Ολοι άκουσαν για την υπόθεση: πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι ασφαλείας της κυβέρνησης Τραμπ χρησιμοποίησαν εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων για να εκπονήσουν σχέδια βομβαρδισμού της Υεμένης, προσθέτοντας εκ παραδρομής τον αρχισυντάκτη του περιοδικού The Atlantic στην ομαδική συζήτηση εμπιστευτικών πληροφοριών. Ορισμένα από τα μηνύματα του τσατ ήταν προγραμματισμένο να αυτοκαταστραφούν, παραβιάζοντας την ομοσπονδιακή νομοθεσία αρχειοθέτησης κάθε κυβερνητικής επικοινωνίας. Η παρακολούθηση της υπόθεσης προκάλεσε τη μία έκπληξη μετά την άλλη. Τελικά, είναι δύσκολο να αποφασίσουμε τι μας αηδιάζει περισσότερο: Η αποκοτιά; Η ανικανότητα; Ο κίνδυνος; Η χρήση εικονιδίων emoji με χέρια σε στάση προσευχής πριν από την εκτόξευση φονικών όπλων; Ας προσθέσουμε στη λίστα τη μνημειώδη υποκρισία. Μετά τη διάψευση από μέρους της κυβέρνησης Τραμπ ότι εμπιστευτικές πληροφορίες είχαν διαρρεύσει στο ομαδικό τσατ, το The Atlantic δημοσίευσε τη συζήτηση σχεδόν στο σύνολό της, αφαιρώντας μόνο το όνομα υπαλλήλου της CIA. Αν η υπόθεση ήταν τότε τραγική, έγινε τώρα χειρότερη, ενώ ένα πράγμα είναι εξοργιστικά ξεκάθαρο: στον κόσμο του Τραμπ, οι κανόνες ισχύουν για τους άλλους.
Η προφανής αναλογία αφορά το Μεγάλο Σκάνδαλο των emails της Χίλαρι Κλίντον το 2016. Ως υπουργός Εξωτερικών, η Κλίντον έστειλε κάποια μηνύματά της μέσω προσωπικού διακομιστή (server), παραβιάζοντας το πρωτόκολλο και θέτοντας σε κίνδυνο τις επικοινωνίες της υπηρεσίας της. Η έρευνα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ απεφάνθη, όμως, ότι ο κίνδυνος ήταν ελάχιστος. «Εντοπίσαμε αποδείξεις συστημικής και σκόπιμης κακοδιαχείρισης εμπιστευτικού υλικού», ήταν η τελική εκτίμηση του γραφείου Διπλωματικής Ασφάλειας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ύστερα από τρία χρόνια ερευνών. Παρ’ όλα αυτά, η υπόθεση των emails της Κλίντον απασχόλησε την επικαιρότητα περισσότερο από ένα χρόνο, κυριαρχώντας στην κάλυψη των ειδησεογραφικών μέσων και στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων όλης της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των Times της Νέας Υόρκης. Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του 2016, ο τότε διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμεϊ ανακοίνωσε ότι η υπηρεσία του άνοιγε εκ νέου την υπόθεση των emails της Κλίντον, με το θέμα να γίνεται πάλι πρωτοσέλιδο. Το σκάνδαλο των emails ίσως υπήρξε η αιτία της ήττας της Χίλαρι Κλίντον. Οι Ρεπουμπλικανοί φώναζαν τότε το σύνθημα «Κλείστε τη φυλακή!» και κράδαιναν πανό με το αίτημά τους αυτό στο συνέδριο του κόμματος το 2016. Η Παμ Μπόντι, σημερινή υπουργός Δικαιοσύνης και τότε γενική εισαγγελέας της Φλόριντα, ανέβηκε στο βήμα του συνεδρίου και είπε ότι «η κ. Κλίντον πιστεύει ότι ο νόμος δεν ισχύει για αυτή» και ότι «δεν αξίζει να έχει διαβάθμιση ασφαλείας». Καθώς το πλήθος φώναζε το αγαπημένο του σύνθημα, «Κλείστε τη φυλακή», η Μπόντι είπε: «Πολύ μου αρέσει αυτό».
«Ολοι ξέρουν τη σημασία τού άκρως απορρήτου», έλεγε ο Πιτ Χέγκσεθ στο Fox News για την Κλίντον και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της. Το σχόλιό του μοιάζει σήμερα εξίσου τρομακτικό, όσο και φαιδρό, δεδομένου ότι ο Χέγκσεθ μοιράστηκε λεπτομέρειες για τον χρόνο της επίθεσης στο ομαδικό τσατ, στο οποίο μετείχε και ο αρχισυντάκτης τού The Atlantic. Ενα πρόβλημα με τον διακομιστή των emails της Κλίντον, έγραφε ο Στίβεν Μίλερ το 2022, ήταν ότι «ξένοι αντίπαλοι θα μπορούσαν να χακάρουν με ευκολία απόρρητες επιχειρήσεις και δεδομένα, σε πραγματικό χρόνο, από την άλλη άκρη του πλανήτη». Ο Μίλερ έχει δίκιο σε αυτό: ξένοι αντίπαλοι είναι σίγουρο ότι αναζητούν τρόπους να χακάρουν τις επικοινωνίες των Αμερικανών ηγετών. Η ένταξη δημοσιογράφου σε ομαδικό τσατ προετοιμασιών πολεμικών επιχειρήσεων αποτελεί μνημειώδες σφάλμα. Το πρόβλημα αφορά, όμως, λιγότερο τον δημοσιογράφο και περισσότερο την ύπαρξη ομαδικού τσατ πολεμικού σχεδιασμού. Τέτοιες γκάφες έχουν συνήθως συνέπειες. Οταν η υπηρεσία χρηματαγοράς διαπίστωσε ότι τραπεζικοί υπάλληλοι χρησιμοποιούσαν το Signal και άλλες εφαρμογές μηνυμάτων, οι οποίες δεν αποθηκεύουν τις επικοινωνίες τους όπως απαιτεί ο νόμος, στις εμπλεκόμενες τράπεζες επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 2,5 δισ. δολαρίων. Οι τράπεζες οφείλουν διά νόμου να διατηρούν αντίγραφα των επικοινωνιών των υπαλλήλων τους, το ίδιο και το γραφείο του προέδρου των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ και οι κατά πλειοψηφία άνδρες που διόρισε στην κυβέρνηση φέρονται συχνά λες και οι κανόνες δεν ισχύουν για αυτούς. Οι καταδίκες του Τραμπ για σεξουαλική παρενόχληση και άλλα αδικήματα αποτελούν μέρος της γοητείας του για τους άνδρες αυτούς. Η κυβέρνηση Τραμπ αποτελείται από πρόσωπα για τα οποία η υποκρισία έχει αναχθεί σε τέχνη. Η αντίθεση του προέδρου στην ποικιλομορφία, στην ισότητα και στην ένταξη υπήρξε η βάση της νίκης του για μια δεύτερη θητεία. Το σημερινό υπουργικό συμβούλιο είναι ένα από τα πιο λευκά και ανδροκρατούμενα των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και το πιο ανίκανο. Ο Ελον Μασκ, υπεύθυνος για την απόλυση χιλιάδων ομοσπονδιακών υπαλλήλων, δεν έχει την παραμικρή κυβερνητική εμπειρία, αλλά θεωρεί ότι είναι ικανός να κρίνει την αποτελεσματικότητα άλλων. Οταν ο Τραμπ αντιμετώπισε την Κλίντον το 2016, δεσμεύθηκε να «αποξηράνει τον βάλτο της Ουάσιγκτον», τον οποίο η αντίπαλός του δήθεν ευνοούσε. Μόλις εξελέγη, συμπεριφέρθηκε απαράδεκτα, παραβιάζοντας κανόνες και αποκαλύπτοντας απόρρητες πληροφορίες. Παρά τα αδιάσειστα στοιχεία εναντίον τους, οι συμμετέχοντες στο σκάνδαλο του Signal αρνούνται ότι παρανόμησαν, υιοθετώντας τον χρυσό κανόνα: ο πρόεδρος Τραμπ είναι πάντα αθώος.

