Ο Ιανουάριος του 2025 θα καταγραφεί στην ιστορία ως ένας μήνας ιδιαίτερης σημασίας για την αμερικανική προεδρία. Ξεκίνησε με τον θάνατο του Τζίμι Κάρτερ, ο οποίος θα μνημονεύεται κυρίως για τη σημαντική δράση του μετά τη θητεία του ως προέδρου. Στη συνέχεια ήρθε το τέλος της μακράς και ιστορικής πολιτικής σταδιοδρομίας του Τζο Μπάιντεν, ένα γεγονός που συνοδεύτηκε από συλλογική αδιαφορία. Τέλος, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο τον καθιστά έτοιμο να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή των Ηνωμένων Πολιτειών για 12 συναπτά έτη, ένα επίτευγμα που έχει καταφέρει να ξεπεράσει μόνο ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ.
Καθώς οι Αμερικανοί αφιέρωσαν τον μήνα αναλογιζόμενοι τις προεδρικές κληρονομιές, είναι μια ευκαιρία για τον ελληνισμό να ανοίξει μια πιο ουσιαστική συζήτηση, ξεπερνώντας το καθιερωμένο ερώτημα που ανακύπτει κάθε τέσσερα χρόνια: «Τι σημαίνει αυτή η προεδρία για την Ελλάδα;». Ισως πρέπει όλοι οι Ελληνες να αναρωτηθούμε αν αναζητούμε αδικαιολόγητα έναν πολιτικό «Μεσσία» στο Οβάλ Γραφείο, ο οποίος πιθανότατα δεν θα έρθει ποτέ.
Οι καμπάνες που ήχησαν στην Κύπρο μετά τη νίκη του Τζίμι Κάρτερ, το 1976, αποτελούν το απόλυτο σύμβολο αυτής της μάταιης αναζήτησης. Στα μάτια των Ελλήνων, τουλάχιστον, ο Τζίμι Κάρτερ είχε την τύχη να είναι σύγχρονος του Χένρι Κίσινγκερ. Αν δεν υπήρχε η δικαιολογημένη κατακραυγή για τον Κίσινγκερ στην ελληνική και κυπριακή ιστορία, η απογοητευτική θητεία του Κάρτερ ίσως να είχε χαρακτηριστεί ακόμη και προδοτική. Ούτε οι καμπάνες των εκκλησιών ούτε οι μαζικές συγκεντρώσεις των Ελληνοαμερικανών στους ναούς των ΗΠΑ κατάφεραν να τερματίσουν την κατοχή της Κύπρου, ενώ, αντιθέτως, ο Κάρτερ προχώρησε στην άρση του εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία.
Η εμπειρία του «Μπαϊντενόπουλος» την τελευταία τετραετία εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που ο ελληνισμός διαμορφώνει τις προσδοκίες του. Χωρίς αμφιβολία, τα τελευταία τέσσερα χρόνια σημειώθηκαν αξιοσημείωτες επιτυχίες: η νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), που ανέδειξε την Αλεξανδρούπολη σε πόλη στρατηγικής σημασίας, η ιστορική επίσκεψη του πρωθυπουργού Μητσοτάκη, η οποία περιλάμβανε την ομιλία του σε κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου, η συμφωνία για τα F-35, οι μεγάλες επενδύσεις του Διεθνούς Αναπτυξιακού Χρηματοδοτικού Οργανισμού των ΗΠΑ στην Ελλάδα, καθώς και η σημαντική αναβάθμιση των διμερών σχέσεων ΗΠΑ – Κύπρου. Ωστόσο, ήταν αυτά αρκετά για να αντισταθμίσουν την απογοήτευση από την έλλειψη μιας αμερικανικής πρωτοβουλίας για το Κυπριακό, την αποτυχία υλοποίησης βασικών πτυχών του East Med Act ή την αδυναμία τήρησης της διαβόητης επιστολής Μπλίνκεν, που αποσκοπούσε στο να κατευνάσει τις ανησυχίες του Κογκρέσου σχετικά με την πώληση F-16 στην Τουρκία;
Και τώρα, βρισκόμαστε μπροστά στον Τραμπ 2.0. Η πρώτη θητεία του προέδρου Τραμπ σηματοδοτήθηκε από σημαντικές εξελίξεις στις σχέσεις ΗΠΑ – Ελλάδας και ΗΠΑ – Κύπρου: δύο επισκέψεις Ελλήνων πρωθυπουργών στο Οβάλ Γραφείο, την αναθεώρηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), την έναρξη του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ – Ελλάδας, την καθιέρωση της διπλωματικής πρωτοβουλίας «3+1», καθώς και την υπογραφή κοινής δήλωσης προθέσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία, που οδήγησε τελικά στον περυσινό στρατηγικό διάλογο. Oλα αυτά αποτελούν αναμφίβολα σοβαρές εξελίξεις, όμως μια πιο βαθιά ανάλυση απαιτεί να εξεταστεί σε ποιον βαθμό τα παραπάνω μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας – την ηγεσία του Μάικ Πομπέο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τη διοίκηση του Γουές Μίτσελ στο Γραφείο Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, την ηγεσία του Μπομπ Μενέντεζ στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, την προεδρία του Τεντ Ντιουτς στην υποεπιτροπή για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθώς και την επιρροή του Τζέφρι Πάιατ στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο κατά τη θητεία του ως πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα – πρόσωπα που δεν θα είναι πλέον παρόντα σε αυτή τη δεύτερη θητεία του Τραμπ.
Tα ελληνικά ζητήματα δεν εξετάστηκαν κατά την ακρόαση του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο. Οι ακροάσεις για τον πιθανό υφυπουργό Εξωτερικών για την Ευρώπη, καθώς και για τους νέους πρέσβεις στην Τουρκία και στην Ελλάδα, αναμένονται πιο διαφωτιστικές.
Tα ελληνικά ζητήματα δεν εξετάστηκαν κατά την ακρόαση του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, και ο ίδιος ο πρόεδρος δεν έχει κάνει κάποια ουσιαστική αναφορά στην περιοχή, πέρα από μια σύντομη αναφορά στη σχέση του με τον Ερντογάν. Οι ακροάσεις για τον πιθανό υφυπουργό Εξωτερικών για την Ευρώπη, καθώς και για τους νέους πρέσβεις στην Τουρκία και στην Ελλάδα, αναμένονται να είναι πολύ πιο διαφωτιστικές.
Ο Ρούμπιο έθεσε αυτή την εβδομάδα μια σαφή εξίσωση: «Κάθε δολάριο που ξοδεύουμε, κάθε πρόγραμμα που χρηματοδοτούμε, κάθε πολιτική που ακολουθούμε πρέπει να δικαιολογείται από την απάντηση σε ένα από τα τρία ερωτήματα: 1. Κάνει την Αμερική ασφαλέστερη; 2. Κάνει την Αμερική ισχυρότερη; 3. Κάνει την Αμερική πιο ευημερούσα;».
Αυτό το σαφές μήνυμα είναι ένα δώρο. Αντί να διαμορφώνουμε προσδοκίες βασισμένες σε αρχές ή αξίες που αναπόφευκτα θα υποστούν προσαρμογές όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, αυτή η εξίσωση θα αναδείξει την τεράστια απόδοση επένδυσης της συμμαχίας των ΗΠΑ με την Ελλάδα και της συνεργασίας τους με την Κύπρο τα τελευταία δέκα χρόνια. Θα οδηγήσει επίσης στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ ξοδεύουν πόρους άσκοπα στην Τουρκία. Παρεμπιπτόντως, οι απαντήσεις και στα τρία ερωτήματα είναι ένα ηχηρό «ναι» όταν πρόκειται για τα νομοθετήματα-ορόσημα –τον νόμο για την εταιρική σχέση ασφάλειας και ενέργειας της Ανατολικής Μεσογείου και τον νόμο για την αμυντική και διακοινοβουλευτική εταιρική σχέση ΗΠΑ – Ελλάδας– στα οποία ο τότε γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο έδωσε το πλήρες βάρος της υποστήριξής του.
Η διδασκαλία της Βίβλου μπορεί να επιστρέφει στα αμερικανικά σχολεία, αλλά οι Eλληνες πρέπει να σταματήσουν την αναζήτηση ενός πολιτικού «Μεσσία» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η εξίσωση Ρούμπιο καθιστά σαφές ότι πρέπει να επικεντρωθούν στη λογική – και όχι στην πίστη.
Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC).

