Η Ειρήνη και η Γιούλια είναι δύο γυναίκες από την Ουκρανία. Η πρώτη μένει στη Βίνιτσα (σ.σ. σημείο που δεν έχει δεχθεί μεγάλες επιθέσεις) οπότε δεν έφυγε από τη χώρα της, η δεύτερη είναι από τη Χερσώνα και έτσι αναγκάστηκε να έρθει στην Ελλάδα. Τρία χρόνια από εκείνο το τρομερό πρωινό της 24ης Φεβρουαρίου 2022 οι εμπειρίες τους είναι πολύ διαφορετικές. Ομως σε ένα συμφωνούν: Ο πόλεμος σε μαθαίνει να μη σκέφτεσαι το αύριο, να μη σχεδιάζεις. Να χαίρεσαι μόνο που είσαι ζωντανός μία ακόμα μέρα.
Στις 23 Φεβρουαρίου 2022 η Ειρήνη παντρεύτηκε με τον αγαπημένο της. Εκείνος έλεγε ότι μπορεί να γίνει πόλεμος, αλλά η ίδια δεν το πίστευε. Εκείνο το βράδυ, μετά τον γάμο, έκαναν μια μικρή οικογενειακή συγκέντρωση και έτσι έπεσαν για ύπνο πιο αργά από ό,τι συνήθως. Το επόμενο πρωί ξύπνησαν από τον θόρυβο των βομβαρδισμών. Οι βόμβες έπεφταν σε στρατόπεδο αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη Βίνιτσα, το μέρος όπου μένουν στο κέντρο της Ουκρανίας. Ακολούθησαν δεκάδες τηλεφωνήματα από συγγενείς και φίλους. Λίγη ώρα μετά συνειδητοποίησαν ότι ο πόλεμος ήταν γεγονός: Η Ρωσία βομβάρδιζε την Ουκρανία.
«Λέγαμε μεταξύ μας ότι δεν θα κρατήσει πάνω από δύο εβδομάδες. Ντύθηκα όπως κάθε μέρα και πήγα στη δουλειά», διηγείται στην «Κ» με αφορμή τα τρία χρόνια από εκείνη την ημέρα. Δούλευε –ακόμη δουλεύει κατά κάποιον τρόπο– σε εταιρεία αρχιτεκτονικής και φροντίδας κήπων. Το πρόσωπό της, που το βλέπω μέσω βιντεοκλήσης, αλλάζει έκφραση σταδιακά.
«Το πιο σημαντικό είναι που είμαστε ζωντανοί», λέει η Ειρήνη που έμεινε στην Ουκρανία – «Κανένας δεν το πίστευε πραγματικά, έως ότου ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί», σημειώνει η Γιούλια που ζει στην Ελλάδα.
«Στη δουλειά υπήρχε κάποιος που ήταν υψηλόβαθμος στον ουκρανικό στρατό. Μας προσγείωσε: εξήγησε ότι αν αντιδράσουμε θα κρατήσει ο πόλεμος. “Θα πάνε στο Κίεβο”, μας είπε. “Οπωσδήποτε θα πάνε στο Κίεβο”». Το επόμενο χρονικό διάστημα αποφάσισαν, σε συνεργασία με τον ιδιοκτήτη, να εργάζονται λίγες ημέρες ο καθένας, «υπήρχαν ακόμα παραγγελίες που έτρεχαν», θυμάται. Παράλληλα οργανώθηκαν για να βοηθήσουν όπως μπορούν τον στρατό της Ουκρανίας. «Μεταφέραμε φάρμακα, τρόφιμα, ακόμα και αυτοκίνητα για τον στρατό», λέει.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά, το φυτώριο ακόμα λειτουργεί και εκείνη εξακολουθεί να εργάζεται. Ο μισθός της έχει μειωθεί και οι τιμές των αγαθών έχουν αυξηθεί. «Υπάρχουν τρόφιμα στα μαγαζιά, αλλά συχνά δεν έχουμε τα χρήματα που χρειάζονται για να τα αγοράσουμε. Το πιο σημαντικό είναι που είμαστε ζωντανοί, αυτό είναι το μόνο που σκεφτόμαστε, γιατί πολλοί νέοι άνθρωποι, φίλοι, συγγενείς, απλοί γνωστοί δεν υπάρχουν πια». Σε δύο μήνες θα γεννήσει το πρώτο της παιδί. Τι σκέφτεται για την επόμενη μέρα; Διστάζει λίγο, η ερώτηση την ξάφνιασε. «Θα ήθελα πολύ να γίνουν όλα όπως παλιά, να γυρίσουμε πίσω. Αλλά έχω σταματήσει να σχεδιάζω, να ονειρεύομαι, να περιμένω. Οπως έρθει η κάθε μέρα. Αρκεί να ζούμε».
Η Γιούλια τα τελευταία δυόμισι χρόνια ζει και δουλεύει στην Αθήνα. Πριν από τον πόλεμο ζούσε με την οικογένειά της στη Χερσώνα. Για την ακρίβεια οι γονείς έμεναν σε ένα χωριό λίγο πιο έξω και η ίδια με την αδελφή της Βίκα μέσα στην πόλη. Εκείνες τις ημέρες, θυμάται, όλοι έλεγαν ότι οι Ρώσοι θα επιτεθούν, «αλλά κανένας δεν το πίστευε πραγματικά, έως ότου στις 24 Φεβρουαρίου ξεκίνησε ο βομβαρδισμός του αεροδρομίου κοντά στην πόλη». Ηταν πάρα πολύ τρομακτικό, αλλά η Γιούλια ντύθηκε για να πάει στη δουλειά της, στο λογιστήριο του πανεπιστημίου, σαν να ήταν μια κανονική ημέρα. «Βγαίνοντας από το σπίτι κατάλαβα ότι η γη έτρεμε από τους βομβαρδισμούς και έτσι γύρισα πίσω. Ετσι κι αλλιώς όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς είχαν σταματήσει, δεν λειτουργούσαν», περιγράφει. Οταν οι Ρώσοι κατέλαβαν τη Χερσώνα, έμεινε με τους δικούς της, δύο μήνες στην υπό κατοχή πόλη. «Μετά αποφασίσαμε οικογενειακώς να μετακομίσουμε στο Οζαρίνσκι, ένα χωριό που βρίσκεται 10 χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Μολδαβία». Δύο εβδομάδες μετά, οι δύο αδελφές έφυγαν για τη Ρουμανία και ένα μήνα αργότερα η Βίκα γύρισε στους γονείς και η Γιούλια ήρθε στην Ελλάδα. Η θεία της μένει πολλά χρόνια στη χώρα και έτσι είχε εξασφαλισμένη διαμονή και φαγητό έως ότου να βρει τι θα κάνει. «Αρχικά δούλεψα καθαρίστρια σε ξενοδοχείο, αλλά έχω σπουδάσει λογιστικά, έχω κάνει και μεταπτυχιακό και ήθελα να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου». Σήμερα δουλεύει σε εταιρεία τεχνικής υποστήριξης ηλεκτρονικών συστημάτων και έχει μάθει ελληνικά, αλλά ντρέπεται να μιλήσει. Δύο φορές ταξίδεψε πίσω στην Ουκρανία για να δει τους δικούς της. Τη ρωτάω αν θα γυρίσει πίσω μετά τον πόλεμο. «Ο πόλεμος μας έκανε μάθημα: να αποφεύγουμε τα σχέδια για το μέλλον, να μη σκεφτόμαστε τι θα γίνει αύριο. Ο χρόνος θα δείξει», απαντά.





