Από τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές, έχουμε γίνει μάρτυρες εντυπωσιακών προσαρμογών στη στενή του νίκη και εντολή, αυτό που έχει ονομαστεί «προληπτική υπακοή».
Μήπως υπνοβατούμε προς την απολυταρχία; Ελπίζουμε πως όχι, και θα χαιρόμασταν αν η απειλή δεν υλοποιηθεί.
Αλλά ως στενοί παρατηρητές ανθρώπων και τόπων όπου η δημοκρατία έχει δεχθεί πιέσεις και περιστασιακά έχει λυγίσει, βλέπουμε τον έρποντα αυταρχισμό ως μια διακριτή πιθανότητα.
Γνωρίζουμε καλά άλλα έθνη, συμπεριλαμβανομένων της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, όπου οι ηγέτες έχουν κατευθύνει πολιτικές που οδηγούν σε οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας.
Βλέπουμε ανατριχιαστικές ομοιότητες μεταξύ του τι συνέβη σε αυτές τις χώρες και το τι ο Τραμπ και η ομάδα μετάβασής του έχουν ήδη κάνει και υπόσχονται να κάνουν.
Ευτυχώς, έχουμε επίσης παραδείγματα χωρών που έχουν αντισταθεί στις απειλές κατά της δημοκρατίας και μπορούμε να μάθουμε από αυτές.
Η μετάβαση του Τραμπ χαρακτηρίστηκε από τους ταχύτατους διορισμούς αρκετών υπουργών που είναι τόσο ανειδίκευτοι όσο και πιθανώς επικίνδυνοι για την ασφάλεια και την υγεία του αμερικανικού λαού.
Η μετάβαση περιλάμβανε επίσης έναν καταιγισμό πραγματικών και απειλούμενων αγωγών συκοφαντικής δυσφήμισης κατά επικριτών.
Επιχειρηματικοί ηγέτες με οικονομικά συμφέροντα εξαρτώμενα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχουν επίσης συμβιβαστεί με τον εκλεγμένο πρόεδρο, ο οποίος έχει απειλήσει να χρησιμοποιήσει τη ρυθμιστική του εξουσία για να επιλέξει ευνοούμενους.
Σε μια δεύτερη θητεία, οι ενέργειες Τραμπ μπορεί να είναι ακόμη πιο επικίνδυνες επειδή τώρα ακολουθεί το εγχειρίδιο που δημιούργησε ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτωρ Ορμπαν, ο οποίος αφού έχασε και μετά ανέκτησε το αξίωμα, μετέτρεψε τη χώρα του από δημοκρατία σε «ανελεύθερο κράτος», όπως το έθεσε.
Ηταν μία από τις ταχύτερες καταρρεύσεις μιας ισχυρής δημοκρατίας που έχουν καταγραφεί.
Οπως έχουμε δει σε άλλες δημοκρατίες, η απολυταρχία δεν χτίζεται από τις ιδιοτροπίες ενός ηγέτη αλλά εδραιώνεται μόνο όταν έχει πιστοποιηθεί από τον νομικισμό – εκμεταλλευόμενη νόμιμα μέσα για να εξυπηρετήσει αυταρχικούς σκοπούς.
Μετά την τρίτη επίσκεψη του κ. Ορμπαν στο Μαρ-α-Λάγκο στις αρχές Δεκεμβρίου του 2024, και μετά τις αποκαλύψεις ότι οι άνθρωποι του κ. Ορμπαν εμπλέκονταν στον επηρεασμό της πολιτικής στη δεύτερη θητεία του κ. Τραμπ, η συμπάθεια του Τραμπ για το εγχειρίδιο του Ορμπαν δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη.
Ο κ. Ορμπαν χρησιμοποίησε το νόμο ως όπλο κατά της ουγγρικής δημοκρατίας. Οταν ήρθε στην εξουσία το 2010, εξαπέλυσε μια σειρά νόμων σχεδιασμένων να φέρουν τα δικαστήρια υπό τον έλεγχό του και να τρομοκρατήσουν τα μέσα ενημέρωσης και την αντιπολίτευση.
Συγκέντρωσε την εξουσία σε ένα συνεχώς διευρυνόμενο Γραφείο του Πρωθυπουργού, παρακάμπτοντας το υπουργικό του συμβούλιο και δίνοντας εντολές απευθείας στη γραφειοκρατία, την οποία είχε ανακατασκευάσει αλλάζοντας το νόμο περί δημοσίων υπαλλήλων για να απολύσει όσους δεν ήταν ήδη στην ομάδα του και να φέρει συμμάχους σε καίριες θέσεις.
Η άνοδος του Ορμπαν στην εξουσία συνοδεύτηκε από την επιθετική χρήση αγωγών συκοφαντικής δυσφήμισης για να εξαντλήσει τους πόρους των επικριτών και να καταστείλει τις φιλοδοξίες νέων αντιπάλων.
Ο κ. Τραμπ υπόσχεται να κάνει σε μεγάλο βαθμό το ίδιο, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης των ιδεών του Project 2025 και των υποστηρικτών του, πολλοί από τους οποίους στελεχώνουν τη διοίκησή του.
Το Project 2025 καθορίζει ένα εγχειρίδιο 180 ημερών για τη γρήγορη κατάληψη της κυβέρνησης, χρησιμοποιώντας νομικά εργαλεία.
Το σχέδιο προβλέπει ένα διογκωμένο Λευκό Οίκο και Εκτελεστικό Γραφείο του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών που υιοθετεί μια ενιαία εκτελεστική θεωρία ότι «είναι η ατζέντα του Προέδρου που θα πρέπει να έχει σημασία για τα τμήματα και τις υπηρεσίες που λειτουργούν υπό τη συνταγματική του εξουσία».
Το Project 2025 στη συνέχεια βασίζεται στην επαναφορά του εκτελεστικού διατάγματος του κ. Τραμπ του 2020 που δημιουργεί το Schedule F, το οποίο επιτρέπει την αναταξινόμηση των θέσεων δημοσίων υπαλλήλων ως θέσεις κατά βούληση, ώστε ο πρόεδρος να μπορεί να απομακρύνει γραφειοκράτες που δεν είναι στην ομάδα του.
Ωστόσο, ακόμη και πριν οι διορισμένοι του κ. Τραμπ εισέλθουν στα γραφεία τους, ο κ. Τραμπ και οι θαυμαστές του έχουν ξεκινήσει αγωγές συκοφαντικής δυσφήμισης και απειλές ποινικής έρευνας για να εκφοβίσουν δημοσιογράφους και πολιτικούς αντιπάλους, ακριβώς όπως έκανε ο κ. Ορμπαν.
Το ABC News μόλις διευθέτησε μια τέτοια υπόθεση για 15 εκατομμύρια δολάρια αντί να ρισκάρει το κόστος και την οργή του Τραμπ υπερασπίζοντας τον δημοσιογράφο του.
Ο κ. Τραμπ δεν έχει κρύψει ότι θέλει να αποδυναμώσει την υπόθεση-ορόσημο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, New York Times εναντίον Σάλιβαν, η οποία θέτει υψηλό όριο για την απόδειξη συκοφαντικής δυσφήμισης κατά δημοσίων αξιωματούχων.
Εισερχόμενος στο αξίωμα με μια καταιγίδα νομοθεσίας και εξωφρενικών προτάσεων πολιτικής το 2010, ο κ. Ορμπαν διαίρεσε την αντιπολίτευση. Οσοι ενδιαφέρονταν για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης υιοθέτησαν ένα σύνολο πρωτοβουλιών· όσοι ανησυχούσαν για τη δικαστική ανεξαρτησία ξεκίνησαν άλλο· άλλοι επικεντρώθηκαν στους κρατούμενους και τους μετανάστες.
Η αντιπολίτευση σπανίως ενώθηκε, παρά μόνο όταν αντιμετώπισε επιθέσεις σε πολλαπλά μέτωπα.
Ο κ. Τραμπ χρησιμοποιεί ήδη αυτή την τακτική του κατακλυσμού με νομικές κινήσεις σχεδιασμένες να διαιρέσουν και να κατακτήσουν την αντιπολίτευσή του.
Κάποιοι δίνουν προτεραιότητα στην επερχόμενη μάχη κατά των μαζικών απελάσεων· άλλοι διπλασιάζουν τις προσπάθειές τους στα δικαιώματα των τρανς ατόμων· δικηγόροι επικεντρώνονται στην προστασία του Υπουργείου Δικαιοσύνης από το να ασκήσει άδικες διώξεις κατά των πολιτικών αντιπάλων του κ. Τραμπ (και στην αντίδραση αν συμβεί)· πρώην δικαστές επικεντρώνονται στη δικαστική λήψη αποφάσεων και τους διορισμούς αν το κράτος δικαίου δεχθεί επίθεση.
Αλλά ο σκοπός και η ενέργεια που κυριάρχησε στην προεκλογική εκστρατεία πρέπει να διατηρηθεί, καθιστώντας την αντιπολίτευση ανθεκτική σε μια στρατηγική διαίρεσης.
Μαθήματα από άλλες απόπειρες απολυταρχικής προέλασης παρέχουν περισσότερη καθοδήγηση για τη δημοκρατική αυτοάμυνα.
Στην Πολωνία, όπου η κυβέρνηση του Νόμου και της Δικαιοσύνης επίσης εδραίωσε την εξουσία της με νόμο χρησιμοποιώντας το εγχειρίδιο του Ορμπαν, ορδές Πολωνών πολιτών βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας προστασία της δικαιοσύνης.
Όταν πλησίασαν οι επόμενες εκλογές, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έβαλαν στην άκρη τις διαφορές τους για να δημιουργήσουν μια εκστρατεία που επικεντρώθηκε στις απειλές κατά της συνταγματικής δημοκρατίας. Κέρδισαν, αν και οριακά, το 2023.
Αλλά η πολωνική εκλογική νίκη δείχνει επίσης πόσο δύσκολο είναι να ξεριζώσεις μια κυβέρνηση που έχει εδραιωθεί με νόμο. Με τον απερχόμενο πρόεδρο που συνδέεται με το Νόμο και τη Δικαιοσύνη να μπλοκάρει νέα νομοθεσία με το βέτο του και το διορισμένο Συνταγματικό Δικαστήριο να ανατρέπει άλλες πρωτοβουλίες, η κυβέρνηση που εξελέγη με πλατφόρμα αποκατάστασης της δημοκρατίας μπορεί μετά βίας να προχωρήσει και ήδη πέφτει στις δημοσκοπήσεις επειδή φαίνεται αναποτελεσματική.
Το μάθημα που μας διδάσκει η Πολωνία είναι ότι οι επίδοξοι απολυταρχικοί ηγέτες μπορούν να αποκρουστούν αν η αντιπολίτευση είναι ενωμένη, αλλά επίσης ότι μια χώρα έχει καλύτερες πιθανότητες ανάκαμψης αν μπλοκάρει την απολυταρχική κυβέρνηση πριν εδραιωθεί νομικά.
Οπως στην Πολωνία, ο κ. Τραμπ κατάφερε να εδραιώσει μια σαφή πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, και οι αποφάσεις του συνέβαλαν στην καθυστέρηση οποιασδήποτε πιθανής λογοδοσίας από ομοσπονδιακό δικαστήριο για τη συμπεριφορά του.
Στη Βραζιλία, όπου ο Ζαΐχ Μπολσονάρου κυβέρνησε σαν τον Τραμπ με ιδιοτροπία και εκδίκηση, οι εκλογές του 2022 τον ανέτρεψαν οριακά.
Αλλά επειδή ο Μπολσονάρου, όπως ο Τραμπ, δεν εδραιώθηκε πλήρως με νόμο στην πρώτη του θητεία, το ακόμη ανεξάρτητο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο μπόρεσε να τον αποκλείσει από το να θέσει υποψηφιότητα για οκτώ χρόνια, και οι ακόμη ανεξάρτητοι ομοσπονδιακοί εισαγγελείς εξετάζουν τώρα συντριπτικά στοιχεία ότι είχε σχεδιάσει πραξικόπημα.
Εδώ επίσης, ωστόσο, η δημοκρατική ανάκαμψη εξαρτάται από κρίσιμους θεσμούς που παραμένουν ανεξάρτητοι και δεν στελεχώνονται με πιστούς κατά τη διάρκεια της απόπειρας αυταρχικής κατάληψης.
Οι υπερασπιστές της δημοκρατίας θα πρέπει να παραμείνουν ενωμένοι, επικεντρώνοντας στο να διασφαλίσουν ότι τα «θεσμικά αντίβαρα» παραμένουν άθικτα και ότι οι κρίσιμοι θεσμοί επιτήρησης της δημοκρατίας διατηρούνται ακέραιοι.
Διαφορετικά, η Αμερική πράγματι θα βρεθεί να οδεύει με υπνοβασία προς την απολυταρχία.
* Οι Kim Lane Scheppele και Norman Eisen είναι ειδικοί σε θέματα δημοκρατίας και αυταρχισμού, με πολύχρονη εμπειρία στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πηγή: New York Times

