Ως βήμα προς μια πλήρη κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία χαιρέτισε προ ημερών ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ τη συμφωνία με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν για διακοπή των εκατέρωθεν επιθέσεων Ρώσων και Ουκρανών σε ενεργειακές υποδομές για 30 μέρες. Αυτή η αισιοδοξία είναι άστοχη, επισημαίνει σε άρθρο της στη βρετανική επιστημονική επιθεώρηση The Conversation η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, Νατάλια Τσερνίσοβα, που προσφέρει μια αναλυτική εξήγηση τού γιατί οι Ευρωπαίοι έχουν πάρει το μάθημα από τις αποτυχημένες συμφωνίες του Μινσκ το 2015, ενώ ο Τραμπ όχι.
Οταν ο Τραμπ είπε ότι η συνομιλία με τον Πούτιν ήταν «πολύ καλή και παραγωγική» και ήρθε «με την κατανόηση ότι θα εργαστούμε γρήγορα για να έχουμε μια πλήρη κατάπαυση του πυρός», δεν ανέφερε ότι ο Πούτιν παρουσίασε πρόσθετους όρους για μια κατάπαυση του πυρός: Το Κρεμλίνο απαιτεί να αφοπλιστεί ουσιαστικά η Ουκρανία, αφήνοντάς την ανυπεράσπιστη έναντι μιας ρωσικής κατάκτησης, πράγμα απαράδεκτο για την Ουκρανία και τους Ευρωπαίους εταίρους της, όπως επισημαίνει η καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας της Ευρώπης.
Σε αυτή τη συγκυρία, εξηγεί, ο Τραμπ και οι διαπραγματευτές του καλό θα ήταν να αναλογιστούν γιατί δεν πέτυχαν οι προηγούμενες προσπάθειες να περιοριστεί η Ρωσία και να διασφαλιστεί μια διαρκής ειρήνη για την Ουκρανία.
Αυτός ο πόλεμος δεν ξεκίνησε όταν οι οβίδες άρχισαν να πέφτουν βροχή στο Κίεβο τον Φεβρουάριο του 2022. Η Ρωσία είχε ήδη διεξάγει έναν ακήρυχτο πόλεμο στη γείτονά της για σχεδόν οκτώ χρόνια στο Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας, όπου οι φιλορωσικές δυνάμεις είχαν προκαλέσει προβλήματα στις συνοριακές περιφέρειες του Λουχάνσκ και του Ντόνετσκ.
Προσπάθειες τερματισμού των μαχών εκεί έγιναν τον Σεπτέμβριο του 2014 και τον Φεβρουάριο του 2015, όταν η Ρωσία και η Ουκρανία υπέγραψαν συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Μινσκ της Λευκορωσίας.
Και οι δύο σειρές συμφωνιών του Μινσκ αποδείχθηκαν κενό γράμμα. Οι μάχες στην περιοχή συνεχίστηκαν έως ότου κορυφώθηκαν με την πλήρη εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία το 2022. Οι συμφωνίες συσσώρευσαν προβλήματα για το μέλλον.
Οι συμφωνίες του Μινσκ
Τα πρώτα πρωτόκολλα του Μινσκ, που η κα Τσερνίσοβα αποκαλεί «Μινσκ-1», υπογράφηκαν το 2014 από τη Ρωσία, την Ουκρανία, φιλορώσους αυτονομιστές από το Ντονμπάς και εκπροσώπους του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Η συμφωνία προέβλεπε άμεση κατάπαυση του πυρός υπό την επιτήρηση του ΟΑΣΕ, αποχώρηση «ξένων μισθοφόρων» από την Ουκρανία και δημιουργία αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης ασφαλείας.
Αλλά η Μόσχα επέμεινε επίσης στο Κίεβο να παραχωρήσει προσωρινό «ειδικό καθεστώς» στις ούτω καλούμενες «Λαϊκή Δημοκρατία του Ντόνετσκ» και «του Λουχάνσκ», τις δύο αυτονομιστικές περιοχές στο Ντονμπάς. Αντί να βοηθήσει την Ουκρανία να ανακτήσει τον έλεγχο στα ανατολικά της εδάφη, η συμφωνία επέτρεψε στους υποστηριζόμενους από τη Ρωσία αντάρτες να πραγματοποιήσουν τοπικές εκλογές και τους νομιμοποίησε ως συμβαλλόμενο μέρος στη σύγκρουση.

Η κατάπαυση του πυρός κατέρρευσε εντός ημερών από την υπογραφή της. Οι διατάξεις που προσπάθησαν να οριοθετήσουν τις γραμμές της σύγκρουσης και να δώσουν στην Ουκρανία πίσω τον έλεγχο στα ανατολικά της σύνορα δεν τηρήθηκαν από τους αντάρτες και οι μάχες εντάθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα 2014-15.
Με τον αριθμό των νεκρών να αυξάνεται, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας έσπευσαν να μεσολαβήσουν για έναν νέο γύρο διαπραγματεύσεων τον Φεβρουάριο του 2015. Οι συμφωνίες που προέκυψαν, οι οποίες ήταν γνωστές ως «Μινσκ-1» και «Μινσκ-2», απέτυχαν επίσης να φέρουν την ειρήνη.
Παράδοξο
Η Ρωσία και οι πληρεξούσιοι μαχητές της στο Ντονμπάς παραβίασαν αμέσως και επανειλημμένα τους όρους της. Παραδόξως, το Μινσκ-2 δεν ανέφερε καν τη Ρωσία, παρά το γεγονός ότι υπέγραψε τα πρωτόκολλα. Η Μόσχα συνέχισε να αρνείται την εμπλοκή της στην ανατολική Ουκρανία, ενώ ενίσχυε την ένοπλη βοήθεια προς τους αντάρτες.
Το Κίεβο είχε επιβαρυνθεί με όρους ειρήνης που ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν αν η Ουκρανία δεν ήταν έτοιμη να απεμπολήσει την κυριαρχία της στην περιοχή. Το Μινσκ-2 όριζε ότι το «ειδικό καθεστώς» των ανατολικών αυτονομιστικών περιοχών επρόκειτο να γίνει μόνιμο και ότι το ουκρανικό σύνταγμα επρόκειτο να τροποποιηθεί για να επιτρέψει την «αποκέντρωση» της εξουσίας από το Κίεβο στις περιοχές των ανταρτών.
Σε αυτές τις περιοχές επρόκειτο να παραχωρηθεί αυτονομία σε οικονομικά θέματα, ευθύνη για την έκταση των συνόρων τους με τη Ρωσία και το δικαίωμα να συνάπτουν ξένες συμφωνίες και να διεξάγουν δημοψηφίσματα. Για να υπονομεύσει περαιτέρω την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, μια ρήτρα ουδετερότητας που θα εισαγόταν στο σύνταγμά της θα εμπόδιζε ουσιαστικά την είσοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Οπως είναι λογικό, κανείς στο Κίεβο δεν έσπευσε να εφαρμόσει αυτούς τους αυτοκαταστροφικούς όρους. Σε μια συνέντευξη στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel το 2023, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι είπε ότι όταν έγινε πρόεδρος της Ουκρανίας το 2019 και εξέτασε το Μινσκ-2, «δεν αναγνώριζε καμία επιθυμία στις συμφωνίες να επιτρέψουν στην Ουκρανία την ανεξαρτησία της».
Ο δρόμος προς το Κίεβο
Το σχόλιο του κ. Ζελένσκι επισημαίνει το θεμελιώδες ελάττωμα της συμφωνίας του Μινσκ-2. Οι δυτικοί διαμεσολαβητές της απέτυχαν να αναγνωρίσουν ότι οι ρωσικοί πολεμικοί στόχοι ήταν ασυμβίβαστοι με την ουκρανική κυριαρχία. Ο στόχος της Μόσχας από την αρχή ήταν να χρησιμοποιήσει το Ντονμπάς για να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση στο Κίεβο και να αποκτήσει τον έλεγχο της Ουκρανίας.
Οι δυτικοί ειρηνευτές αναζήτησαν συμβιβασμό, αλλά το Κρεμλίνο χρησιμοποίησε το Μινσκ-2 για να προωθήσει τους στόχους του. Οπως σημείωσε ο Ντάνκαν Αλαν, του ερευνητικού ινστιτούτου Chatham House το 2020: «Η Ρωσία βλέπει τις συμφωνίες του Μινσκ ως εργαλεία με τα οποία μπορεί να σπάσει την κυριαρχία της Ουκρανίας». Ο πόλεμος στο Ντονμπάς μαίνεται και μέχρι το 2020 είχε στοιχίσει τη ζωή σε 14.000, με 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους να γίνονται πρόσφυγες.
Η τότε καγκελάριος της Γερμανίας, Ανγκελα Μέρκελ, βασική διαμεσολαβήτρια, υπερασπίστηκε στη συνέχεια τις συμφωνίες του Μινσκ. Είπε ότι πρόσφεραν χρόνο στο Κίεβο για να εξοπλιστεί ενάντια στη Ρωσία. Ηταν μια δαπανηρή αγορά. Το Μινσκ-2 πάγωσε τη σύγκρουση σε μια τοποθεσία αντί να την τερματίσει και ενθάρρυνε τη Ρωσία, ανοίγοντας τον δρόμο για μια εισβολή πλήρους κλίμακας.
Οι υπαρξιακές διαφορές μεταξύ της Ουκρανίας και Ρωσίας που μάστιζαν τις συμφωνίες του Μινσκ παραμένουν και σήμερα. Η Ουκρανία έχει αποδείξει την αποφασιστικότητά της να υπερασπιστεί την κυριαρχία της, ενώ η εισβολή της Ρωσίας το 2022 μαρτυρεί την διάθεσή της να καταπνίξει την αποφασιστικότητα της Ουκρανίας. Ο χρόνος της τότε επίθεσης τόσο κοντά στην έβδομη επέτειο του Μινσκ-2 προσθέτει ζοφερή έμφαση σε αυτό το σημείο.
Οχι στην επιβράβευση του θύτη
Αυτή η σύγκρουση στόχων πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά μέτωπο σε κάθε ειρηνευτική διαπραγμάτευση. Ο μόνος τρόπος για να διασφαλιστεί η διαρκής ειρήνη στην Ευρώπη είναι να αποφευχθεί η επιβράβευση του επιτιθέμενου και η τιμωρία του θύματός του, επισημαίνει με έμφαση η καθηγήτρια με καταγωγή από τη Λευκορωσία.
Οπως λέει, ο Κρεμλίνο έχει ήδη δηλώσει ανοιχτά ότι βλέπει τη διαμεσολάβηση υπό την ηγεσία του Τραμπ ως την αναγνώριση της ρωσικής στρατηγικής ανωτερότητας από τη Δύση. Πρέπει να καταργηθεί αυτή η έννοια. Κατά πως υποστήριξε η Νατάλιγια Μπουγκάγιοβα, συνεργάτης του Ινστιτούτου για τη Μελέτη του Πολέμου, ο πόλεμος δεν έχει χαθεί ακόμα. Η Ρωσία απέχει πολύ από το να είναι άτρωτη και ακόμη μπορεί να υποχρεωθεί να αποδεχθεί την ήττα.
Για να είναι όμως αποτελεσματική οποιαδήποτε συμφωνία, δεν μπορεί να υπάρξει ασάφεια ή μέση λύση στο θέμα της ουκρανικής κυριαρχίας. Πρέπει να προστατεύεται και να υποστηρίζεται από εγγυήσεις ασφαλείας, τονίζει στο άρθρο της η κα Τσερνίσοβα.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Τραμπ έχει δείξει ελάχιστη κατανόηση για αυτό. Ομως, 10 χρόνια μετά το Μινσκ-2, οι Ευρωπαίοι το κατάλαβαν επιτέλους, λέει.
Ο πρόεδρος της Φινλανδίας, Αλεξάντερ Στουμπς, είπε στους δημοσιογράφους την Τετάρτη ότι η Ουκρανία δεν πρέπει «σε καμία περίπτωση» να χάσει την κυριαρχία της και τα εδάφη της. Την ημέρα που Τραμπ και Πούτιν είχαν τη συζήτησή τους, το γερμανικό κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ μιας τεράστιας ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών – μια ακόμη ένδειξη ότι οι Ευρωπαίοι δεν παίρνουν έχουν πια εμπιστοσύνη στον Πούτιν, καταλήγει το άρθρο της καθηγήτριας Σύγχρονης Ιστορίας της Ευρώπης.
Πηγή: The Conversation

