορίες για την ενδεχόμενη ζημιά που υπέστη η εθνική ασφάλεια από τη χρήση εμπορικής εφαρμογής μηνυμάτων.

