«Είναι κοινό μυστικό ότι δυτικές ειδικές δυνάμεις είναι ήδη παρούσες στην Ουκρανία. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν υπάρχει μαζική ανάπτυξη στρατιωτών στο πεδίο. Αυτό ίσως αλλάξει».
Αυτό αναφέρει δημοσίευμα των Financial Times, αποδίδοντας την επαναφορά της ιδέας αυτής στην επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Την ανάπτυξη στρατιωτικής δύναμης στην Ουκρανία διατύπωσε αρχικά, πριν από έναν χρόνο, ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν. Τότε, αυτή η ιδέα είχε απορριφθεί από τους περισσοτέρους ως ανέφικτη και υψηλού ρίσκου.
Ωστόσο έκτοτε, έχουν αλλάξει πολλά:
Ο ουκρανικός στρατός αγωνίζεται πια για να αντεπεξέλθει στο πεδίο· η νατοϊκή προοπτική της Ουκρανίας έχει αποδυναμωθεί· ενώ ο Τραμπ, σε μία προσπάθεια απεμπλοκής των ΗΠΑ από τις δεσμεύσεις υπεράσπισης της ευρωπαϊκής ασφάλειας, δήλωσε πως επιθυμεί κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία «το συντομότερο δυνατό». Από την πλευρά του, το Κίεβο έχει αφήσει να εννοηθεί ότι είναι έτοιμο για μια συμφωνία… εάν οι νατοϊκές δυνάμεις του παράσχουν ισχυρές εγγυήσεις ασφαλείας.

Ως αποτέλεσμα, έχουν επανεκκινήσει οι συνομιλίες για το πώς τα δυτικά στρατεύματα, ιδίως οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διατήρηση της εκεχειρίας που ευαγγελίζεται ο Τραμπ.
Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι έχει δηλώσει πως, αν η Ευρώπη θέλει σοβαρά να παράσχει μια αποτελεσματική αποτρεπτική δύναμη, θα χρειαστούν 200.000 στρατιώτες, «τουλάχιστον».
Πόσο εφικτές είναι οι φιλοδοξίες Ζελένσκι;
Ο αριθμός των τουλάχιστον 200.000 στρατιωτών είναι μακράν μεγαλύτερος από τη δύναμη που συμμετείχε στην απόβαση στη Νορμανδία. Ως εκ τούτου, όπως εκτιμάται στο δημοσίευμα των FT, αυτό δεν αποτελεί μια εφικτή προοπτική.
Σύμφωνα με τους FT, που επικαλούνται άτομα με γνώση των σχετικών συνομιλιών που έχουν λάβει χώρα μεταξύ Κιέβου και δυτικών εταίρων, Ουκρανοί αξιωματούχοι εκτιμούν πως μία δύναμη μεταξύ 40.000 έως 50.000 ξένων στρατιωτών σε ρόλο δύναμης ασφαλείας κατά μήκος της γραμμής του ουκρανικού μετώπου, θα μπορούσε να είναι εφικτός στόχος.
Μέχρι στιγμής, μόνον τα κράτη της Βαλτικής έχουν εμφανιστεί να υποστηρίζουν αυτήν την ιδέα. Η Πολωνία έχει αποκλείσει την αποστολή στρατευμάτων, επιμένοντας πως τα κράτη που συνορεύουν με τη Ρωσία δεν θα πρέπει να συμμετέχουν στρατιωτικά στο έδαφος στην Ουκρανία.

Ο Ολαφ Σολτς, απερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, είχε εκφράσει την αντίθεσή του στην ανάπτυξη γερμανικών στρατευμάτων στην Ουκρανία. Από την άλλη πλευρά, ο Φρίντριχ Μερτς, ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών και πιθανότατα επόμενος καγκελάριος, έχει εκφράσει την υποστήριξή του στην Ουκρανία χωρίς να υιοθετεί ρητώς την ιδέα της ανάπτυξης στρατού.
Ποιος ο ρόλος του ξένου στρατού στην Ουκρανία;
Οταν, τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Εμανουέλ Μακρόν έκανε τη σχετική πρόταση, είχε μιλήσει για ευρωπαϊκά στρατεύματα που θα αναλάμβαναν κομβικούς υποστηρικτικούς ρόλους, όπως η υπεράσπιση κρίσιμων υποδομών, η εκπαίδευση των ουκρανικών δυνάμεων, η επισκευή οπλισμού ή η περιπολία στα σύνορα με τη Λευκορωσία. Αυτό θα επέτρεπε σε μεγαλύτερο μέρος του ουκρανικού στρατού, που αριθμεί 800.000 άνδρες, να επικεντρωθεί σε επιχειρήσεις στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Ωστόσο, η επανεκλογή Τραμπ άλλαξε τις ισορροπίες. Πλέον, η συζήτηση έχει μετατοπιστεί στο πώς ο ευρωπαϊκός στρατός μπορεί να αξιοποιηθεί ως ειρηνευτική δύναμη, συμβάλλοντας παράλληλα στη στήριξη του στρατού της Ουκρανίας.
Η αποστολή θα μπορούσε να έχει τρεις στόχους, σύμφωνα με τους FT:
- να διαβεβαιώσει την Ουκρανία ότι διαθέτει την υποστήριξη της Δύσης
- να αποτρέψει τυχόν νέες επιθέσεις από τη Ρωσία
- και να δείξει στις ΗΠΑ ότι η Ευρώπη είναι δεσμευμένη στις εγγυήσεις ασφαλείας προς την Ουκρανία
Για τα ευρωπαϊκά κράτη με τα περιορισμένα ταμειακά διαθέσιμα, η ανάπτυξη στρατευμάτων, σημειώνει το δημοσίευμα, ίσως είναι μια πιο εφικτή εναλλακτική λύση από την επ’ αόριστον παροχή στρατιωτικής βοήθειας δισεκατομμυρίων ευρώ στην Ουκρανία.
Τα χαρακτηριστικά της στρατιωτικής δύναμης
Η δύναμη θα πρέπει να είναι «αρκετά ισχυρή ώστε να μην αποτελεί έναν εύκολο στόχο τον οποίο θα μπορούσε να “τεστάρει” αμέσως η Ρωσία, και αρκετά μεγάλη ώστε να μην απαιτεί άμεση ενίσχυση», τονίζει ο Καμίλ Γκραντ, πρώην ανώτερος αξιωματούχος του ΝΑΤΟ που τώρα εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

Οπως εκτιμά ο ίδιος, μια τέτοια δύναμη θα περιλάμβανε ίσως περί τους 40.000 στρατιώτες και πιθανότατα θα σχηματιζόταν στο πλαίσιο ενός ad hoc συνασπισμού υπό την ηγεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Ολλανδίας, και με συνεισφορά από τις χώρες της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας.
Ο ρόλος του ΝΑΤΟ θα περιοριστεί εκουσίως στο ελάχιστο, ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος κλιμάκωσης με τη Ρωσία. Ακόμα κι έτσι, σύμφωνα με τον Γκραντ, στο πλαίσιο του λεγόμενου «σχήματος Βερολίνο plus» (σ.σ συμφωνία που επιτρέπει στην Ε.Ε. να αξιοποιεί ορισμένα από τα στρατιωτικά μέσα του ΝΑΤΟ στις δικές της ειρηνευτικές επιχειρήσεις), η Ε.Ε. μπορεί να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες στρατηγικού σχεδιασμού του ΝΑΤΟ για ειρηνευτικές επιχειρήσεις, όπως στην περίπτωση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Αυτό επιτρέπει επίσης τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τα ευρωπαϊκά στρατεύματα θα αποτελούν μια «δύναμη σταθεροποίησης» ή μια «δύναμη αποτροπής» και όχι μια πλήρως ουδέτερη «ειρηνευτική» δύναμη.
Θα προχωρήσουν, άραγε, αυτά τα σχέδια περί ειρηνευτικής αποστολής; Πιθανώς όχι, απαντούν οι FT. Η ίδια η ιδέα προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ειρηνευτικής συμφωνίας με τη Ρωσία που θα επιτρέψει στην Ουκρανία να διατηρήσει την κυριαρχία της, να ελέγχει το έδαφός της, να διατηρήσει τον στρατό της και να παραμείνει μια δημοκρατία με την οποία η Δύση θα είναι σε θέση να συνεργάζεται.
Η Ρωσία ενδέχεται να μη συμφωνήσει ποτέ με αυτό, σημειώνουν οι FT, προσθέτοντας πως η Μόσχα ίσως αθετήσει οποιαδήποτε συμφωνία υπογράψει, όπως έκανε όταν εισέβαλε στην Ουκρανία το 2022, κατά παράβαση των συμφωνιών του Μινσκ που υπέγραψε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και το 2015.
Οι Ευρωπαίοι συχνά λένε ότι ο απώτερος στόχος τους είναι να οικοδομήσουν μια «ισχυρότερη Ουκρανία», η οποία, σύμφωνα με έναν δυτικό αξιωματούχο, θα είναι «σε θέση να συνεχίσει να επιβάλλει βαρύ κόστος στη Ρωσία, να σταματήσει την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων, και να το κάνει αυτό για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο».
Ωστόσο, η Ευρώπη μπορεί να αποφύγει να στείλει στρατεύματα σε μία ζώνη πυρός, φοβούμενη την κλιμάκωση με τη Ρωσία. Ακόμη και αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες αποφασίσουν να στείλουν στρατεύματα, τα κοινοβούλια και οι ψηφοφόροι τους μπορεί να διαφωνήσουν. Οι ΗΠΑ μπορεί επίσης να αρνηθούν να παράσχουν την υλικοτεχνική υποστήριξη που θα χρειαζόταν η επιχείρηση.
Πηγή: Financial Times

