Μπορεί στ’ αλήθεια η Ευρώπη να αποκτήσει αυτόνομη αμυντική ικανότητα; Μπορεί να συγκεντρώσει μόνη της μια ικανή ειρηνευτική δύναμη έπειτα από μια συνθηκολόγηση στην Ουκρανία; Τα ερωτήματα αυτά έχουν προσλάβει σημασία υπαρξιακού στοιχήματος για την Ε.Ε. Επί της αρχής, η Ευρώπη διαθέτει τα μέσα για τη δημιουργία μιας αποτρεπτικής στρατιωτικής ικανότητας. Υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να τα αθροίσει. Αλλά, ακόμη κι αν μπορέσει, θα προλάβει; Εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ένα project με ορίζοντα δεκαετίας.
«Θεωρητικά, η αμυντική αυτονόμηση της Ευρώπης είναι απολύτως εφικτή. Το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα. Η στρατηγική αυτονομία θα πάρει χρόνο, τον οποίο η Ε.Ε. και η Ουκρανία δεν φαίνεται να διαθέτουν, γεγονός που μπορεί να τους κοστίσει ακριβά, δεδομένου ότι θα αναγκαστούν να “αγοράσουν προστασία” από τις ΗΠΑ», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Κ» ο Γιάκομπ Ρος, συνεργάτης ερευνητής στο German Council on Foreign Relations – DGAP.
Λεφτά υπάρχουν
Φαίνεται, πάντως, πως λεφτά υπάρχουν για να καλύψουν τις ανάγκες που γεννά η στρατηγική απόφαση της αμυντικής αυτονόμησης. «Eχει μετρηθεί ότι, για να αποκτήσει επαρκή στρατιωτική ικανότητα η Ε.Ε. θα πρέπει να δαπανά ετησίως για την άμυνα 3,3% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,4% του ΑΕΠ επιπλέον από το 1,9% του ΑΕΠ που δαπανά σήμερα. Στο επίπεδο αυτό κινούνται και οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ, που σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα ανέρχονται στο 3,4% του ΑΕΠ. Το ποσό σε αυτήν την περίπτωση θα είναι υψηλό, αλλά θα βρίσκεται εντός της οικονομικής ισχύος της Ευρώπης. Για την ακρίβεια, είναι απολύτως συγκρίσιμο με τις δαπάνες σε άλλες περιόδους κρίσεων: τα κράτη-μέλη διέθεσαν από 0,5% έως 7% του ΑΕΠ για την ενεργειακή κρίση και από 0,4% έως 8,3% του ΑΕΠ για την πανδημία, δημιουργώντας μάλιστα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που ανήλθε σε σχεδόν 5% του ΑΕΠ επιπλέον για επτά χρόνια. Oμως αυτό που χρειάζεται η Ε.Ε. είναι η σύμπνοια και ο συντονισμός για ένα συνδυασμό χρηματοδοτικών μέσων που θα υλοποιήσουν τον στόχο. Το ενδιαφέρον είναι ότι μέσα στην κρίση υπάρχει και μια ευκαιρία. Οι ρυθμοί ανάπτυξης στην Ε.Ε. είναι σαφώς χαμηλοί. Μια ένεση δαπανών της τάξης του 1,4% του ΑΕΠ ετησίως, έστω βραχυπρόθεσμα, θα δώσει αναπόφευκτα μεγάλη ώθηση στην οικονομία. Θα επιταχύνει επίσης τις επενδύσεις στην καινοτομία. Η ενίσχυση της ζήτησης και της καινοτομίας είναι στοιχεία που περιλαμβάνει και η έκθεση Ντράγκι για την οικονομική ανάταση της Ε.Ε. Η ανάπτυξη μέσα από την άμυνα δεν είναι το ιδανικό μοντέλο μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, όμως, θα τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία και άλλωστε είναι αναπόφευκτη υπό τις παρούσες γεωπολιτικές συνθήκες», τονίζει στην «Κ» η Μαρία Δεμερτζή, ανώτατη οικονομολόγος στο The Conference Board. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Aμυνας – EDA, το 2024 η Ε.Ε. δαπάνησε για την άμυνα 326 δισ. ευρώ, ποσό που ήταν μάλιστα αυξημένο κατά 30% από το 2021.
Το πρώτο βήμα
«Το πιο επείγον είναι να αυξηθεί το μέγεθος των ευρωπαϊκών χερσαίων δυνάμεων. Η Ουκρανία είχε τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στην Ευρώπη τον Φεβρουάριο του 2022 και αυτός είναι ο λόγος που κατάφερε να αντισταθεί τόσο αποτελεσματικά στη ρωσική εισβολή. Eτσι, η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής χερσαίας δύναμης αρκετά μεγάλης ώστε να δώσει σήμα στη Μόσχα ότι μια εισβολή πιθανότατα θα αποτύχει είναι το πρώτο και πιο σημαντικό μέρος της αποτροπής περαιτέρω ρωσικής επιθετικότητας. Επιπλέον, η λήψη στα σοβαρά της ευρωπαϊκής άμυνας θα θεωρηθεί πολύ θετικό μήνυμα στην Ουάσιγκτον. Θα έλεγα ότι η διατήρηση της δυναμικής θα είναι μια πρόκληση. Πολλά θα εξαρτηθούν επίσης από τις συζητήσεις στην επόμενη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και από το εάν οι ΗΠΑ θα αποσύρουν πραγματικά τις δυνάμεις τους ή εάν όλα αυτά είναι απλώς περισσότερo ρητορική από την κυβέρνηση Τραμπ», επισημαίνει στην «Κ» ο Αλεξάντρ Μπουρίλκοφ, διευθυντής Eρευνας στο GLOBSEC GeoTech Center, βασικός συντάκτης πρόσφατης έκθεσης του Bruegel, η οποία κατέδειξε ότι προκειμένου η Ε.Ε. να αποκτήσει αξιόπιστα αποτρεπτική στρατιωτική ικανότητα θα χρειαστεί να αυξήσει κατά 300.000 τους στρατιώτες της και κατά 250 δισ. ευρώ τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες της. Η Ευρώπη θα χρειαστεί να σχηματίσει 50 νέες ταξιαρχίες και βαριές μονάδες με τεθωρακισμένα, αν θέλει να συγκριθεί με τους 300.000 Αμερικανούς στρατιώτες που εκτιμάται ότι θα αναπτύσσονταν σε έναν πόλεμο στην ήπειρο. Θα χρειαζόταν επίσης 1.400 τανκς για να αποτρέψει μια ρωσική επίθεση στα κράτη της Βαλτικής.
Προκειμένου να αποκτήσει αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα η Ε.Ε. θα χρειαστεί να αυξήσει κατά 300.000 τους στρατιώτες της και κατά 250 δισ. ευρώ τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες της.
«Το πρώτο ιδανικό βήμα για τους Ευρωπαίους είναι να αποδείξουν ότι μπορούν να εγγυηθούν αυτόνομα την ασφάλεια της Ουκρανίας, αν επιτευχθεί σύντομα συμφωνία κατάπαυσης του πυρός μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει τη μόνιμη αποστολή μάχιμων στρατευμάτων στην Ουκρανία, πιθανώς μέσω των δομών του ΝΑΤΟ, αλλά χωρίς τις εγγυήσεις του άρθρου 5 της συλλογικής ρήτρας άμυνας και επομένως χωρίς τις εγγυήσεις των ΗΠΑ», μας είπε ο Γιάκομπ Ρος του German Council on Foreign Relations.
Και με το Λονδίνο
Στο μεταξύ, η χημεία του Ντόναλντ Τραμπ με την κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον Κιρ Στάρμερ ενδεχομένως ευνοεί τη σύμπραξη με τη Βρετανία ανεξάρτητα από τη μορφή που μπορεί να λάβει. «Εάν οι Ευρωπαίοι ηγέτες συνεννοηθούν και συμφωνήσουν ότι θέλουν να δώσουν αληθινή πνοή στην έννοια της στρατηγικής αυτονομίας, θα πρέπει να συμπεριλάβουν στις συζητήσεις το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και άλλα ενδιαφερόμενα ευρωπαϊκά κράτη που δεν είναι μέλη της Ε.Ε. Εναλλακτικά, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν επιθυμεί να συμμετάσχει επίσημα, η Ε.Ε. θα πρέπει να μεριμνήσει τουλάχιστον για στενή διαβούλευση και εναρμόνιση των προσπαθειών με το Ηνωμένο Βασίλειο», επισημαίνει στην «Κ» η Εύα Μάικλς, από το Ινστιτούτο Ασφάλειας και Παγκόσμιων Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν. Αναφέρεται δε στο μομέντουμ για την Ευρώπη, παρά τον χρόνο που χάθηκε: «Οι ηγέτες της Ε.Ε. περίμεναν τις εκλογές στις ΗΠΑ και μέχρι τότε δεν ήθελαν να εκπέμψουν ότι αυτονομία σημαίνει αυτονόμηση από τις ΗΠΑ – μιλούσαν συγκεκριμένα για ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα του ΝΑΤΟ. Τώρα συνειδητοποίησαν ότι οι ΗΠΑ είναι πλέον περισσότερο απειλή και λιγότερο αξιόπιστος εταίρος. Δεν ήθελαν να δουν αυτό το σενάριο να έρχεται. Είχαν χρόνια να προετοιμαστούν, όμως δεν τα αξιοποίησαν. Σήμερα, τα σημάδια που έρχονται από τη Γερμανία είναι πιο ενθαρρυντικά από πριν και ο Μακρόν, παρότι από την άποψη της εσωτερικής πολιτικής είναι “κουτσό άλογο”, ευτυχώς δεν συμπεριφέρεται σαν τέτοιο στην παγκόσμια σκηνή».
Υπάρχουν σε κάθε περίπτωση διαπραγματευτικά εργαλεία στα χέρια των Ευρωπαίων, με τα οποία θα μπορούσαν να πείσουν την Ουάσιγκτον ότι έχει κάθε λόγο να εμπλακεί και η ίδια στην προσπάθεια της αμυντικής αυτονόμησης, με οφέλη και για τις δύο πλευρές. «Η διατλαντική σχέση ασφάλειας είναι βασικός παράγοντας συνεργασίας όσον αφορά την Κίνα. Mια απότομη ανάκληση της αμερικανικής δέσμευσης στην ευρωπαϊκή ασφάλεια θα οδηγήσει σε μεγάλο ρήγμα και θα μειώσει τις πιθανότητες να ακολουθήσουν τα ευρωπαϊκά έθνη την πολιτική των ΗΠΑ στην Κίνα. Επιπλέον, θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των αμερικανικών πωλήσεων όπλων στην Ευρώπη, καθώς τα ευρωπαϊκά έθνη θα επιδιώξουν να αγοράσουν ευρωπαϊκά όπλα. Η κατάργηση των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας θα σημαίνει επίσης ότι η Ευρώπη θα έχει λιγότερους ενδοιασμούς να “χτυπήσει” τη βιομηχανία των ΗΠΑ σε τομείς όπως οι εταιρείες τεχνολογίας και τα social media. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν θα πρέπει να αποσύρει τις ΗΠΑ χωρίς προηγουμένως να στοχεύσει στην αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Πρακτικά, η κυβέρνηση Τραμπ θα πρέπει να καλέσει τα ευρωπαϊκά έθνη να δημιουργήσουν έναν ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ. Μεμονωμένες ευρωπαϊκές χώρες, ειδικά εκείνες της Ανατολικής Ευρώπης, που ανησυχούν περισσότερο για την ασφάλειά τους, είναι πιθανό να προσεγγίσουν τον πρόεδρο για να συνάψουν συμφωνίες προκειμένου να διατηρήσουν τη δέσμευση των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επιτρέψει στην Ευρώπη να γίνει όχι μόνον ισχυρότερη, αλλά και πιο ικανός και αποτελεσματικός εταίρος των ΗΠΑ», τονίζει στην «Κ» ο Μαξ Μπέργκμαν, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Προγράμματος στο Center for Strategic and International Studies – CSIS.
Τα εμπόδια
Η ταχύτητα των εξελίξεων όπως τις δρομολογεί η κυβέρνηση Τραμπ σε ανοιχτή γραμμή με τον Πούτιν, η άνοδος των λαϊκιστικών και δη ακροδεξιών κομμάτων που εμποδίζει την περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση, ακόμη και το υψηλό ενεργειακό κόστος που αποτελεί αντικίνητρο για τη βιομηχανική παραγωγή κλίμακας στην Ευρώπη, είναι κάποια από τα «αγκάθια» στον δρόμο της στρατηγικής αυτονομίας. Ομως πάνω απ’ όλα βρίσκεται η δομική κωλυσιεργία της Ε.Ε. ως μιας ένωσης διαφορετικών κρατών και ενίοτε διαφορετικών συμφερόντων και αντιλήψεων.
Καίριο και περίπλοκο είναι το ερώτημα που αφορά στο ευαίσθητο θέμα της πυρηνικής αποτροπής. Η αποχώρηση από την πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ θα ήταν ούτως ή άλλως μια τεράστια απόφαση, στον βαθμό που θα είναι στο χέρι της, και η δημιουργία μιας εναλλακτικής θα απαιτούσε χρόνια.
«Ο Μακρόν είχε καλέσει τους Γερμανούς και τους Ευρωπαίους εταίρους να ξεκινήσουν στρατηγικό διάλογο ήδη το 2017. Τουλάχιστον ας μη χαθεί άλλος χρόνος τώρα. Μια βασική ομάδα ευρωπαϊκών κρατών (πιθανώς Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία + Βρετανία) θα μπορούσε να βρεθεί στο επίκεντρο, μαζί και με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είναι πρόθυμες», αναφέρει ο Γιάκομπ Ρος του GDAP, ο οποίος αδυνατεί να κρύψει την απογοήτευσή του για τους χρόνους και την αποτελεσματικότητα της Ε.Ε.: «Ει δυνατόν, το πλαίσιο αυτού του διαλόγου θα πρέπει να είναι το ΝΑΤΟ, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν η υποδομή και οι τυποποιημένες διαδικασίες που ήδη υπάρχουν. Η Ε.Ε. θα πρέπει ίσως να μείνει εκτός αυτής της διαδικασίας, καθώς τα τελευταία χρόνια κατέστη σαφές ότι η Ενωση των «27» ήταν ανίκανη να προχωρήσει αποφασιστικά όσον αφορά την αμυντική πολιτική».

Και με το Λονδίνο