Ο Μάθιου Σλέιτερ θα ήθελε έστω και μία φορά στη ζωή του να ξυπνήσει με χανγκόβερ. Ομως, ακόμη κι αν ο 34χρονος πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι βότκα, το επόμενο πρωί ξυπνάει σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. «Οσοι δεν με ξέρουν, δύσκολα με πιστεύουν», λέει ο Σλέιτερ. «Υποθέτουν ότι όταν καταναλώνεις τόσο δηλητήριο, το σώμα σου θα αντιδράσει».
Ο 23χρονος Ντάνιελ Ανταμς, επίσης, δεν έχει νιώσει ποτέ ναυτία ή τρέμουλο το επόμενο πρωί. Ενα βράδυ στις αρχές του μήνα ήπιε μια εξάδα μπίρες, συνέχισε με μια δεύτερη εξάδα και μετά με μερικά σφηνάκια (δεν θυμόταν πόσα). Το επόμενο πρωί, την ώρα που οι φίλοι του βογκούσαν, εκείνος ξύπνησε στις 6.30 π.μ. και πήγε για τρέξιμο 2,5 χιλιομέτρων.
Οι επιστήμονες έχουν δώσει έναν όρο για άτομα όπως ο Σλέιτερ και ο Ανταμς: «ανθεκτικοί στο χανγκόβερ». Τα τελευταία 15 χρόνια οι ερευνητές προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί κάποιοι ξυπνούν εξαντλημένοι και ταλαιπωρημένοι μετά από κατανάλωση αλκοόλ, ενώ άλλοι δεν νιώθουν το παραμικρό.
Οι δυσκολίες
Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί πόσοι άνθρωποι είναι πραγματικά ανθεκτικοί στο χανγκόβερ. Μεγάλο μέρος της έρευνας βασίζεται σε συμμετέχοντες που περιγράφουν την οδυνηρή εμπειρία του δικού τους χανγκόβερ – ένα αναπόφευκτα υποκειμενικό κριτήριο. Αλλωστε, ένας πονοκέφαλος που για κάποιον είναι αβάσταχτος, για έναν άλλον μπορεί να περνάει απαρατήρητος.
Μία από τις πρώτες μελέτες που ανέδειξαν τη συχνότητα του φαινομένου της ανθεκτικότητας στο χανγκόβερ δημοσιεύθηκε το 2008. Οι ερευνητές ανακάλυψαν το φαινόμενο τυχαία, λέει ο Τζόναθαν Χάουλαντ, ομότιμος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης. Στόχος τους ήταν να κατανοήσουν πώς η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ επηρεάζει την εργασιακή απόδοση την επόμενη ημέρα – και τότε διαπίστωσαν ότι σχεδόν ένας στους τέσσερις συμμετέχοντες δεν εμφάνιζε καν πονοκέφαλο.
Οι παραλλαγές
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν διάφορες παραλλαγές της μελέτης, εξετάζοντας εκατοντάδες φοιτητές στην περιοχή της Βοστώνης, καθώς και Σουηδούς δόκιμους ναυτικούς. Συνήθως η ερευνητική ομάδα κρατούσε τους συμμετέχοντες σε ένα εργαστήριο καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας και χορηγούσε σε κάθε άτομο αρκετό αλκοόλ, ώστε η περιεκτικότητα στο αίμα τους να φθάσει περίπου στο 0,12 – επίπεδο που θεωρείται επαρκές για να προκληθεί μέθη, εξηγεί η Νταμάρις Ρόσναου, καθηγήτρια Συμπεριφορικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, η οποία εργάστηκε στις δοκιμές. Καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, επαγγελματίες υγείας παρακολουθούσαν στενά τους συμμετέχοντες. Κάθε ώρα τούς έλεγχαν για να βεβαιωθούν ότι κανείς δεν είχε κάνει εμετό.
Το επόμενο πρωί, οι ερευνητές υπέβαλαν τους συμμετέχοντες σε μια σειρά ερωτήσεων: Σε μια κλίμακα από το ένα έως το δέκα, πόσο ζαλισμένοι ήταν; Πόσο διψούσαν; Πόση ναυτία ένιωθαν;
Μία από τις βασικές υποθέσεις είναι ο ρόλος της γενετικής, η οποία επηρεάζει τον ρυθμό με τον οποίο το σώμα μας διασπά το αλκοόλ.
Παράλληλα ανέλυσαν παλαιότερες μελέτες που είχαν διεξαχθεί σε διάφορες ομάδες πληθυσμού – μεταξύ άλλων σε μαθητές γυμνασίου, ενηλίκους από αγροτικές περιοχές του Μίσιγκαν και άτομα που υποβάλλονταν σε θεραπεία για διαταραχή χρήσης αλκοόλ. Τα ευρήματα όλων αυτών των μελετών έδειξαν ότι περίπου ένας στους τέσσερις δεν ανέφερε κανένα σύμπτωμα χανγκόβερ.
«Ηταν ο ίδιος αριθμός ξανά και ξανά», λέει ο δρ Χάουλαντ.
Το ερώτημα που παρέμενε ήταν το γιατί. Κανείς δεν κατανοεί πλήρως όλους τους παράγοντες που προκαλούν το χανγκόβερ, λέει ο δρ Χάουλαντ – κάτι που δυσκολεύει τη μελέτη της ανθεκτικότητας σε αυτό. Ωστόσο, οι ερευνητές έχουν διατυπώσει ορισμένες θεωρίες για το πώς κάποιοι λίγοι τυχεροί μένουν ανεπηρέαστοι.
Μία από τις βασικές θεωρίες είναι ο ρόλος της γενετικής, η οποία επηρεάζει τον ρυθμό με τον οποίο το σώμα μας διασπά το αλκοόλ. Ανθρωποι που μεταβολίζουν πιο γρήγορα το αλκοόλ τείνουν να εμφανίζουν λιγότερο έντονα συμπτώματα χανγκόβερ, εξηγεί η Αν-Κάθριν Στοκ, νευροεπιστήμονας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δρέσδης. Η γενετική φαίνεται να παίζει σημαντικότερο ρόλο σε ορισμένους πληθυσμούς από ό,τι σε άλλους, προσθέτει. Για παράδειγμα, άτομα ανατολικοασιατικής καταγωγής συχνά αναφέρουν έντονα χανγκόβερ – κάτι που ενδέχεται να οφείλεται στο ότι πολλοί από αυτούς έχουν πολύ χαμηλά επίπεδα ενός ενζύμου που βοηθάει στην επεξεργασία του αλκοόλ και των τοξικών μεταβολιτών του.
Μια άλλη θεωρία, σύμφωνα με τη δρα Στοκ, είναι ότι τα άτομα με πιο αδύναμο ανοσοποιητικό ενδέχεται να είναι πιο επιρρεπή στο χανγκόβερ. Το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει εκτεταμένη φλεγμονή – κάτι που εξηγεί εν μέρει γιατί ένα βαρύ χανγκόβερ συχνά μοιάζει με αρρώστια. Οσο εντονότερη είναι η φλεγμονή τόσο πιο έντονη και η αίσθηση αδιαθεσίας, εξηγεί.
Οσοι είναι ανθεκτικοί στο χανγκόβερ αναφέρουν συνήθως ότι έχουν και χαμηλά επίπεδα άγχους γενικά, προσθέτει η δρ Στοκ, ενώ αντίθετα άτομα που ήδη αντιμετωπίζουν άγχος ή κατάθλιψη έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να υποφέρουν από χανγκόβερ – και μάλιστα έντονο.
Τα μυστήρια
Πολλά πράγματα γύρω από το φαινόμενο του χανγκόβερ εξακολουθούν να παραμένουν μυστήριο. Οι ερευνητές δεν γνωρίζουν ακόμη αν όσοι βιώνουν πιο έντονα χανγκόβερ είναι και πιο ευάλωτοι στις υπόλοιπες αρνητικές συνέπειες του αλκοόλ – ή αν η ανθεκτικότητα στο χανγκόβερ οδηγεί τους ανθρώπους να πίνουν περισσότερο.
Ομως οι ερευνητές δυσκολεύονται να βρουν σημαντική χρηματοδότηση για τη μελέτη του φαινομένου, λέει η δρ Ρόσναου. Και χωρίς περισσότερες δοκιμές, άνθρωποι όπως ο Σλέιτερ συνεχίζουν να θεωρούνται κάτι σαν ιατρικό θαύμα. Ο ίδιος γνωρίζει ότι οι φίλοι του τον ζηλεύουν που μπορεί να ζει χωρίς χανγκόβερ. Ομως εκείνος αναρωτιέται μήπως θα έπινε λιγότερο αν, όπως οι περισσότεροι, ένιωθε χάλια την επόμενη ημέρα.

