Στην πλατεία Κάιζερ Βίλχελμ, τετρακόσια μέτρα από το βερολινέζικο διαμέρισμα του Ντέιβιντ Μπόουι και άλλα τόσα από το πατρικό σπίτι της Μαρλένε Ντίντριχ, βρίσκεται τοποθετημένη μια ατσάλινη πινακίδα που φτάνει τα τρία μέτρα. Στην κορυφή της είναι γραμμένη η φράση «Τόποι της φρίκης που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε», ενώ από κάτω απαριθμώνται στρατόπεδα συγκέντρωσης: Αουσβιτς, Στούτχοφ, Μάιντανεκ, Τρεμπλίνκα. Η πινακίδα τοποθετήθηκε εκεί το 1967 όχι ως απλό μνημείο, αλλά με σκοπό να διαταράσσει επί τούτω την ανέμελη καθημερινότητα των περαστικών. Ζώντας σε απόσταση βολής από το σημείο, στεκόμουν συχνά για να παρατηρήσω τις αντιδράσεις όσων υποχρεούνται να αντιμετωπίζουν το σκοτεινό παρελθόν της χώρας.
Η καφέ πινακίδα με τα κίτρινα γράμματα μοιάζει πλέον ένα απομεινάρι αλλοτινών δεκαετιών στην καρδιά μιας ακριβής αστικής περιοχής, αισθητικά παράταιρη και μάλλον αδιάφορη κυρίως για όσους μπαινοβγαίνουν στα παρακείμενα χίπστερ καφέ ή στα βίγκαν εστιατόρια.
Την περίοδο της τοποθέτησής της όχι μόνον η δημοσκοπική άνοδος αλλά και η ίδια η ύπαρξη ενός κόμματος που θεωρεί τη ναζιστική περίοδο μια απλή «κουτσουλιά» στην ιστορία της χώρας θα ήταν αδιανόητη. Σήμερα, ένα κόμμα που τοποθετείται δεξιότερα της Δεξιάς και απεχθάνεται τη διαφορετικότητα αυτοπροσδιορίζεται ως «εναλλακτικό», έχοντας στο τιμόνι του μια δηλωμένη ομοφυλόφιλη. Σήμερα όλα μοιάζουν συγκεχυμένα, απρόβλεπτα, ρευστά, αβέβαια.
Η δημοσκοπική άνοδος, αλλά και η ίδια η ύπαρξη ενός κόμματος που θεωρεί τη ναζιστική περίοδο μια απλή «κουτσουλιά» στην ιστορία της χώρας, θα ήταν αδιανόητη μέχρι πρότινος.
Μια ματιά στις δημοσκοπήσεις της τελευταίας εβδομάδας επιβεβαιώνει αυτό που λίγο-πολύ γνωρίζουμε εδώ και καιρό για τη Γερμανία: Η χώρα είναι βαθιά διχασμένη, με τα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας να αναδεικνύουν την AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) πρώτη δύναμη κι εκείνα της πρώην Δυτικής Γερμανίας να προκρίνουν τους Χριστιανοδημοκράτες μεν, αλλά με ποσοστά που σε άλλες εποχές θα θεωρούνταν εξαιρετικά χαμηλά.
Θουριγγία και Αμβούργο μοιάζουν να είναι, πολιτικά μιλώντας, δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι: Οι κάτοικοι του πρώτου κρατιδίου θα έδιναν, πάντα σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ένα 33% στην AfD και θα καταπόντιζαν τους Σοσιαλιστές του SPD στο 8%, ενώ εκείνοι του Αμβούργου θα έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Σε παγγερμανικό επίπεδο, η AfD παγιώνεται στη δεύτερη θέση και αναδεικνύεται σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα, αν και δεν φαίνεται να απειλεί, προσώρας τουλάχιστον, την πρωτοκαθεδρία των συντηρητικών του CDU/CSU, ούτε να έχει μεγάλες πιθανότητες για μια θέση στην επόμενη γερμανική κυβέρνηση. Το ταβάνι του 20% μοιάζει προσωρινά αξεπέραστο και με δεδομένο ότι τα ποσοστά των υπολοίπων αρκούν για τη δημιουργία ενός ακόμη συνασπισμού, το κόμμα βγαίνει εκτός κυβερνητικού κάδρου.
Ο φόβος για το μέλλον, ωστόσο, είναι υπαρκτός. Αφενός γιατί η Γερμανία διανύει περίοδο οικονομικής κρίσης που, καθώς φαίνεται, ήρθε για να μείνει, και αφετέρου γιατί οι ομοϊδεάτες των «Εναλλακτικών» προελαύνουν στην Ευρώπη ενώ ήδη πήραν την εξουσία στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Η δε πρόσφατη σύναξη ακροδεξιών κομμάτων στη Μαδρίτη μας έδωσε μια πρώτη γεύση για τις προθέσεις τους.
Με αιχμή του δόρατος το μεταναστευτικό, η AfD μιλάει στ’ αυτιά όσων θεωρούν την αθρόα μετανάστευση των τελευταίων ετών αιτία όλων των δεινών. Φορώντας το καλύτερό της χαμόγελο, η Αλις Βάιντελ, υποψήφια καγκελάριος του κόμματος, κλήθηκε να αντιμετωπίσει σε πρόσφατο τηλεοπτικό ντιμπέιτ έναν έμπειρο διευθυντή μονάδων φροντίδας και μια Γεωργιανή νοσοκόμα, που δύο χρόνια μετά την είσοδό της στη Γερμανία είναι πλέον υπό διωγμόν. Οταν ο πρώτος τόνισε στην πολιτικό ότι πιθανή εφαρμογή του προγράμματός της για τους μετανάστες θα σήμαινε την κατάρρευση των γερμανικών νοσοκομείων, εκείνη έδειξε αδυναμία να απαντήσει ουσιαστικά.
Θα εθελοτυφλούσε, βεβαίως, κάποιος αν δεν παραδεχόταν πως έχουν γίνει σοβαρά λάθη στη διαχείριση του μεταναστευτικού. Οι αριθμοί, ωστόσο, είναι αμείλικτοι και δείχνουν πού θα οδηγούσε μια α λα Τραμπ αντιμετώπιση της κατάστασης: Με δεδομένη τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά και τη μείωση γεννήσεων, η ανάγκη για «νέο αίμα» κρίνεται επιτακτική.
Οι δημοσκόποι κάνουν βεβαίως τη δουλειά τους, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η κάλπη είναι πάντοτε «γκαστρωμένη». Μένει να δούμε τα γεννήματά της και πόσο ακόμη θα στέκει στη θέση της η πινακίδα της πλατείας Κάιζερ Βίλχελμ.
Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας.

