Νέο κανονισμό για τις «επιστροφές» μεταναστών παρουσίασε χθες η Κομισιόν, που εάν εγκριθεί, θα επιτρέπει πλέον στα κράτη-μέλη να μεταφέρουν σε τρίτες χώρες εκείνους που αιτήσεις ασύλου τους έχουν απορριφθεί.
Πρόκειται επί της ουσίας για «απάντηση» της Κομισιόν έναντι των αιτημάτων κρατών-μελών να εξευρεθούν «καινοτόμες» λύσεις, ώστε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της μη επιστροφής παρά μόνο του 20% (2023) εκείνων που αιτήσεις τους απορρίπτονται από την Ε.Ε. Ηδη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Οκτωβρίου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ζητούσαν να διερευνηθούν «νέοι τρόποι πρόληψης και αντιμετώπισης της παράτυπης μετανάστευσης».
Τι προβλέπει ο κανονισμός
Αν και ο κανονισμός «σηματοδοτεί» στροφή στη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., η Κομισιόν δεν πρόκειται να δημιουργήσει πανευρωπαϊκό πρόγραμμα κατασκευής των λεγόμενων «κόμβων επιστροφής». Θέτει, ωστόσο, το νομικό πλαίσιο, ώστε να επιτρέψει στα κράτη-μέλη να πετύχουν συμφωνίες με τρίτες χώρες, που θα «φιλοξενήσουν» τους παράτυπους μετανάστες. Ξεκαθαρίζεται, εξάλλου, ότι η μεταφορά τους σε τρίτες χώρες θα αφορά μόνο εκείνους για τους οποίους έχουν εξαντληθεί όλα τα νομικά περιθώρια και υπάρχει οριστική απόφαση επιστροφής.
«Δημιουργούμε το νομικό πλαίσιο, δεν δημιουργούμε το περιεχόμενο», τόνισε ο αρμόδιος επίτροπος Μετανάστευσης Μάγκνους Μπρούνερ και πρόσθεσε ότι πρόκειται για «μια καινοτόμο, νέα λύση για τα κράτη μέλη».
Ο επίτροπος εξάλλου επισήμανε πως πλέον θα διερευνηθεί τι λειτουργεί και τι όχι βάσει του νέου κανονισμού. «Ας δούμε εάν λειτουργεί ή όχι. Ας είμαστε ανοιχτόμυαλοι έναντι των ιδεών αυτών. Η δυνατότητα κόμβων επιστροφής είναι κάτι νέο, διαφορετικό, που μπορούμε να διερευνήσουμε με τα κράτη-μέλη», επισήμανε.
Βάσει των σημερινών κανόνων, τα κράτη-μέλη μπορούν να επιστρέψουν εκείνους των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί είτε στις χώρες καταγωγής τους ή σε χώρες διέλευσης με τις οποίες υπάρχει συμφωνία επανεισδοχής ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, εάν ο παράτυπος μετανάστης συναινέσει.
Με τον νέο κανονισμό, η Κομισιόν ανοίγει τον δρόμο στα κράτη-μέλη να συνάψουν συμφωνίες με τρίτες χώρες αλλά και να κατασκευάσουν «κόμβους επιστροφών» εκτός Ε.Ε. Διευκρινίζεται πάντως από αρμόδιες πηγές ότι η Κομισιόν δεν θα αναλάβει ούτε την κατασκευή ούτε τη διαχείριση των εν λόγω «κέντρων» και επαφίεται στα κράτη-μέλη να αναλάβουν και το κόστος και τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. θα ελέγχει τις συμφωνίες, ώστε να διαπιστώνει εάν συνάδουν με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Παράλληλα, ο κανονισμός αναφέρεται σε έναν ανεξάρτητο «μηχανισμό» παρακολούθησης της αποτελεσματικής εφαρμογής της όποιας συμφωνίας, ενώ εξαιρεί τους ασυνόδευτους ανήλικες και τις οικογένειες με παιδιά.
Ουσιαστικά, η Κομισιόν εισηγείται μια πανευρωπαϊκή εντολή επιστροφής (EU Return Order) που θα αναγνωρίζεται δηλαδή και στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε., ώστε να μην μπορούν πλέον όσοι απορρίπτονται οι αιτήσεις τους να πηγαίνουν σε άλλες χώρες και να ξεκινούν από την αρχή νέα διαδικασία παροχής ασύλου.
Πού στοχεύει
Παρέχει διάφορα «εργαλεία» όπως και διευρυμένες δυνατότητες κράτησης εκείνων που θεωρούνται επικίνδυνοι για την ασφάλεια, ενώ θα εφαρμόζεται πλέον αυτόματη απαγόρευση εισόδου καθιστώντας την επανεισδοχή των συγκεκριμένων ατόμων σε άλλα κράτη-μέλη αδύνατη.
Ο νέος κανονισμός στοχεύει να καλύψει ένα «κενό» του νέου Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο, που εγκρίθηκε πέρυσι από την Ε.Ε. ύστερα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις.
Για χρόνια, η Ε.Ε. προσπαθεί να επιταχύνει το ποσοστό αποτελεσματικών απελάσεων, που ωστόσο παραμένει ακόμα χαμηλά, καθώς μόλις ένας στους πέντε αποχωρεί εθελοντικά από το μπλοκ.
«Αυτό δεν είναι αποδεκτό για εμάς», τόνισε ο αρμόδιος επίτροπος για το γεγονός ότι ένας στους πέντε παράτυπους μετανάστες τελικά επιστρέφει εθελοντικά. «Οι κοινωνίες μας δεν μπορούν και δεν θα το ανεχτούν αυτό. Πρέπει να γίνει κάτι για να διασφαλιστεί η ικανότητά μας να χορηγούμε άσυλο σε όσους έχουν ανάγκη και να διαφυλάξουμε την εμπιστοσύνη του κοινού σε μια ανοιχτή και ανεκτική κοινωνία», είπε χαρακτηριστικά.
Ο νέος κανονισμός θα πρέπει να εγκριθεί πλέον από το Ευρωκοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

