Για να αντιμετωπίσουν τη νέα τελωνειακή επίθεση της Ουάσιγκτον, οι 27 χώρες της Ε.Ε. προσπάθησαν να εμφανίσουν ενιαίο μέτωπο, κάνοντας λόγο για πιθανά αντίποινα κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο παρασκήνιο ,όμως, οι διαφωνίες παραμένουν και αποδυναμώνουν την Ευρωπαϊκή Ενωση, σημειώνει ο Τύπος της Γηραιάς Ηπείρου.
Η συντηρητική γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ανέφερε πως η είδηση ότι ο Τραμπ θα επιβάλει δασμούς 10% σε όλες τις αμερικανικές εισαγωγές και 20% για προϊόντα από την Ε.Ε. έχει προκαλέσει αναστάτωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για «πρωτοφανή σεισμό στο παγκόσμιο εμπόριο», έκανε λόγο το βελγικό επιχειρηματικό μέσο ενημέρωσης L’Écho.
Σε μία προσπάθεια να αιτιολογήσει τη νέα τελωνειακή επίθεση, ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε ότι οι Ευρωπαίοι φορολογούν σήμερα τα αμερικανικά προϊόντα με συντελεστή 39%, τον οποίο χαρακτήρισε φανταστικό η Der Standard. «Το πώς ο Λευκός Οίκος έκανε τους υπολογισμούς του παραμένει μυστήριο», σχολίασε η αυστριακή εφημερίδα. Οι μέσοι δασμοί για τα αμερικανικά προϊόντα στην Ευρώπη υπολογίζονται σε 3% ή 4%, σύμφωνα με διάφορες οικονομικές πηγές, μεταξύ των οποίων ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν. Οι ανακοινώσεις του Λευκού Οίκου προκάλεσαν εκνευρισμό στους Ευρωπαίους πολιτικούς.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «προσπάθησε εμφανώς να κατευνάσει τα πνεύματα», αλλά αρκετοί ευρωβουλευτές ζήτησαν να ληφθούν άμεσα αντίμετρα κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με το αυστριακό Μέσο Kurier, ο πρόεδρος της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Κοινοβουλίου αναφέρθηκε ακόμη και στη λήψη μέτρων «μπαζούκας».
«Η Ε.Ε. θα μπορούσε, για παράδειγμα, να εισαγάγει φόρους στους αμερικανικούς ψηφιακούς κολοσσούς, όπως η PayPal και η Google, αλλά θα μπορούσε επίσης να μπλοκάρει τις αμερικανικές επενδύσεις στην Ευρώπη ή να αποκλείσει αμερικανικές εταιρείες από δημόσιες συμβάσεις.
Προς το παρόν, η Ε.Ε. των «27» δεν έχει επιβεβαιώσει ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει τέτοιο «οπλοστάσιο». Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, διαβεβαίωσε πως η Ε.Ε. έχει σχεδιάσει αντίποινα, αλλά ότι δεν θα τεθούν σε εφαρμογή αμέσως. Αυτό θα συμβεί μόνο «εάν οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες αποτύχουν», σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Deutsche Welle.
«Από οικονομική άποψη, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα ήταν καλύτερα να μην κάνει τίποτα», σύμφωνα με τη Handelsblatt. Ωστόσο, η γερμανική εφημερίδα αναγνωρίζει ότι, από πολιτική άποψη, οι Βρυξέλλες δέχονται πιέσεις να στείλουν «ένα σαφές μήνυμα» και να δείξουν ότι υπερασπίζονται «μια ρυθμισμένη παγκόσμια εμπορική τάξη», ιδίως τις αρχές του ΠΟΕ.
Γιατί διαφωνούν
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ωστόσο, κάποιες χώρες είναι περισσότερο προσηλωμένες σε αυτά τα ιδανικά από άλλες. Η Ε.Ε. θέλει να δείξει στον κόσμο ότι είναι ενωμένη, «πρόσφατα προέκυψαν αμφιβολίες» σχετικά με τη στρατηγική που πρέπει να υιοθετηθεί, υπογραμμίζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Η Γερμανία, εξαγωγική χώρα της οποίας ο κύριος εμπορικός εταίρος είναι η Ουάσιγκτον, είναι πιθανό να είναι από τα κράτη που θα πληγούν περισσότερο από την αύξηση των δασμών. Το 2024, η χώρα εξήγαγε στις Ηνωμένες Πολιτείες αγαθά αξίας 161,4 δισ. ευρώ. Και σύμφωνα με την Deutsche Welle, ο απερχόμενος υπουργός Οικονομίας της, Ρόμπερτ Χάμπεκ, έσπευσε να καλέσει την Ε.Ε. να αντιδράσει, επισημαίνοντας ότι «διαθέτει τη μεγαλύτερη κοινή αγορά στον κόσμο».
Παρά τις εξαγωγές προϊόντων αξίας περίπου 66,4 δισ. ευρώ προς τις Ηνωμένες Πολιτείες πέρυσι, η Ιταλία εμφανίζεται πιο προσεκτική. Η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι πρότεινε η Ευρώπη να ασκήσει πίεση, «ώστε η αντίδραση στην αμερικανική πρωτοβουλία να είναι αιτιολογημένη».
Σύμφωνα με την ιταλική εφημερίδα Domani, περιμένουν με ιδιαίτερη ανυπομονησία την επίσκεψη του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζέιν Ντι Βανς στη Ρώμη στις 18 Απριλίου, με τον οποίο ελπίζουν να διαπραγματευτούν προνομιακή μεταχείριση για τη χώρα τους. Η Ιταλία, αλλά και η Γαλλία και η Ισπανία «έχουν υιοθετήσει πιο επιφυλακτική στάση απέναντι στον Τραμπ από τότε που απείλησε να φορολογήσει τα κρασιά και τις σαμπάνιες τους έως και 200%», προσθέτει η Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Η Ε.Ε. επιδιώκει στενότερους δεσμούς με άλλους εμπορικούς εταίρους εν όψει της υποχώρησης των ΗΠΑ, επισημαίνει η ισπανική El Pais.
Η Ουάσιγκτον ξεκινά απομονωτική πορεία, επιτιθέμενη στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα, τιμωρώντας περισσότερο τους συμμάχους παρά τους αντιπάλους της.
Στο άμεσο μέλλον, δεν είναι δυνατόν να αντικατασταθεί μια εμπορική σχέση που το 2023 έφτασε το 1,6 τρισ. ευρώ σε ανταλλαγές αγαθών και υπηρεσιών. «Το 40% των άμεσων ξένων επενδύσεων της Ε.Ε. πραγματοποιείται στις ΗΠΑ και το 40% των άμεσων ξένων επενδύσεων των ΗΠΑ πραγματοποιείται στην Ε.Ε. Επομένως, είμαστε πολύ, πολύ αλληλένδετοι. Είμαστε πολύ διασυνδεδεμένοι», επισημαίνει ο Αντρέ Σαπίρ, καθηγητής Οικονομικών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, στην ισπανική εφημερίδα.
«Είμαστε σε μεγάλο βαθμό αλληλοεξαρτώμενοι και δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε εύκολο να περιοριστεί μία οικονομική σχέση η οποία έχει μακρά ιστορία. Υπάρχουν αμερικανικές εταιρείες στην Ευρώπη, υπάρχουν ευρωπαϊκές εταιρείες στις Ηνωμένες Πολιτείες, συναλλάσσονται μεταξύ τους, υπάρχουν παγκόσμιες αλυσίδες αξίας», προσθέτει ο ίδιος.
Αντιμέτωπος με τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, ο Εμανουέλ Μακρόν κάλεσε εκπροσώπους των επιχειρηματικών κλάδων που πλήττονται περισσότερο στο Μέγαρο των Ηλυσίων για συζητήσεις.
Καταγγέλλοντας τη βίαιη απόφαση του Αμερικανού προέδρου, ο Γάλλος πρόεδρος ζήτησε να ανασταλούν οι επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι να διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις. Ομως η αντίδραση είναι δύσκολο να οργανωθεί, όπως επισημαίνει η Le Monde.
Αν και ο τόνος ήταν σοβαρός, ο Μακρόν επισήμανε ότι «η Γαλλία δεν είναι η πιο εκτεθειμένη χώρα: οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσωπεύουν το 1,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μας [ΑΕΠ]». Παράλληλα, επισήμανε πως «αυτό συγκρίνεται με το 3% για την Ιταλία, το 4% για τη Γερμανία και το 10% για την Ιρλανδία». Ωστόσο, δεν υποβάθμισε τις παρενέργειες της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ, αναφέρει η Monde.
«Μην προχωρήσετε μόνοι»
H Ιρλανδία, από την πλευρά της, εξέφρασε ανησυχία για τα πιθανά ευρωπαϊκά αντίμετρα. Σε απάντηση στην αύξηση των δασμών 25% στον χάλυβα και στο αλουμίνιο που ανακοινώθηκε τον Φεβρουάριο, η Ε.Ε. επιβεβαίωσε ότι θα λάβει μέτρα στα μέσα Απριλίου για στοχευμένα αμερικανικά προϊόντα όπως το ουίσκι, οι μοτοσικλέτες και τα τζιν. Η αντεπίθεση των Βρυξελλών στα νέα αμερικανικά μέτρα θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο σφοδρή.
Ωστόσο, «η απάντηση που σχεδιάζει η Ε.Ε. ενέχει κινδύνους, οι οποίοι θα μπορούσαν να επηρεάσουν ειδικά την Ιρλανδία, ενώ ταυτόχρονα θα προκαλούσαν εμπορικό πόλεμο, με όλη την αβεβαιότητα που αυτός συνεπάγεται», εξηγεί η Irish Times. Και αυτό διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διατυπώσει την ιδέα «να χρησιμοποιήσει εξουσίες που θα επηρεάσουν τις δραστηριότητες των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών στην Ε.Ε.». Και «πολλοί από αυτούς έχουν τα ευρωπαϊκά τους κεντρικά γραφεία στην Ιρλανδία».
Αλλες ευρωπαϊκές χώρες ενδέχεται επίσης να έχουν διαφορετική άποψη. Στην Ουγγαρία, ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν είναι γνωστός για τη φιλική στάση του απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ και τη σφοδρή κριτική του στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Süddeutsche Zeitung καλεί τα κράτη-μέλη να μην προχωρήσουν μόνα τους. Την ερχόμενη Δευτέρα, 7 Απριλίου, αναμένεται να πραγματοποιηθεί συνάντηση των υπουργών Οικονομίας της Ε.Ε. στο Λουξεμβούργο. Πρόκειται για ευκαιρία να συζητηθεί κοινό σχέδιο δράσης. «Το χειρότερο σενάριο θα ήταν να δούμε την Ε.Ε. εντελώς διχασμένη, σε αντίθεση με τις εκκλήσεις της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να παραμείνει ενωμένη».

