Ο πρόεδρος Τραμπ είχε δώσει στίγμα των προθέσεών του ήδη από την προεκλογική περίοδο και πολύ περισσότερο από την επομένη της εκλογής του. Οι επιλογές του στην εξωτερική πολιτική δεν βασίζονται σε συγκεκριμένο δόγμα ή σε παραδοσιακές σχέσεις, πολλώ δε μάλλον στην πολυμερή διπλωματία.
Ηδη, ο Τραμπ αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων και έχει στοχοποιήσει το Μεξικό, τον Παναμά και τον Καναδά. Αποκαλυπτικό των προθέσεών του είναι ότι δεν προσκάλεσε κανέναν ηγέτη χώρας που συγκαταλέγεται στους πολύ στενούς συμμάχους της Ουάσιγκτον, όπως του Ηνωμένου Βασιλείου ή της Αυστραλίας, γιατί οι τωρινοί δεν ανήκουν στην ίδια ιδεολογική ομάδα.
Αντιθέτως, απηύθυνε πρόσκληση σε περιθωριακές προσωπικότητες της λαϊκιστικής έως και άκρας και αντισυστημικής Δεξιάς από τη Νότια Αμερική και την Ευρώπη. Προφανώς γιατί θέλει να στείλει το μήνυμα πως όσοι ταυτίζονται με την ατζέντα του θα έχουν προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ.
Με λίγα λόγια, τα εθνικά συμφέροντα τρίτων κρατών θα προωθούνται αποτελεσματικότερα, όχι μόνο αν συγκλίνουν με τα αμερικανικά ή στο πλαίσιο μιας εταιρικής σχέσης, αλλά εφόσον εξυπηρετούν την ανάπτυξη ενός παγκόσμιου εναλλακτικού πόλου που θα υιοθετήσει απόλυτα τις θέσεις – απόψεις του Τραμπ.
Επομένως, είναι αναμενόμενο να μην είναι ιδιαίτερα διαλλακτικός ή πάντως ανεκτικός με τους συμμάχους των ΗΠΑ, τουλάχιστον όπως αυτοί έχουν καθοριστεί μεταπολεμικά και μεταψυχροπολεμικά ούτε πρόθυμος να τους υπερασπιστεί αν δεν υπάρχει ουσιαστικό αμερικανικό διακύβευμα.
Στην ομιλία του κατά την τελετή ορκωμοσίας επέκρινε τον προκάτοχό του γιατί έδωσε χρήματα για να υπερασπιστεί τα σύνορα άλλων (σ.σ. Ουκρανία) και όχι τα αμερικανικά, θέλοντας έτσι να δικαιολογήσει την απόφασή του να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα με το Μεξικό.
Μάλιστα, η στρατιωτικοποίηση του μεταναστευτικού και η σκληρή ορολογία περί εισβολής μεταναστών, με γνώμονα την εσωτερική ασφάλεια, ενθαρρύνει και υποστηρίζει εν τοις πράγμασι ηγεσίες ανά τον κόσμο ανάλογων αντιλήψεων.
Φαίνεται ότι ο Τραμπ έχει αποφασίσει μέσα από δραστικές αλλαγές να αλλάξει το υπόδειγμα στο εσωτερικό και να δώσει το… κατάλληλο παράδειγμα στο εξωτερικό, ενισχύοντας έτσι τον άξονα των συντηρητικών αλλά και όσων αμφισβητούν θεμελιώδεις αρχές που αποτελούν εδώ και δεκαετίες τη συγκολλητική ουσία των δυτικών δημοκρατιών.
Εχοντας δε στη διάθεσή του τα εργαλεία που του προσφέρει ο Ελον Μασκ (όπως η πλατφόρμα X), αλλά και τον εξίσου λαλίστατο «πρώτο φίλο» του, θα μπορεί ευκολότερα να επιτίθεται σε μη αρεστούς ξένους ηγέτες, ταυτόχρονα ασκώντας τους πίεση να ευθυγραμμιστούν μαζί του, αλλά και ενδυναμώνοντας τις φωνές στο εσωτερικό των κρατών τους υπέρ του Τραμπ.
Κατά κάποιον τρόπο, όπως συμβαίνει με αυταρχικούς ηγέτες, όπως ο Πούτιν και ο Ερντογάν, στη λογική του Αμερικανού προέδρου το εθνικό συμφέρον ταυτίζεται με τον ίδιο, οπότε η εξομοίωση πολιτικών σχηματισμών με τον Τραμπ θα συνιστά πατριωτική επιλογή, ενώ η αντίθεση σε αυτόν στήριξη μιας φιλελεύθερης, διεθνικής ατζέντας, που έχει μάλιστα ηττηθεί πανηγυρικά στο πρόσωπο του Μπάιντεν.
Η έμφαση στο έθνος-κράτος και η περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα έρχεται να αντικαταστήσει την επίδειξη αλληλεγγύης και την επικράτηση (έστω και ως επίφαση) των αξιών ως βάση εμπέδωσης σχέσεων εμπιστοσύνης με συμμάχους.
Αλλωστε, ο Αμερικανός πρόεδρος αποδεδειγμένα δεν συνδέει την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων και τη διατήρησή της με την αμερικανική παγκόσμια ισχύ, οπότε δεν αισθάνεται την υποχρέωση να την υπερασπιστεί σθεναρά.
* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

