Η ενδοτικότητα του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στον Βλαντιμίρ Πούτιν κάνει τον Νέβιλ Τσάμπερλεν να μοιάζει με ηθικό, γενναίο ρεαλιστή. Ο Τσάμπερλεν τουλάχιστον προσπαθούσε να αποτρέψει μεγάλο ευρωπαϊκό πόλεμο, ενώ ο Τραμπ παρεμβάλλεται σε υπάρχοντα πόλεμο. Το Μόναχο του Τραμπ (στη μνήμη της συμφωνίας του 1938, με την οποία η Βρετανία και η Γαλλία πρόδωσαν την Τσεχοσλοβακία) σημειώνεται την παραμονή της μεγάλης Συνόδου Ασφαλείας στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, όπου απεσταλμένοι του Τραμπ θα συναντηθούν με τους Δυτικούς συμμάχους. Αυτή η Σύνοδος Ασφαλείας του Μονάχου πρέπει να γίνει απαρχή αποφασιστικής ευρωπαϊκής απάντησης, διδασκόμενοι από την τραγική μας ιστορία προκειμένου να μην την επαναλάβουμε.
Το επόμενο βήμα που συστήνει ο Τραμπ αφορά μια νέα Γιάλτα (σύνοδος κορυφής τον Φεβρουάριο του 1945, όπου ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Βρετανία αποφάσισαν το μέλλον της Ευρώπης). Στην περίπτωσή μας, η πρόταση Τραμπ είναι ότι οι ΗΠΑ και η Ρωσία πρέπει να αποφασίσουν για την τύχη της Ουκρανίας, με περιφερειακή ή μηδενική εμπλοκή του Κιέβου και των ευρωπαϊκών κρατών. Αυτή τη φορά, η Γιάλτα –όπως και όλη η Κριμαία– θα πρέπει να παραχωρηθεί στη Ρωσία. Στον γενναίο καινούργιο κόσμο των Τραμπ και Πούτιν, το δίκιο πηγάζει από την ισχύ και η εδαφική προσάρτηση είναι κάτι που κάνουν οι μεγάλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ στον Καναδά και στη Γροιλανδία και η Κίνα στην Ταϊβάν.
Παρότι οι ιστορικές αναλογίες, τύπου Γιάλτας και Μονάχου, είναι τετριμμένες, στην περίπτωση αυτή είναι ταιριαστές, εφόσον υπογραμμίσουμε τις διαφορές και τις ομοιότητές τους. Για λίγες εβδομάδες μετά την εκλογή του Τραμπ, διατηρήσαμε αμυδρή ελπίδα ότι η κυβέρνησή του θα ακολουθούσε την αρχή της «ειρήνης μέσω της ισχύος», έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η ισχύς είναι η μόνη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο Πούτιν. Σήμερα, βλέπουμε ότι ο Τραμπ όχι μόνο εκφοβίζει τους συμμάχους της χώρας του, αλλά κολακεύει τους εχθρούς της. Ο δήθεν ισχυρός άνδρας είναι στην πραγματικότητα ανίσχυρος, όταν έχει να κάνει με εχθρικούς αυταρχικούς ηγέτες. Μέσα σε μία ημέρα, ο Τραμπ προχώρησε σε τέσσερις σημαντικές, αναίτιες και βλαβερές παραχωρήσεις. Πρώτον, επέτρεψε την εκκίνηση διερευνητικών συνομιλιών με τον Πούτιν νομιμοποιώντας τον Ρώσο δικτάτορα. «Μιλήσαμε για τη Μεγάλη Ιστορία των Εθνών μας», έγραψε ο Τραμπ για την τηλεφωνική επικοινωνία τους. Συζήτησαν «για τα μεγάλα οφέλη που θα προκύψουν μια μέρα από τη συνεργασία», ενώ συμφώνησαν ότι πρέπει να δοθεί τέλος στον πόλεμο. Φανταστείτε αν το 1941, αντί να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία στο πλευρό της Βρετανίας και των άλλων συμμάχων, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επικοινωνούσε με τον Χίτλερ για να συζητήσουν «τη Μεγάλη Ιστορία των Εθνών μας», προτού μιλήσουν για το τέλος του πολέμου. Δεύτερον, πρόσφερε στον Ρώσο ηγέτη διμερή διαπραγμάτευση ΗΠΑ – Ρωσίας, ερήμην της Ουκρανίας, ικανοποιώντας πάγιο αίτημα του Πούτιν. Τρίτον και τέταρτον, διέταξε την Ουκρανία να παραχωρήσει εδάφη της, αποκλείοντας παράλληλα την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Παρότι οι δύο αυτές προοπτικές συζητούνταν σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες στην Ουάσιγκτον και σε άλλες δυτικές πρωτεύουσες, η δημόσια υιοθέτησή τους αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν για κάθε διαπραγματευτή. Οι ιστορικοί διαθέτουν σήμερα τις αναμνήσεις και τα αρχεία των συνεργατών του Χίτλερ, όπου καταγράφεται ο ενθουσιασμός του για τη συμφωνία που εξασφάλισε με τον Τσάμπερλεν. Κάποια μέρα, ίσως αποκτήσουμε τέτοια πειστήρια για τη χαρά του Πούτιν απέναντι στις υποχωρήσεις Τραμπ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ειρήνη θα επανέλθει στο κοντινό μέλλον. Η πρώτη αντίδραση του Κρεμλίνου στην τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ – Πούτιν ήταν προσεκτική, προειδοποιώντας ότι είναι «αναγκαίο να ρυθμιστούν τα αίτια της σύρραξης». Το ιδανικό σενάριο για τον Πούτιν θα ήταν η συνέχιση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τον Τραμπ μέσα από μακρόσυρτες συνόδους κορυφής σε Σαουδική Αραβία, ΗΠΑ και Ρωσία, ενώ η Ρωσία συνεχίζει να προελαύνει στο πεδίο της μάχης, καταστρέφοντας ουκρανικές υποδομές, υπονομεύοντας την οικονομία της και πλήττοντας την πολιτική ενότητα στη χώρα με άλλα μέσα. (Ερωτηθείς για την εμπλοκή της Ουκρανίας στις συνομιλίες, ο Τραμπ ανέφερε την ανάγκη διεξαγωγής προεδρικών εκλογών, επαναλαμβάνοντας ρωσικό επιχείρημα για την έλλειψη νομιμοποίησης του Ζελένσκι.) Μία τεράστια διαφορά υπάρχει μεταξύ του Μονάχου του 1938 και της Γιάλτας του 1945 με τη σημερινή Ευρώπη. Η σημερινή Ευρώπη είναι πλούσια, ελεύθερη, δημοκρατική και ενωμένη, παρά τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν τους πολίτες διχασμένους γύρω από το θέμα της Ουκρανίας. Μια αποφασισμένη ευρωπαϊκή συμμαχία παραμένει ικανή να επιτρέψει στην Ουκρανία να σταθεροποιήσει το μέτωπο και να διαπραγματευθεί από θέση ισχύος.
* Ο κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

