«Μου αρέσει πολύ ο πρόεδρος Σι. Πάντοτε μου άρεσε. Είχαμε πάντοτε πολύ καλές σχέσεις, οι οποίες προφανώς δοκιμάστηκαν κατά την περίοδο του COVID που προήλθε από τη Γουχάν […] Αλλά θα έλεγα ότι είχαμε εξαιρετική σχέση, και πλέον ανυπομονούμε να τα πάμε πολύ καλά με την Κίνα […] Ας ελπίσουμε ότι θα μπορέσει να μας βοηθήσει να σταματήσουμε τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας…»
Ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάστηκε συγκρατημένα συμφιλιωτικός όταν ρωτήθηκε για τις σινοαμερικανικές σχέσεις, κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός στις 23 Ιανουαρίου. «Θέλουμε ο ανταγωνισμός μας να γίνεται επί ίσοις όροις. Είχαμε τεράστια ελλείμματα στις συναλλαγές μας με την Κίνα. Αυτή η σχέση ήταν άδικη και πρέπει να την κάνουμε δίκαιη. Δεν χρειάζεται να την κάνουμε εκπληκτική. Πρέπει απλώς να την κάνουμε δίκαιη», πρόσθεσε ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, με το βλέμμα στραμμένο στο Πεκίνο και στο παλαιόθεν ελλειμματικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες ισοζύγιο των εμπορικών τους συναλλαγών με την Κίνα.

Από την άλλη πλευρά ωστόσο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν ήταν τόσο «συμφιλιωτικό» στην ανακοίνωση που εξέδωσε έπειτα από την τηλεφωνική συνομιλία που είχαν οι υπουργοί Εξωτερικών ΗΠΑ και Κίνας στις 24 Ιανουαρίου, μόλις λίγες ώρες δηλαδή έπειτα από τη –μέσω βίντεο– ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ στο Νταβός.
Στη συνομιλία που είχε με τον Κινέζο ΥΠΕΞ Ουάνγκ Γι, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο φέρεται να τόνισε «ότι η κυβέρνηση Τραμπ θα επιδιώξει μια σχέση με την Κίνα που θα προάγει τα συμφέροντα των ΗΠΑ και θα δίνει προτεραιότητα στον αμερικανικό λαό». Παράλληλα, φέρεται να εξέφρασε την ανησυχία του για τις κινήσεις του Πεκίνου στην Ταϊβάν και στη Νότια Σινική Θάλασσα, αλλά και να υπογράμμισε τη δέσμευση που έχουν αναλάβει οι ΗΠΑ να σταθούν στο πλευρό των συμμάχων τους στην περιοχή.
Ο ανεπιθύμητος στην Κίνα νέος ΥΠΕΞ των ΗΠΑ
«Ελπίζω ότι θα ενεργήσετε όπως αρμόζει και ότι θα διαδραματίσετε εποικοδομητικό ρόλο για το μέλλον των λαών της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και για την ειρήνη και τη σταθερότητα σε ολόκληρο τον κόσμο», φέρεται να δήλωσε από την πλευρά του ο πολύπειρος Κινέζος ΥΠΕΞ Ουάνγκ Γι, απευθυνόμενος στον Ρούμπιο, σύμφωνα με την επίσημη κινεζική εκδοχή της συνομιλίας που είχαν οι δύο ΥΠΕΞ στις 24 Ιανουαρίου, μια εκδοχή που προφανώς αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον εάν διαβαστεί σε αντιπαραβολή με την αντίστοιχη αμερικανική.

Υπενθυμίζεται ότι ο Μάρκο Ρούμπιο είχε βρεθεί στο στόχαστρο κινεζικών κυρώσεων το 2020, την περίοδο που ήταν γερουσιαστής, με τις κινεζικές Αρχές μάλιστα να του απαγορεύουν τότε την είσοδο στην κινεζική επικράτεια, μια απαγόρευση που τυπικά παραμένει σε ισχύ. Ο Ρούμπιο είχε τότε επιδοθεί σε επικριτικές προς το Πεκίνο παρεμβάσεις σχετικά με τους Ουιγούρους και το Χονγκ Κονγκ, που είχαν προκαλέσει την αντίδραση της κινεζικής ηγεσίας. Ενδιαφέρουσα «λεπτομέρεια»: ΥΠΕΞ της Κίνας ήταν τότε ο Ουάνγκ Γι, με τον οποίο θα κληθεί να συνυπάρξει τώρα ο Ρούμπιο ως υπουργός Εξωτερικών.
Τα πολλά μέτωπα του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού
Εν έτει 2025, ο σινοαμερικανικός ανταγωνισμός είναι πια «παντού», ως υπόστρωμα, πλαίσιο και βαθύτερη αιτία συνάμα: στην κόντρα για τη λειτουργία του κινεζικού TikTok στις ΗΠΑ, στον ανταγωνισμό μεταξύ DeepSeek και OpenAI για την πρωτοπορία στο μέτωπο της Τεχνητής Νοημοσύνης, στις προηγηθείσες κόντρες για τα δίκτυα 5G των χωρών της Δύσης, στη Διώρυγα του Παναμά και στη Γροιλανδία, στο αρχιπέλαγος Τσάγκος αλλά και, ευρύτερα, στα μεγάλα λιμάνια του κόσμου.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο οξυνόμενου ανταγωνισμού, το ποσοστό των Αμερικανικών που βλέπουν αρνητικά την Κίνα εκτοξεύθηκε από περίπου 30% που ήταν προ 20ετίας σε 81% πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία του αμερικανικού Κέντρου Ερευνών Pew.

Το πρώτο ταξίδι Ρούμπιο στο εξωτερικό και τα θέματα στην ατζέντα
Το πρώτο ταξίδι που θα κάνει ο (κουβανικής καταγωγής) νέος ΥΠΕΞ των ΗΠΑ εκτός των συνόρων θα είναι το προσεχές Σαββατοκύριακο σε Παναμά, Ελ Σαλβαδόρ, Κόστα Ρίκα, Γουατεμάλα και Δομινικανή Δημοκρατία. Κι αυτό, με μια ατζέντα στην οποία θα κυριαρχούν, όπως λέγεται, δύο θέματα: το μεταναστευτικό από τη μία πλευρά, και η κινεζική επιρροή από την άλλη.
Η αμερικανική ηγεσία προφανώς δεν θέλει να δει την Κίνα να επεκτείνεται στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.
Οταν επιλέγει να απειλεί ωστόσο τους εταίρους των ΗΠΑ (με αυξημένους δασμούς ή κυρώσεις) απαιτώντας από αυτούς ανταλλάγματα και υποχωρήσεις, ο Ντόναλντ Τραμπ κινδυνεύει να κάνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θα ήθελε… ωθώντας τους δηλαδή ακόμη πιο βαθιά στις αγκάλες του Πεκίνου.
«Ο Τραμπ δεν μπορεί να εκφοβίζει τη Λατινική Αμερική χωρίς συνέπειες. Η επιθετική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσε να ωθήσει τις κυβερνήσεις της περιφέρειας στην αγκαλιά της Κίνας», προειδοποιεί ο Ολιβερ Στούνκελ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Getulio Vargas Foundation του Σάο Πάολο στη Βραζιλία.
Οι ακούσιες συνέπειες της αμερικανικής απεμπλοκής
Οταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιλέγουν να αποσυρθούν από διεθνείς οργανισμούς όπως είναι για παράδειγμα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, «στην πραγματικότητα κάνουν ένα δώρο στην Κίνα, καθώς της επιτρέπουν να επιβληθεί πολύ πιο εύκολα και να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή», προειδοποιεί, από την πλευρά του, ο άλλοτε πρέσβης της Βρετανίας στον ΟΗΕ και πρώην επικεφαλής των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών MI6, Τζον Σόουερς, μιλώντας στο δίκτυο CNN και στην Κριστιάν Αμανπούρ.
“What happens when the United States withdraws from these agencies [like the World Health Organization] is it actually hands a gift to China,” says former UK Ambassador to the UN John Sawers. “It just makes it much easier for China to assert itself.” pic.twitter.com/AgMcRjMTL6
— Christiane Amanpour (@amanpour) January 22, 2025
Σε ανάλογο πνεύμα, το αμερικανικό δίκτυο μη κυβερνητικών οργανώσεων InterAction εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία υποστηρίζει ότι η απόφαση της διοίκησης Τραμπ να διακόψει τη χρηματοδότηση προγραμμάτων ανθρωπιστικής βοήθειας στο εξωτερικό, «δημιουργεί επικίνδυνα κενά» τα οποία θα σπεύσουν «να καλύψουν αντίπαλοι των ΗΠΑ όπως η Κίνα».
Η πλευρά Τραμπ δεν το έχει κρύψει ότι θα ήθελε να απαλλαγεί από βάρη τα οποία η ίδια αντιμετωπίζει ως μακρινά και αλλότρια. Υπό αυτό το πρίσμα αμφισβητείται άλλωστε και η νατοϊκή προσήλωση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.
Οταν η Ουάσιγκτον αποσύρει ωστόσο δυνάμεις και πόρους από διεθνή μέτωπα, εκ των πραγμάτων δημιουργούνται κενά τα οποία θα πρέπει να καλυφθούν από άλλες δυνάμεις, φιλοαμερικανικές ή μη. Ενα «ιδανικό» σενάριο για τον Τραμπ θα ήταν τα όποια τέτοια κενά να καλυφθούν από δορυφόρους ή φίλους των ΗΠΑ, με την αμερικανική εμπλοκή να περιορίζεται στο μίνιμουμ. Πόσο εφικτό είναι, όμως, πρακτικά κάτι τέτοιο;
Από την άλλη μεριά, υπάρχει βέβαια και το σενάριο, στο οποίο αναφέρθηκε ο Τραμπ κατά την ομιλία στο Νταβός, της σινοαμερικανικής συμπόρευσης δηλαδή με όρους ισοτιμίας.
Παρά τον ανταγωνισμό τους, ΗΠΑ και Κίνα παραμένουν, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό διασυνδεδεμένες και αλληλοεξαρτώμενες. Μεγάλο μέρος του κολοσσιαίου αμερικανικού δημόσιου χρέους των 36 τρισ. δολ. διακρατάται από Κινέζους, ενώ ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες ξεπέρασε τα 575 δισεκατομμύρια δολάρια το 2023, με τις αμερικανικές εξαγωγές προς την Κίνα να ξεπερνούν τα 147 δισ. δολ. ΗΠΑ και Κίνα είναι τόσο μεγάλες που δεν γίνεται να μην πέφτουν η μία πάνω στην άλλη στη διεθνή σκηνή, όπως λέγεται χαρακτηριστικά.
Σενάρια σινοαμερικανικής συμπόρευσης

«Μπορεί ο Τραμπ να επιτύχει μια μεγάλη συμφωνία με το Πεκίνο;», διερωτάται σε ανάλυσή της για το περιοδικό Foreign Policy η Ζονγκγιουάν Ζόι Λιου της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης CFR (Council on Foreign Relations). Η απάντηση είναι θετική. Με λίγη φαντασία μάλιστα, η Ζονγκγιουάν οραματίζεται τον Σι Τζινπίνγκ να μεταβαίνει στο Μαρ α Λάγκο για επαφές με τον Τραμπ, όπως ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε μεταβεί στην Κίνα το 1972 για επαφές με τον Μάο. Προφανώς, όμως, θα χρειαστούν αμοιβαίες υποχωρήσεις…
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, ο Τραμπ θα μπορούσε να αποσυνδέσει από τον στόχο της μείωσης του εμπορικού ελλείμματος την απειλή της αύξησης των δασμών για τα κινεζικά αγαθά που εισέρχονται στις ΗΠΑ, και να «συνδέσει» αυτήν την επαπειλούμενη αύξηση με το ύψος των κινεζικών άμεσων επενδύσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να στείλει ένα μήνυμα τύπου «εάν θέλετε χαμηλότερους δασμούς, προχωρήστε σε μεγαλύτερες επενδύσεις στις ΗΠΑ». Προκειμένου, δε, να μη δημιουργηθούν ανησυχίες σχετικές με ζητήματα εθνικής ασφαλείας, «οι κινεζικές επενδύσεις θα μπορούσαν να περιορίζονται σε καθορισμένες βιομηχανίες, να αποθαρρύνονται σε ορισμένες περιπτώσεις και να υπόκεινται συνολικά σε αυστηρούς ελέγχους από τις αμερικανικές Αρχές». Παράλληλα, θα μπορούσε να ζητήσει να αυξηθούν και οι κινεζικές εισαγωγές υδρογονανθράκων από τις ΗΠΑ.
Το αγκάθι της Ταϊβάν
Οσο για τα γεωπολιτικά αγκάθια τύπου Ταϊβάν, Ουάσιγκτον και Πεκίνο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν να τα αφήσουν… απείραχτα και εκκρεμή μέχρι νεωτέρας, όπως άλλωστε έκαναν στην πράξη επί δεκαετίες. Η «στρατηγική ασάφεια» μέσα από την οποία προσέγγιζαν παλαιότερα οι Αμερικανοί το εν λόγω μέτωπο, θα μπορούσε βέβαια να (επανα)λειτουργήσει μόνο εάν το Πεκίνο σταματήσει να ρίχνει λάδι στη φωτιά. Με άλλα λόγια, θα χρειάζονταν, όπως προαναφέρθηκε, αμοιβαίες υποχωρήσεις…

