Η χρηματοδότηση για το Ταμείο Στρατιωτικής Κινητικότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει εξαντληθεί, χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια για πρόσθετα έργα κατά τα δύο τελευταία έτη, σύμφωνα με σημερινή έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με συνολικό ποσό 1,7 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2027, ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. για τη στρατιωτική κινητικότητα ήταν σχετικά περιορισμένος διαπιστώνει η εν λόγω έκθεση.
Παρά το γεγονός ότι η Ε.Ε. διέθεσε γρήγορα τα κονδύλια -προκειμένου να δώσει «ηχηρό» πολιτικό μήνυμα μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία-, ωστόσο, η ζήτηση υπερέβη κατά πολύ την προσφορά, και στα τέλη του 2023 το ταμείο είχε στερέψει. Ως αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί επί της ουσίας σημαντικό χρονικό «κενό» τεσσάρων χρόνων έως την επόμενη διάθεση κονδυλίων της Ε.Ε. για τη στρατιωτική κινητικότητα, κάτι το οποίο απέβη εις βάρος της σταθερότητας και της προβλεψιμότητας της χρηματοδότησης.
Χρηματοδότηση 95 έργων – εκτός η Ελλάδα
Το Ταμείο Στρατιωτικής Κινητικότητας της Ε.Ε. ήταν μέρος του «σχεδίου δράσης», που μπήκε σε εφαρμογή το 2022 λίγους μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μέσω του εν λόγω Ταμείου, η Ε.Ε. χρηματοδότησε 95 έργα σε 21 κράτη μέλη της.
Ολόκληρος ο προϋπολογισμός της Ε.Ε για τη στρατιωτική κινητικότητα ύψους 1,7 δισ. ευρώ έχει ήδη διατεθεί αναφέρει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σύμφωνα με τον πρόεδρό του Τόνι Μέρφι, τα χρήματα αυτά, βέβαια, αποτελούν «τρύπα στο νερό» σε σχέση με τα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, που εκτιμάται ότι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. δαπάνησαν για την άμυνα, το 2024.
Ανέφερε, παράλληλα, ότι το «σχέδιο δράσης» καταρτίστηκε βιαστικά από το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. και δεν «χτίστηκε σε σταθερά θεμέλια». Ο ίδιος τόνισε, εξάλλου, ότι η Κομισιόν ενήργησε «χωρίς προηγουμένως να αξιολογήσει τις ανάγκες. Δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει έναν προϋπολογισμό ανάλογο με τους στόχους» και για τον λόγο αυτό, περισσότερα από τα χρήματα, που προορίζονταν για βελτίωση της στρατιωτικής κινητικότητας την περίοδο 2022-2026 διατέθηκαν γρήγορα και απορροφήθηκαν εντός των δύο πρώτων ετών.
Από τα 95 έργα που έλαβαν «πράσινο φως», τα περισσότερα έγιναν σε χώρες κοντά στα σύνορα της Ε.Ε. με τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, καθώς και την Ουκρανία. Σύμφωνα με την έκθεση, χώρες του λεγόμενου «νότιου διαδρόμου» δεν έλαβαν κονδύλια, όπως η Ελλάδα, ενώ ένα έργο στη Βουλγαρία έλαβε μικρή επιχορήγηση.
Καμία στρατηγική
«Αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι τα έργα επιλέχθηκαν με αποσπασματικό τρόπο και χωρίς καμία προφανή στρατηγική» τόνισε ο Τόνι Μέρφι. Οι ελεγκτές μάλιστα εξεπλάγησαν, όταν διαπίστωσαν ότι ορισμένα έργα επιλέχθηκαν ακόμη και πριν η Κομισιόν και τα κράτη-μέλη προσδιορίσουν τις πλέον επείγουσες προτεραιότητες.
Για τα στελέχη του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου ήταν δύσκολο να βρουν ποιος ήταν υπεύθυνος, καθώς «δεν υπάρχει συγκεκριμένο, ενιαίο σημείο επαφής σε επίπεδο Ε.Ε. για τη στρατιωτική κινητικότητα».
Σημαντικό θέμα -λόγω και του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία- αποτελεί η καθυστέρηση στην οργάνωση των στρατιωτικών μετακινήσεων εντός των ευρωπαϊκών συνόρων, που συνήθως οφείλεται στη γραφειοκρατία, διαπιστώνει η έκθεση.
Για παράδειγμα, τα άρματα μάχης από μια χώρα της Ε.Ε. δεν μπορούν να διέλθουν από κάποια άλλη, εάν είναι βαρύτερα από ό,τι επιτρέπουν οι κανονισμοί οδικής κυκλοφορίας. Σύμφωνα με τα όσα ισχύουν σήμερα, προκειμένου μια χώρα της Ε.Ε. να εγκρίνει, υπό κανονικές συνθήκες, άδεια διασυνοριακής μετακίνησης πρέπει να της γίνει κοινοποίηση 45 ημέρες νωρίτερα.
Η απάντηση της Κομισιόν
Από την πλευρά της, η Κομισιόν υπερασπίστηκε την πολιτική της λέγοντας ότι όταν η Ε.Ε. βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη να ενισχύσει την Ουκρανία, «κινήθηκε άμεσα» ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά δαπάνες και σχετικά πρότζεκτ.
Σύμφωνα με εκπρόσωπό της, πάντως, «η στρατιωτική κινητικότητα παραμένει προτεραιότητα» και για τη νέα Κομισιόν, που διαθέτει πλέον και επίτροπο Αμυνας. Δεσμεύτηκε, παράλληλα, να αντιμετωπίζει το ζήτημα «της έλλειψης συντονισμού».
Στο σχετικό σημείωμα της η εκπρόσωπος της Κομισιόν επισήμανε εξάλλου ότι «οι συστάσεις και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελούν ευκαιρία να σημειώσουμε την αναγκαία πρόοδο στον τομέα της στρατιωτικής κινητικότητας».

