Η Johnson & Johnson ανακοίνωσε πως θα συνεχίσει να μάχεται νομικά εναντίον χιλιάδων αγωγών σε βάρος της, σύμφωνα με τις οποίες το ταλκ της προκάλεσε καρκίνο σε καταναλωτές.
Η ανακοίνωση έρχεται μετά την απόφαση ομοσπονδιακού δικαστή στις ΗΠΑ τη Δευτέρα να απορρίψει για τρίτη φορά την απόπειρα διευθέτησης των μαζικών αξιώσεων μέσω μιας διαδικασίας πτώχευσης.
«Με την επιλογή της πτώχευσης πλέον να έχει αποκλειστεί, επιστρέφουμε στο πλαίσιο των αστικών αγωγών για να καταρρίψουμε τους αβάσιμους ισχυρισμούς», δήλωσε ο επικεφαλής του νομικού τμήματος της J&J, Ερικ Χάας, σε τηλεδιάσκεψη με αναλυτές το πρωί της Τρίτης.
Η εταιρεία με έδρα το Νιου Τζέρσεϊ προσπαθούσε επί σειρά ετών να καταλήξει σε συμφωνία που θα της επέτρεπε, αξιοποιώντας τον πτωχευτικό κώδικα των ΗΠΑ, να επιτύχει έναν δεσμευτικό τελικό διακανονισμό με τα φερόμενα θύματα, χωρίς να οδηγήσει τη μητρική εταιρεία (με χρηματιστηριακή αξία περίπου 400 δισ. δολάρια) σε πτώχευση.
Η μετοχή της J&J υποχώρησε πάνω από 4% στις προσυνεδριακές συναλλαγές της Τρίτης. Παρά την αρνητική δικαστική απόφαση, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Χοακίν Ντουάτο, επιβεβαίωσε την πρόβλεψη κερδοφορίας για το 2025.
Η J&J είχε μεταβιβάσει τις υποχρεώσεις της για το ταλκ σε μια θυγατρική ονόματι Red River Talc, η οποία είχε υποβάλει αίτηση πτώχευσης, με 9 δισ. δολάρια χρηματοδότηση από τη μητρική εταιρεία για πληρωμές προς τους ενάγοντες. Η συντριπτική πλειοψηφία των ενάγοντων είχε αποδεχθεί τους όρους του διακανονισμού.
Ωστόσο, ο δικαστής Κρίστοφερ Λόπεζ του Πτωχευτικού Δικαστηρίου στο Χιούστον απέρριψε τη συμφωνία τη Δευτέρα, κρίνοντας το υποτιθέμενο ποσοστό των εναγόντων που συμφωνούσαν με την πρόταση (83%), δεν ανταποκρινόταν απολύτως στην πραγματικότητα, αμφισβητώντας τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι δικηγόροι ψήφισαν για λογαριασμό των θυμάτων.
Το δικαστήριο έκρινε επίσης πως οι λεγόμενες «απαλλαγές τρίτων» —που θα επέτρεπαν σε ορισμένες οντότητες εκτός υπόθεσης πτώχευσης να αποφύγουν μελλοντικές αγωγές— ήταν ανεπίτρεπτες.
Οπως και οι δύο προηγούμενες, η νέα αίτηση πτώχευσης αντιμετώπισε την αντίθεση ομάδας δικηγορικών γραφείων που εκπροσωπούν ενάγοντες, καθώς και του Γραφείου του Επιτρόπου Πτώχευσης των ΗΠΑ —μιας μονάδας του Υπουργείου Δικαιοσύνης που διασφαλίζει το δημόσιο συμφέρον σε περιπτώσεις πτώχευσης.
Η J&J επιμένει εδώ και χρόνια πως το ταλκ της δεν είναι καρκινογόνο, και σημειώνει πως έχει κερδίσει 16 από τις 17 δίκες για υποτιθέμενη σύνδεση σχετικά με καρκίνο των ωοθηκών την τελευταία 11ετία.
«Οι ενάγοντες είχαν την ευκαιρία να αποδεχθούν ένα άνευ προηγουμένου διακανονισμό. Αντί αυτού, τον απέρριψαν, πιστεύοντας ότι θα μας εξανάγκαζαν να προχωρήσουμε σε εξωφρενικά υψηλές αποζημιώσεις εκτός του πτωχευτικού πλαισίου. Εκαναν και συνεχίζουν να κάνουν σοβαρό λάθος», υποστήριξε ο Χάας.
Η J&J, με κεφαλαιοποίηση 400 δισ. δολαρίων, δεν έχει καταφέρει να πείσει τα δικαστήρια να διευθετήσει την υπόθεση μέσω μιας διαδικασίας που προβλέπει την πτώχευση ορισμένων σχετιζόμενων νομικών προσώπων. Στην αρχική της αίτηση για πτώχευση το 2021, ομοσπονδιακό εφετείο είχε κρίνει ότι η J&J ήταν υπερβολικά ισχυρή οικονομικά για να υποβληθεί αίτημα πτώχευσης.
Ο δικαστής Λόπεζ αναγνώρισε ότι η απόρριψη της τελευταίας αίτησης ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα για όλες τις πλευρές. Τα φερόμενο θύματα, είπε, «ίσως, δυστυχώς, συνεχίσουν να πεθαίνουν» πριν ολοκληρωθεί νομικά η διαδικασία.
Πηγή Financial Times

