Συνελήφθησαν, κρατήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικά απελάθηκαν. Δύο Γερμανοί τουρίστες που προσφάτως προσπάθησαν να εισέλθουν στις Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκαν μπλεγμένοι στο δαιδαλώδες σύστημα που έχει στήσει ο Ντόναλντ Τραμπ στην προσπάθειά του να αδειάσει μαζικά τη χώρα από μετανάστες και πρόσφυγες. Ο λόγος για την Τζέσικα Μπρος που κρατήθηκε 46 ημέρες και τον Λούκας Σιέλαφ που κρατήθηκε για 16. Η υπόθεσή τους κυκλοφόρησε ευρέως στις γερμανικές εφημερίδες ως μια ιστορία που περιγράφει λεπτομερώς το πώς ένας ταξιδιώτης μπορεί να βρεθεί μπλεγμένος στα δίχτυα της αντιμεταναστευτικής πολιτικής του Λευκού Οίκου.
Οι τουρίστες από τις ευρωπαϊκές χώρες μπορούν σε γενικές γραμμές να ταξιδέψουν στις ΗΠΑ χωρίς βίζα για 90 ημέρες. Ομως ο Σιέλαφ και η Μπρος εμποδίστηκαν αμέσως από τους συνοριοφύλακες στην πύλη εισόδου του Σαν Ισίδορο, μεταξύ του Σαν Ντιέγκο και της Τιχουάνα. Εκεί τους ανακοινώθηκε ότι δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στις ΗΠΑ και εστάλησαν σε ένα κατάμεστο κέντρο κράτησης.
Ο Σιέλαφ δήλωσε πως του αρνήθηκαν έναν μεταφραστή κι έτσι δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς του συμβαίνει. Οι φίλοι της Μπρος υποστήριξαν ότι κρατήθηκε στην απομόνωση για εννέα ημέρες. Σύμφωνα με τις προσωπικές μαρτυρίες τους, και οι δύο επέστρεψαν αεροπορικώς στη Γερμανία χωρίς να τους γνωστοποιηθεί ο λόγος της απέλασης, αλλά ούτε και της κράτησης.
«Μερικές φορές ξυπνάω στη μέση της νύχτας γιατί βλέπω εφιάλτες με όσα συνέβησαν», δήλωσε ο 25χρονος Σιέλαφ. «Σηκώνομαι και πηγαίνω περιπάτους για να ηρεμήσω».
Φίλοι της 29χρονης Μπρος, που εργάζεται ως δημιουργός τατουάζ, υποθέτουν πως οι Αρχές είδαν τα εργαλεία της δουλειάς της στις αποσκευές και υπέθεσαν πως σκοπεύει να εργαστεί παράνομα στη χώρα. Μετά τη σύλληψή της μεταφέρθηκε στο κέντρο κράτησης Οτάι Μέσα, στο Σαν Ντιέγκο. Λίγο μετά μεταφέρθηκε στην απομόνωση για εννέα ημέρες, ενώ η συνολική της παραμονή στο κέντρο διήρκεσε έξι εβδομάδες. «Κανείς δεν της είπε ποτέ τι συμβαίνει, αυτό το πράγμα κόντεψε να την τρελάνει», σχολίασε η φίλη της, Νικίτα Λόφβινγκ. «Της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί, πέρασε όλα της βράδια κλαίγοντας». Τελικά επέστρεψε στη Γερμανία την Τετάρτη.
«Δεν είναι σε θέση να δώσει συνέντευξη αυτή τη στιγμή. Θα χρειαστεί λίγες ημέρες για να αναρρώσει, αλλά θέλει να μιλήσει όταν θα έχει φάει και θα έχει κοιμηθεί και πιθανώς θα έχει κλάψει λίγο στην αγκαλιά της μαμάς της», δήλωσε η φίλη της.
Από την πλευρά του ο Σιέλαφ δήλωσε ότι είχε ταξιδέψει στις ΗΠΑ στις 27 Ιανουαρίου για να δει τη σύντροφό του, Αμερικανίδα πολίτη, που ζει στο Λας Βέγκας και εργάζεται ως ψυχολόγος. Τρεις εβδομάδες αργότερα πήγαν στην Τιχουάνα για ιατρική περίθαλψη του σκύλου τους, αλλά όταν προσπάθησαν να επιστρέψουν, εμποδίστηκαν.
Μετά βίας μπορούσε να ακούσει (και να καταλάβει) τον αξιωματικό του συνοριακού ελέγχου που τον ανέκρινε φωνάζοντας, και έδωσε μια μπερδεμένη απάντηση. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως οι φύλακες ρώτησαν για τον τόπο διαμονής του, υπονοώντας ότι ζούσε παράνομα στις ΗΠΑ. «Είπα ότι δεν ζω εδώ και πρέπει να επιστρέψω στη Γερμανία πριν από τις 90 ημέρες και δεν με άκουσαν καν», δήλωσε.
Μετά από περισσότερο από μία ώρα ανάκρισης, του αρνήθηκαν την επανείσοδο στις ΗΠΑ και τον αλυσόδεσαν σε έναν πάγκο μαζί με άλλους ταξιδιώτες.
Η σύντροφός του δήλωσε σε ξεχωριστή συνέντευξή της ότι προσπαθούσε επίσης να πάρει απαντήσεις από τους αξιωματούχους. Σε απάντηση, είπε, της έψαξαν το αυτοκίνητο και όταν εξέφρασε αντιρρήσεις, δύο ογκώδεις υπάλληλοι της υπηρεσίας μετανάστευσης (ICE) τη συνέλαβαν και την οδήγησαν σε ξεχωριστό δωμάτιο, όπου υποβλήθηκε σε εξευτελιστική σωματική έρευνα.
Εκτοτε τηλεφωνούσε καθημερινά στις Αρχές του υπουργείου μετανάστευσης, προσέλαβε δικηγόρους που επίσης τους τηλεφωνούσαν, έδωσε συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης και απευθύνθηκε επανειλημμένως στο γερμανικό προξενείο της πόλης. Τελικά, την περασμένη εβδομάδα επετράπη στον Σιέλαφ η οικειοθελής απέλαση, με μια πτήση που του κόστισε 2.744 δολάρια και πλήρωσε με δικά του χρήματα.

