Οκτώ μήνες έχουν περάσει από την τελευταία φορά που βρέθηκα στην πρώτη γραμμή. Αλλά συνειδητοποιώ πως ο πόλεμος χαρακωμάτων έχει πλέον αντικατασταθεί με πόλεμο μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Βρισκόμαστε σε ένα κέντρο διοίκησης, στα περίχωρα του Ποκρόβσκ – αυτού του ανατολικού προμαχώνα όπου οι Ρώσοι προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να διασπάσουν το μέτωπο. Εκεί, στο υπόγειο καταφύγιο ενός παλιού εργοστασίου, μια ντουζίνα στρατιώτες-τεχνικοί κάθονται μπροστά σε έναν τοίχο γεμάτο οθόνες υπολογιστών. Κάποιοι έχουν τα πρόσωπά τους ακάλυπτα. Αλλοι, με φούτερ και κουκούλες, συνομιλούν μέσω μικροφώνου με άνδρες των οποίων ακούς μόνο τις φωνές – τους χειριστές, στο πεδίο, των drones παρακολούθησης και επίθεσης.
Ξαφνικά, σε μία από τις οθόνες εμφανίζονται τρεις σιλουέτες. Κινούνται σε ένα χιονισμένο τοπίο, με λιγοστά δέντρα σε σειρές, χωρίς χαμηλή βλάστηση. Στο καταφύγιο επικρατεί σιωπή. Ο άνδρας με την κουκούλα επιλέγει τυχαία μία από τις σιλουέτες με το ποντίκι του. Την ακολουθεί. Τη χάνει. Ζουμάρει. Την ξαναβρίσκει. Δίνει τις συντεταγμένες της.
Η σιλουέτα χάνεται μέσα σε ένα σύννεφο γκρίζου, πιξελαρισμένου χιονιού. Επειτα το σύννεφο διαλύεται. Η σιλουέτα εμφανίζεται και πάλι, παραπατώντας. Εχει τραυματιστεί; Είναι απλώς ζαλισμένη από το σοκ;
Οι άλλες δύο πλησιάζουν. Οχι. Δεν σταματούν. Συνεχίζουν, παραπατώντας κι εκείνες, προς μια πιο πυκνή συστάδα δέντρων. Ο άνδρας με την κουκούλα δίνει άλλη μια εντολή στο μικρόφωνό του. Η πρώτη σιλουέτα σωριάζεται, με έναν σύντομο σπασμό, οι άλλες δύο στριμώχνονται ανάμεσα στις σημύδες.
Περνάει μία ώρα. «Θα πεθάνουν εκεί, από το ψύχος», λέει ο άνδρας με την κουκούλα. Και όταν, πράγματι, επιχειρούν να βγουν, εκείνος δεν βιάζεται, τους ακολουθεί, ψιθυρίζει μια τελευταία εντολή. Οταν ο καπνός διαλύεται, το μόνο που έχει απομείνει είναι δύο σκιές, σωριασμένες, σαν κομμένα δέντρα.

Σκηνή Πρώτη
Στο δάσος με τα σκλήθρα
Οταν γίνεσαι από κυνηγός, κυνηγημένος, δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι διαφυγής. Στην περίπτωση των συμβατικών drones, πρέπει να τοποθετήσεις κωνικές κεραίες –όπως κάναμε εμείς– στην οροφή του οχήματος, ώστε να παρεμποδιστεί η επικοινωνία τους με τον χειριστή. Αλλά για τα drones που είναι συνδεδεμένα με τον χειριστή τους μέσω οπτικής ίνας πολλών χιλιομέτρων –και που σήμερα αποτελούν τα δύο τρίτα του ρωσικού οπλοστασίου– η μόνη επιλογή είναι να οδηγείς ασταμάτητα, με σπασμένα φρένα, πάνω στους παγωμένους δρόμους που χάνονται κάτω από το χιόνι.
Και έπειτα, μόλις φθάσεις στον προορισμό σου, να καταφύγεις σε μια posadka – ένα από εκείνα τα παράξενα δάση χωρίς χαμηλή βλάστηση, μόνο με ψηλά, σχεδόν γυμνά σκλήθρα, φυτεμένα κατά τη σοβιετική εποχή για να προστατεύουν τα πλούσια, μαύρα εδάφη του Ντονμπάς από τους σφοδρούς ανέμους.
Εδώ δεν συναντάμε τρεις χαμένους Ρώσους στρατιώτες, αλλά πενήντα ανθρακωρύχους από το κλειστό ορυχείο του Ποκρόβσκ, που έχουν οκτώ μέρες και οκτώ νύχτες για να κατασκευάσουν ένα από αυτά τα οχυρά – φτιαγμένα από σκαμμένο και ανυψωμένο χώμα, θαμμένα μεταλλικά δίχτυα, χωνιά λαξευμένα στο χιόνι ή κώνους, μια τεχνική που μόνο οι Ουκρανοί γνωρίζουν τόσο καλά. Μια χορογραφία ανθρακωρύχων που έγιναν ξυλοκόποι. Μια ασταμάτητη ροή δέντρων που κόβονται με ηλεκτρικά πριόνια, όσο πιο μακριά γίνεται, κι έπειτα μεταφέρονται στις πλάτες των ανδρών.
Μόλις όμως ακουστεί ο βόμβος ενός drone, όλοι βρίσκουν καταφύγιο σε μια συστάδα χοντρότερων κορμών, γύρω από μια φωτιά που καίει ροκανίδια κομμένα με τσεκούρι από τους ίδιους κορμούς. Η εφευρετικότητα των Ουκρανών. Δεν μπορώ να μην ξαναφέρω στον νου μου τους τρεις Ρώσους στρατιώτες της προηγούμενης ημέρας, που βάδισαν σαν πρόβατα στη σφαγή.
Σκηνή Δεύτερη
Ο λιγομίλητος στρατηγός
Ο Ολεξάντρ Σίρσκι, αρχηγός των ουκρανικού στρατού, δεν έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που τον είδα, πριν από οκτώ μήνες, στο μέτωπο του Χάρκοβο. Τα ίδια ψηλά, γωνιώδη ζυγωματικά. Τα ίδια ελαφρώς σχιστά, γελαστά μάτια, τόσο βαθιά χωμένα στις αποστεωμένες κόγχες τους που μετά βίας διακρίνονται. Εχει το παράστημα ενός λιγομίλητου εκατόνταρχου, αποφεύγει τις συνεντεύξεις, και νιώθει άνετα μόνο εδώ, στην αυτοσχέδια, παγωμένη σκηνή διοίκησης, στα περίχωρα του Ποκρόβσκ, όπου μας ζήτησε να έρθουμε. Ο νικητής της μάχης του Κιέβου. Ο απελευθερωτής του Ιζιούμ. Ενας αξιωματικός με τη φήμη του σκληρού, που δεν λογαριάζει εύκολα τις απώλειες των στρατιωτών του.
Πάντα μου έκανε εντύπωση η τραχιά αδελφοσύνη του με τους άνδρες του –ο τρόπος που όταν τον περιμένουν, όπως σήμερα, στους μείον 10 βαθμούς, ακίνητοι σαν αγάλματα, σε στάση προσοχής μέσα στο χιόνι, τους διατάζει αμέσως να έρθουν κοντά του να προστατευθούν από το ψύχος– αλλά και η προτίμησή του να κινείται αδιάκοπα από προκεχωρημένο φυλάκιο σε προκεχωρημένο φυλάκιο, χωρίς ποτέ να απομακρύνεται από το πεδίο της μάχης.
Μόλις ακουστεί ο βόμβος ενός drone, όλοι βρίσκουν καταφύγιο σε μια συστάδα κορμών, γύρω από μια φωτιά που καίει ροκανίδια. Η εφευρετικότητα των Ουκρανών.
Oπως κάθε φορά, μου απαριθμεί τις άμεσες ανάγκες του: σήμερα, αν οι Αμερικανοί αποσυρθούν, θα χρειαστεί γαλλοϊταλικούς πύραυλους SAMP-T. Και όπως κάθε φορά, στέλνει ένα μήνυμα στον πρόεδρο Μακρόν: «Είμαστε έτοιμοι. Οι πιλότοι μας έχουν εκπαιδευτεί. Και τα Mirage σας, από σήμερα το πρωί –πραγματικά από σήμερα το πρωί– είναι επιχειρησιακά και βρίσκονται στον αέρα». Κι έπειτα… ξεσπά σε γέλια, και τα μάτια του στενεύουν ακόμα πιο πολύ… Δεν μπορεί να μου πει πολλά – αλλά, σε όσους στη Δύση μιλούν για μια Ουκρανία γονατισμένη, ετοιμάζει μια έκπληξη. Την τελευταία φορά που τον είδα να μιλάει και να γελάει έτσι, ήταν λίγο πριν από τη σαρωτική επίθεσή του στην περιοχή του Κουρσκ, μέσα στη ρωσική επικράτεια…
Σκηνή Τρίτη
Η «σμηναγός» των drones
Η Οξάνα είναι 21 ετών. Μικροσκοπική. Καχεκτική. Κι όμως, με το παιδικό της σουλούπι και τα μακριά κόκκινα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά, διοικεί μια μονάδα χειριστών drones –όλοι άνδρες– που, μαζί με το ουκρανικό πεζικό, αναχαιτίζουν τη ρωσική επίθεση στο Ποκρόβσκ.
Στην κανονική ζωή είναι ποιήτρια. Ναι, ποιήτρια. Eχει δύο συλλογές έτοιμες για έκδοση, που ο πόλεμος καθυστέρησε. Υπάρχει άραγε άλλη χώρα στον κόσμο, πέρα από την πατρίδα του Ταράς Σεβτσένκο, όπου μια νεαρή πολέμαρχος –σχεδόν παιδί– μπορεί να σου πει, έτσι, απλά, σε μια σκηνή στο βάθος ενός παγωμένου καταφυγίου, όπου ζήτησε να σερβίρουν τσάι και μπισκότα: «Πολεμάω εδώ και τρία χρόνια. Διοικούσα μια μονάδα πυροβολικού. Τραυματίστηκα σοβαρά. Τώρα διοικώ αυτή τη μονάδα χειριστών drones. Αλλά, στην πραγματικότητα, είμαι ποιήτρια»;
Ομως υπάρχει και κάτι άλλο, πιο συγκλονιστικό. Ξαφνικά η φωνή της χαμηλώνει. Το βλέμμα της χάνεται για μια στιγμή. Επιστρέφει. Τα μεγάλα, αυστηρά, πράσινα μάτια της είναι τώρα βουρκωμένα. Το όμορφο στόμα της συσπάται, πριν σχηματίσει ένα μισό χαμόγελο. Είχε έναν αρραβωνιαστικό. Τον έλεγαν Μαξίμ. Ηταν κι εκείνος ποιητής. Ετσι γνωρίστηκαν άλλωστε. Ετσι ονειρεύονταν το μέλλον τους – ως ζευγάρι ποιητών. Ομως εκείνος σκοτώθηκε στη μάχη, εδώ, πριν από λίγες εβδομάδες. Και το μόνο που της έχει απομείνει στη ζωή –την τόσο μεγάλη, αλλά τώρα τόσο άδεια– είναι ένας μοναδικός σκοπός. Ή, μάλλον, δύο. Η υπεράσπιση της Ουκρανίας. Και η υπεράσπιση του έργου του Μαξίμ.

Σκηνή Τέταρτη
Βλέποντας τον Τραμπ από το μέτωπο
Αυτή η σκηνή θα έπρεπε να είχε τοποθετηθεί νωρίτερα στην αφήγηση. Αλλά τα διηγούμαι όπως μου έρχονται στο μυαλό. Βρισκόμαστε ακόμα γύρω από το Ποκρόβσκ, σε ένα γιγαντιαίο υπόστεγο που έχει μετατραπεί σε συνεργείο επισκευής αρμάτων μάχης και λοιπών οχημάτων. Κακός φωτισμός. Παλιοσίδερα και σκουριά. Μισοκατεστραμμένα οχήματα, αποσυναρμολογημένα, διάσπαρτα στον χώρο, γύρω από τα οποία δουλεύουν μηχανικοί με χέρια γεμάτα γράσο, εξετάζοντας τα απομεινάρια ενός κινητήρα, μια πλάκα θωράκισης που άντεξε, ένα ατσάλινο πριτσίνι που μπορεί ακόμη να χρησιμοποιηθεί.
Και ξαφνικά, όλα σταματούν. Στις δύο άκρες του υπόστεγου έχουν τοποθετηθεί οθόνες ώστε οι άνδρες να μπορούν να παρακολουθήσουν, σε ζωντανή παγκόσμια μετάδοση, τη συνάντηση του Τραμπ με τον πρόεδρό τους. Στην αρχή, όσο μιλάει ο Ζελένσκι, οι «χειρουργοί» των αρμάτων είναι ικανοποιημένοι. Τον βλέπουν άνετο, καλό αγγελιοφόρο του πόνου και του ηρωισμού τους.
Υστερα, όταν παίρνουν τον λόγο οι δύο Αμερικανοί, διακόπτοντάς τον και προσβάλλοντάς τον, δεν λένε τίποτα. Στα πρόσωπά τους όμως διακρίνεται ένα μείγμα έκπληξης (για την τόση χυδαιότητα…), φόβου (γιατί αυτοί ξέρουν, εκεί, μέσα στο γράσο και στο αίμα, πόσο πολύτιμη είναι η ξένη βοήθεια…), αλλά και υπερηφάνειας (γιατί αυτός ο νεαρός πρόεδρος, που στέκεται όρθιος απέναντι στους πιο ισχυρούς άνδρες του κόσμου, ενσαρκώνει την ήρεμη, γεμάτη ειρωνεία τόλμη που στα ουκρανικά λέγεται nakhabstvo και στα γίντις, chutzpah – και είναι μια από τις πιο πολύτιμες αρετές αυτού του τόπου). Δεν ξέρω αν οι σύμμαχοί του θα μπορέσουν να σταθούν στο ύψος του προέδρου Ζελένσκι. Αλλά ξέρω πως με αυτό το αταλάντευτο μείγμα ειρωνείας, ψυχραιμίας και περιφρόνησης για την ανθρώπινη μικροπρέπεια, ο Ζελένσκι μόλις έγινε, ξανά, θρύλος αυτού του αιώνα.
Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί είναι φιλόσοφος και δημοσιογράφος.
______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Ουκρανοί χειριστές drone σε καταφύγιο, στα ανατολικά του Ντονέτσκ. «Ο πόλεμος χαρακωμάτων έχει πλέον αντικατασταθεί με πόλεμο μη επανδρωμένων αεροσκαφών», γράφει ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί. [Finbarr OΥReilly / The New York Times]

