Κάθε μέρα που περνάει επιβεβαιώνει όσους υποστήριζαν πως η διακυβέρνηση Τραμπ θα φέρει σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική και θα επηρεάσει τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οπως ήταν αναμενόμενο, η προσπάθεια του προέδρου Τραμπ να πετύχει αυτό που είχε αποτελέσει βασικό προεκλογικό του σύνθημα, δηλαδή τον τερματισμό του πολέμου, όπως ξεκίνησε να εξελίσσεται, έχει προκαλέσει ήδη κραδασμούς, ερωτήματα και ανησυχίες.
Αξίζει να δούμε τρία βασικά σημεία. Το πρώτο είναι η ισορροπία της ισχύος και η θέση των χωρών διεθνώς. Μετά μια περίοδο απομόνωσης και επιβολής κυρώσεων στη Ρωσία, ως χώρα αυταρχική, επιθετική και βασική απειλή για τη Δύση και την ευρωπαϊκή ασφάλεια, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν διαδικασία προσέγγισης με αυτήν. Στο υψηλότερο επίπεδο, μάλιστα, με τηλεφωνική συνομιλία των δύο προέδρων. Αυτή η ενέργεια και μόνον έχει σοβαρή επίδραση, καθώς θα οδηγήσει στην αλλαγή κατάστασης σχετικά με τη θέση της Ρωσίας σε διεθνές επίπεδο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η Κίνα εξέφρασε την ευαρέσκειά της για τη συγκεκριμένη κίνηση.
Το δεύτερο σημείο είναι η θέση της ίδιας της Ουκρανίας. Η πρωτοβουλία του προέδρου των ΗΠΑ να μιλήσει πρώτα και απευθείας με τον πρόεδρο της Ρωσίας και μετά να ενημερώσει τον πρόεδρο της Ουκρανίας, θέτει την τελευταία σε δύσκολη θέση και σίγουρα όχι σε κατάσταση ισχύος, όπως χρειάζεται σε μια διαπραγμάτευση ειρήνης. Βέβαια, πέραν της ηθικής διάστασης, η συγκεκριμένη ενέργεια προκαλεί και σημαντικά ερωτήματα για το αν μια τέτοια φόρμουλα, πίεσης δηλαδή της Ουκρανίας, θα μπορέσει να οδηγήσει σε μια βιώσιμη ειρήνη και όχι σε μία ακόμη «παγωμένη» σύγκρουση, που εύκολα θα μπορούσε να κλιμακωθεί εκ νέου σε πόλεμο.
Η ίδια η ευρωατλαντική σχέση είναι το τρίτο και ιδιαιτέρως κρίσιμο σημείο. Η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη πρέπει να συνειδητοποιήσουν πως βρισκόμαστε σε μια νέα και δύσκολη συνθήκη. Από τη μία πλευρά η πίεση, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών και, από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο ο Τραμπ χειρίζεται το σχέδιό του για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αύξηση της πίεσης, αλλά και ανισομέρεια στην ισορροπία της σχέσης, με λήψη αποφάσεων χωρίς ουσιαστική συμμετοχή της Ε.Ε.
Πριν από χρόνια, η σχέση Ε.Ε. και ΗΠΑ αποδιδόταν ως ευρωατλαντικός δεσμός, θέλοντας να τονίσει το επίπεδο της συνεργασίας. Το μέλλον αυτού του δεσμού προβλέπεται δύσκολο. Η προσέγγιση των ΗΠΑ με τη Ρωσία θα οδηγήσει σε αναθεώρηση των στρατηγικών προτεραιοτήτων και αυτό θα δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ των δύο πόλων. Επίσης, κάτι που απασχολεί ιδιαιτέρως και την Ελλάδα είναι η αλλαγή στάσης έναντι αναθεωρητικών κρατών. Η επιστροφή της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα, αν φυσικά γίνει με τον τρόπο που ξεκίνησε, θα της δημιουργήσει μια αίσθηση ανοχής σε επιθετικές ενέργειες όπως η εισβολή. Αυτό είναι και ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα. Η επιστροφή σε έναν κόσμο όπου το διεθνές δίκαιο και οι θεσμοί θα υποχωρήσουν έναντι των πολιτικών ισχύος. Αντίστοιχα, βλέπουμε και την υποχώρηση της πολυμέρειας. Για την Ε.Ε. είναι πλέον μονόδρομος η στρατηγική αυτονομία· μόνον έτσι θα μπορέσει να καταστεί ουσιαστικός και επιδραστικός πόλος, ακόμη και σε ένα διεθνές σύστημα που θα μοιάζει περισσότερο χομπισιανό.
* Ο κ. Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών, κύριος ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ.

