Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ολεγκ Γκορντιέφσκι, όταν αποφάσισε να αυτομολήσει τον Ιούλιο του 1985, ήταν να φράξει την πόρτα του διαμερίσματός του στη Μόσχα.
Οταν οι άνδρες της KGB θα έρχονταν να τον συλλάβουν, αυτό θα τους καθυστερούσε.
Κάποτε υπήρξε «αστέρι» ανάμεσά τους. Ιδανικός νεαρός, στρατολογημένος, απόφοιτος του Κρατικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας, με έφεση στις γλώσσες, εξαιρετικά ευφυής και με ισχυρή μνήμη. Καλός και στον ανώμαλο δρόμο.
Ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία, εργαζόμενος για τη Γραμμή S, που είχε την ευθύνη των «παράνομων», πρακτόρων που ζούσαν στο εξωτερικό με ψεύτικες ταυτότητες.
Πρώτη του αποστολή ήταν στο Ανατολικό Βερολίνο, ακολούθησε η Κοπεγχάγη και το 1982 το Λονδίνο, όπου ανέλαβε επικεφαλής, ως rezident. Οταν όμως κλήθηκε πίσω στο Κέντρο της Μόσχας για «επίσημη επιβεβαίωση» του ρόλου του, ήξερε πως επρόκειτο για παγίδα.
Υστερα από πέντε ώρες ανάκρισης και αφού του είχαν δώσει νοθευμένο μπράντι με ναρκωτικές ουσίες, δεν είχε αποκαλύψει τίποτα. Τώρα όμως, έχοντας πάρει ολιγοήμερη άδεια, χρειαζόταν επειγόντως το σχέδιο διαφυγής του. Να μείνει στη Ρωσία ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη.
Κατέβασε από τη βιβλιοθήκη του τα Σονέτα του Σαίξπηρ, τα έριξε στον νεροχύτη της κουζίνας και άνοιξε τη βρύση. Σιγά σιγά, το εξώφυλλο άρχισε να αποκολλάται και αποκάλυψε, τυλιγμένες σε σελοφάν, τις οδηγίες διαφυγής που του είχε στείλει η Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών της Βρετανίας.
Η MI6 ήταν και ο ανεπίσημος εργοδότης του.
Εφευρέσεις σαν το κρυφό βιβλίο ήταν και ένας από τους λόγους που τον τράβηξε η κατασκοπεία. Εβρισκε ευρηματικά σημεία για να αφήνει μηνύματα και εξασκούνταν σε «brush-pasts», διακριτικά περάσματα όπου παρέδιδε μικροφίλμ σε συνεργάτες. Αφηνε, επίσης, στραβωμένα καρφιά και σημάδια με κιμωλία για να μεταδώσει πληροφορίες.
Εκανε ακόμη και «στεγνό καθάρισμα», την τεχνική δηλαδή να ξεφορτώνεσαι την παρακολούθηση χωρίς να κοιτάξεις πίσω. Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι.
Ο πατέρας του, πιστός κομμουνιστής, ήταν χαμηλόβαθμος στη NKVD, πρόδρομο της KGB. Ο αδελφός του, Βασίλκο, είχε ήδη ενταχθεί στην υπηρεσία. Για έναν νεαρό Σοβιετικό με γλωσσικά χαρίσματα και επιθυμία να ταξιδέψει, η KGB ήταν η φυσική επιλογή.
Η κατασκοπεία είχε και δόση έξαψης. Καμιά φορά, υπερβολική. Πανικόβλητος τώρα –από πολύ κουβανέζικο ρούμι και πάρα πολλά ηρεμιστικά– διάβασε τις οδηγίες του.
Επρεπε να περιμένει σε μια συγκεκριμένη γωνία δρόμου, κοντά σε έναν φούρνο, Τρίτη στις 7 το βράδυ, κρατώντας μια πλαστική σακούλα από το Safeway. Είκοσι τέσσερα λεπτά αργότερα, ένας άνδρας θα περνούσε κρατώντας σακούλα Harrods και τρώγοντας μια σοκολάτα Mars. Επρεπε να τον κοιτάξει κατάματα και να του μεταδώσει σιωπηρά την έκκληση: Εγώ είμαι. Βγάλτε με έξω.
Προορισμός του ήταν η Φινλανδία. Ή, για να είμαστε ειλικρινείς, οπουδήποτε στη Δύση. Σταδιακά αλλά ακατάπαυστα, είχε στραφεί προς τα εκεί. Παιδί ακόμα, έπιανε καμιά φορά τη Voice of America στο ραδιόφωνο, πίσω από τις παρεμβολές.
Αλλά πιο ανεξίτηλα, άκουγε τη μητέρα του –με τη χωριάτικη, πρακτική σοφία της– να εκφράζει περιφρόνηση για το σοβιετικό καθεστώς.
Στην Ανατολική Γερμανία, το 1961, είδε την απελπισία των ανθρώπων καθώς υψωνόταν το Τείχος του Βερολίνου. Στην Κοπεγχάγη έμεινε άφωνος από την ομορφιά, την αφθονία και την ανοιχτότητα της Δύσης. Τη συνέκρινε με τις ουρές στη Μόσχα, τη δυστυχία, τις ελλείψεις και τους αγενείς υπαλλήλους.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Τηλεφώνησε τότε στη σύζυγό του, Λέιλα, και ξέσπασε εναντίον της εισβολής – σε μια γραμμή που ήξερε ότι παρακολουθούσε η MI6, ελπίζοντας πως θα θελήσουν να τον προσεγγίσουν.
Είχε πάρει απόφαση να πολεμήσει για την ελευθερία και τη δημοκρατία. Ηταν τόσο ισχυρή η αίσθηση καθήκοντος, που θα το έκανε και δωρεάν.
Το επόμενο σκέλος του σχεδίου διαφυγής του του παραδόθηκε σε έναν «brush-past» στον καθεδρικό του Αγίου Βασιλείου. Του υπεδείκνυε να πάρει δύο τρένα και κατόπιν ένα λεωφορείο, για ένα δάσος κοντά στα φινλανδικά σύνορα. Εκεί, δίπλα σε έναν συγκεκριμένο βράχο και «πολιορκημένος» από κουνούπια, περίμενε τα στελέχη της MI6. Αργησαν 15 λεπτά.
Είχε άδικο που τους εμπιστεύτηκε; Η μητέρα του έλεγε συχνά ότι ήταν πολύ εύπιστος, όχι και τόσο καλή ιδιότητα για αξιωματικό. Είχε σχεδόν εγκαταλείψει την ελπίδα όταν εμφανίστηκαν.
Οι Βρετανοί άργησαν και να τον στρατολογήσουν. Πήρε έναν χρόνο. Προφανώς φοβούνταν ότι ήταν προβοκάτορας. Αντί γι’ αυτό, ήταν ένα σπάνιο εύρημα. Από το 1974, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα αρχεία της KGB στη Μόσχα, βοήθησε τη MI6 να εντοπίσει κομμουνιστές στη Βρετανία, συμπεριλαμβανομένων συνδικαλιστών, και να παρακολουθήσει τη ροή σοβιετικών χρηματοδοτήσεων. Κατονόμασε επίσης 25 σοβιετικούς κατασκόπους, που απελάθηκαν.
Η KGB ήξερε πως υπήρχε «τυφλοπόντικας» και άρχισε να τον υποψιάζεται, αλλά εκείνος συνέχιζε να στέλνει ψιχουλάκια πληροφορίας πίσω στη Μόσχα. Το 1984, έδωσε συνοπτικές ενημερώσεις στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για τη Μάργκαρετ Θάτσερ, και το αντίστροφο, οδηγώντας σε μια φιλική συνάντηση.
Το έδαφος είχε ήδη προετοιμάσει το 1983, όταν είχε προειδοποιήσει τη MI6 ότι οι Ρώσοι, παρανοϊκοί λόγω μιας άσκησης του ΝΑΤΟ και της σκληρής ρητορικής του Ρόναλντ Ρίγκαν, ετοιμάζονταν για πρώτο πυρηνικό πλήγμα. Η άσκηση αναβλήθηκε.
Ισως να απέτρεψε τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βρισκόταν τώρα στο πορτμπαγκάζ ενός διπλωματικού αυτοκινήτου, τυλιγμένος σε ισοθερμική κουβέρτα για να ξεγελάσει τους ανιχνευτές θερμότητας στα πολλά φυλάκια.
Ιδρωνε από τον φόβο ότι θα τον έβρισκαν. Τελικά, αντί για εκκωφαντική ποπ μουσική, από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου άρχισε να ακούγεται η Finlandia του Σιμπέλιους. Το πορτμπαγκάζ άνοιξε και φάνηκε ο μπλε ουρανός, τα σύννεφα και τα πεύκα. Ηταν έξω. Ηταν ελεύθερος.
Ελεύθερος κατά κάποιο τρόπο. Η θανατική καταδίκη του για προδοσία δεν αναιρέθηκε ποτέ. Δεν μπορούσε να επιστρέψει. Χρειαζόταν να ζήσει ανώνυμα, σε προστατευμένο οίκημα, για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο γάμος του είχε διαλυθεί. Δεν μπορούσε ποτέ να πει στη Λέιλα για τη ζωή που κατέκλυζε τον μισό του εαυτό. Ετσι, έβλεπε σπάνια και τις κόρες του. Συμμαχικές κυβερνήσεις συνέχιζαν να ζητούν τις συμβουλές του και συνέγραψε τέσσερα βιβλία για την KGB· αλλά η κατασκοπεία είχε τελειώσει.
Αντί γι’ αυτήν, στη βαθιά επαρχία του Σάρεϊ έγραφε κριτικές, διάβαζε Spectator και πήγαινε –με προσοχή– στην παμπ.
Η βασίλισσα Ελισάβετ τού απένειμε το CMG, την ίδια τιμητική διάκριση που απονέμεται, κινηματογραφικά, στον Τζέιμς Μποντ. Ηταν κάπως ταιριαστό.
Δεν του έλειψε τίποτα από τη Ρωσία. Ιδίως υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Στο «Desert Island Discs» του BBC το 2008, το δεύτερο τραγούδι που επέλεξε ήταν το «Τραγούδι των Βολγοποταμίων», με τη φωνή του Φιοντόρ Σαλιάπιν – τρεμουλιαστή, γεμάτη παράσιτα και μακρινή, όπως κάποτε είχε ακούσει τη φωνή της Δύσης.
Πηγή: The Economist

