Η επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο αναζωπύρωσε τις ανησυχίες για μια νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών και στον πυρήνα αυτών των φόβων βρίσκεται η αμφιβολία για την αμερικανική πυρηνική «ομπρέλα», η οποία επί δεκαετίες συγκρατούσε τις πυρηνικές φιλοδοξίες των συμμάχων των ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η δέσμευση της Ουάσιγκτον στη μη διάδοση πυρηνικών όπλων (Non-Proliferation Treaty – NPT) στηριζόταν στην υπόσχεση προστασίας των συμμάχων. Ο Τζον Φ. Κένεντι, «στοιχειωμένος» από το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης εξάπλωσης των πυρηνικών, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 τις διεθνείς διαβουλεύσεις που οδήγησαν στη Συνθήκη.
Το αντάλλαγμα ήταν σαφές: ασφάλεια υπό την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα και ταυτόχρονα δέσμευση των συμμάχων να μην επιδιώξουν δικό τους πυρηνικό οπλοστάσιο.
Η νέα εποχή Τραμπ όμως γεννά την αμφιβολία. Ο προσανατολισμός του προέδρου των ΗΠΑ προς τη Μόσχα και η απαξίωση του ΝΑΤΟ έχουν ωθήσει χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία να εξετάσουν σενάρια που μέχρι πρότινος ήταν αδιανόητα: την απόκτηση δικών τους πυρηνικών όπλων ή τουλάχιστον την ικανότητα να το πράξουν γρήγορα.
«Η συναίνεση των μεγάλων δυνάμεων υπέρ της μη διάδοσης έχει διαρραγεί», δηλώνει ο Ανκίτ Πάντα από το Carnegie Endowment. «Το φαινόμενο Τραμπ έχει ενισχύσει τις φωνές που θεωρούν ότι η απόκτηση πυρηνικών είναι η μόνη λύση απέναντι στην αμερικανική αναξιοπιστία».
Η σταθερότητα που βασίστηκε στην αμερικανική αποτροπή κλονίζεται. Αν καταρρεύσει η συνθήκη μη διάδοσης πυρηνικών όπλων, ο κόσμος ίσως πλησιάσει το «σενάριο Κένεντι», με 15 έως 25 πυρηνικές δυνάμεις. Και τότε η πιθανότητα μιας πυρηνικής καταστροφής αυξάνεται δραματικά.
Ο ειδικός σε θέματα στρατηγικής, Λόρενς Φρίντμαν, σημειώνει πως όσες χώρες σκέφτηκαν στο παρελθόν να αποκτήσουν πυρηνικά τελικά «έζησαν με τις αμφιβολίες».
Οι Financial Times αναλύουν τις περιπτώσεις τεσσάρων χωρών που θα μπορούσαν να οδηγηθούν στην απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Γερμανία: Από το ταμπού στη δημόσια συζήτηση
Ο Φρίντριχ Μερτς, εν αναμονή καγκελάριος, άνοιξε τη συζήτηση ζητώντας να εξεταστεί αν η πυρηνική ασφάλεια από τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να καλύψει και τη Γερμανία. Αν και απέκλεισε το ενδεχόμενο απόκτησης γερμανικών πυρηνικών όπλων λόγω διεθνών δεσμεύσεων, η τοποθέτησή του προκάλεσε πολιτική θύελλα.
Επισήμως, το Βερολίνο «φιλοξενεί» περίπου 20 αμερικανικές βόμβες B61 στη βάση Büchel. Ομως, στο παρασκήνιο, αξιωματούχοι εκφράζουν προβληματισμό για το μέλλον αυτής της συμφωνίας.
Ο πρώην πρεσβευτής στις ΗΠΑ Βόλφγκανγκ Ισινγκερ προειδοποίησε ότι μια τέτοια κίνηση θα προκαλούσε «καταιγίδα αντιδράσεων από Μόσχα, Βαρσοβία και άλλους γείτονες». Αναλυτές όπως ο Θόρστεν Μπέννερ προτείνουν μια πιο «ουδέτερη» στρατηγική: διατήρηση πυρηνικής ετοιμότητας, χωρίς άμεση κατασκευή όπλων.
Το πρόβλημα, τονίζει, δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ, αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις σε Παρίσι και Λονδίνο, όπως μια ενδεχόμενη νίκη της Μαρίν Λεπέν που θα μπορούσε να διαρρήξει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Πολωνία: Μεταξύ φιλοδοξιών και πραγματικότητας
Ο Ντόναλντ Τουσκ, πρωθυπουργός της Πολωνίας, άνοιξε για πρώτη φορά τη συζήτηση περί πυρηνικών, προτείνοντας συμφωνία διαμοιρασμού με τη Γαλλία. Ο πρόεδρος Αντρέι Ντούντα προχώρησε ακόμη περισσότερο, ζητώντας τη μεταφορά αμερικανικών πυρηνικών στη χώρα. Την πρόταση αυτή απορρίπτει η Ουάσιγκτον σταθερά ως πρόκληση προς τη Ρωσία.
Η Πολωνία δεν έχει πυρηνική τεχνογνωσία και δεν διαθέτει ούτε πολιτικό πυρηνικό σταθμό, αν και έχει δεσμευτεί να κατασκευάσει έναν εντός δεκαετίας. «Αν υπάρξει ευρωπαϊκό πυρηνικό πρόγραμμα, φυσικά θέλουμε να συμμετάσχουμε», λέει ο Μάρτσιν Ιντζικ, στέλεχος της κρατικής PGZ.
Ν. Κορέα: Τεχνολογικά έτοιμη, πολιτικά διχασμένη
Η απειλή από το πυρηνικό οπλοστάσιο της Βόρειας Κορέας και η σύσφιξη των σχέσεων Πιονγγιάνγκ – Μόσχας, σε συνδυασμό με την ανασφάλεια λόγω Τραμπ, εντείνει το αίσθημα ανασφάλειας στη Νότια Κορέα. «Η υποστήριξη στην απόκτηση πυρηνικών από τη Νότια Κορέα διευρύνεται», σημειώνει ο Σανγκσίν Λι από το Korea Institute for National Unification.
Η Σεούλ έχει την τεχνογνωσία για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι θα μπορούσε να κατασκευάσει λειτουργικές πυρηνικές κεφαλές μέσα σε δύο χρόνια, αν εγκαταλείψει τη Συνθήκη Μη Διάδοσης.
Ωστόσο, η αποχώρηση θα επέφερε κυρώσεις με σοβαρές επιπτώσεις στην εξαγωγική οικονομία της χώρας. Ο δήμαρχος Σεούλ, Σε-χουν, πρότεινε πρόσφατα να επιτραπεί στη χώρα να αποκτήσει αποθέματα πυρηνικού υλικού, κατά το πρότυπο της Ιαπωνίας.
Ιαπωνία: Η «ύστατη» επιλογή
Η Ιαπωνία, μόνη χώρα που έχει δεχτεί πυρηνική επίθεση, αντιμετωπίζει το πυρηνικό ζήτημα ως πολιτικό ταμπού. Παρ’ όλα αυτά, διαθέτει 8,6 τόνους πλουτωνίου, αρκετό για χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές, και την τεχνολογική δυνατότητα να κατασκευάσει όπλα σε ελάχιστους μήνες.
Η στρατηγική του Τόκιο συνοψίζεται, σύμφωνα με τον καθηγητή Στίβεν Νάγκι, σε: «Plan A: αγκάλιασε τις ΗΠΑ. Plan B: αγκάλιασέ τις πιο σφιχτά. Plan Z: απόκτησε πυρηνικά».
Ο Νάγκι προειδοποιεί ότι η Ιαπωνία θα είχε μόλις πέντε λεπτά προειδοποίησης σε ενδεχόμενη επίθεση από τη Βόρεια Κορέα ή την Κίνα. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η Ιαπωνία δεν μπορεί να αντέξει την απώλεια δύο μεγαλουπόλεων. Η τεράστια σημασία του ιστορικού τραύματος και το άρθρο 9 του Συντάγματος καθιστούν την απόκτηση πυρηνικών πολιτικά δυσχερή, αν όχι απαγορευτική.
Πηγή: Financial Times

