Το ενδιαφέρον του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, για τη Γροιλανδία επανέρχεται στο προσκήνιο, προκαλώντας διεθνή συζήτηση για τις στρατηγικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές προεκτάσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Η επιθυμία του Τραμπ να εντάξει το νησί των 57.000 κατοίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες φέρνει στο φως όχι μόνο τη γεωπολιτική σημασία της περιοχής, αλλά και το πλέγμα εξαρτήσεων και συμφερόντων που τη διαμορφώνουν.
Γιατί ενδιαφέρεται ο Τραμπ;
Η Γροιλανδία κατέχει κεντρική θέση στον Αρκτικό κύκλο, προσφέροντας στρατηγική πρόσβαση στον Βόρειο Ατλαντικό και στις διαδρομές μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.
Η τοποθεσία της είναι ζωτικής σημασίας για το αμερικανικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης βαλλιστικών πυραύλων, ενώ αποτελεί και πύλη προς τις κινήσεις του ρωσικού ναυτικού και των υποβρυχίων του.
Πέρα από τα στρατιωτικά οφέλη, η Γροιλανδία είναι πλούσια σε φυσικούς πόρους, περιλαμβάνοντας 25 από τα 34 ορυκτά που χαρακτηρίζονται «κρίσιμα» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως γραφίτης, λίθιο και σπάνιες γαίες.
Παρότι η εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου απαγορεύεται για περιβαλλοντικούς λόγους, η δυναμική της εξόρυξης αυτών των πρώτων υλών προσελκύει διεθνές ενδιαφέρον.
Η αμερικανική παρουσία
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν μόνιμη στρατιωτική βάση –την αεροπορική βάση Pituffik– στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού.
Η βάση αυτή λειτουργεί βάσει συμφωνίας του 1951, που επιτρέπει στις ΗΠΑ να κατασκευάζουν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και να μετακινούν δυνάμεις στο νησί.
Το γεγονός αυτό αντανακλά τη μακροχρόνια στρατηγική συνεργασία Κοπεγχάγης και Ουάσιγκτον, με τη Δανία να εξαρτάται από τις ΗΠΑ για την ασφάλεια της περιοχής μέσω του ΝΑΤΟ.
Το status quo της Γροιλανδίας
Η Γροιλανδία παραμένει ημιαυτόνομη περιοχή υπό τη Δανία, έχοντας τη δυνατότητα να κηρύξει την ανεξαρτησία της μέσω δημοψηφίσματος.
Ωστόσο, οι οικονομικές εξαρτήσεις του νησιού, όπως η ετήσια επιχορήγηση ύψους σχεδόν 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων από τη Δανία, καθιστούν την πλήρη ανεξαρτησία δύσκολη.
Το 95% των εξαγωγών της Γροιλανδίας αφορά την αλιεία, ενώ η ανάπτυξη άλλων τομέων, όπως η εξόρυξη, παρεμποδίζεται από γραφειοκρατικά εμπόδια και αντιδράσεις των αυτοχθόνων.
Παρότι η πλειοψηφία των Γροιλανδών επιθυμεί την ανεξαρτησία, υπάρχουν έντονοι προβληματισμοί για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου.
Ενα πιθανό σενάριο μετά την ανεξαρτησία θα μπορούσε να περιλαμβάνει «ελεύθερη σύνδεση» με τις ΗΠΑ, όπως αυτή που ισχύει για τα νησιά Μάρσαλ ή τα Παλάου, παρέχοντας στρατιωτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ έναντι οικονομικής υποστήριξης.
Η στάση της Δανίας
Η Δανία έχει επανειλημμένα απορρίψει τις προτάσεις αγοράς της Γροιλανδίας από τις ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντάς τες «παράλογες».
Η πρωθυπουργός Μέτε Φρέντρικσεν έχει υπογραμμίσει ότι το μέλλον της Γροιλανδίας ανήκει αποκλειστικά στον λαό της.
Την ίδια στιγμή, η γροιλανδική πολιτική ηγεσία, όπως η Αατζα Τσέμνιτζ, απορρίπτει κατηγορηματικά την ιδέα να γίνει το νησί πιόνι στα «όνειρα επέκτασης» του Τραμπ.
Η επόμενη μέρα
Οποιαδήποτε προσπάθεια ενσωμάτωσης της Γροιλανδίας στις Ηνωμένες Πολιτείες θα απαιτήσει σύνθετες διπλωματικές διαπραγματεύσεις, ενώ είναι αμφίβολο εάν οι ίδιοι οι Γροιλανδοί θα αποδεχθούν ένα νέο καθεστώς εξάρτησης.
Οι γεωπολιτικές και περιβαλλοντικές ισορροπίες του Αρκτικού κύκλου θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις, με την Ουάσιγκτον, την Κοπεγχάγη και το Νουούκ να κατέχουν καθοριστικούς ρόλους.
Reuters

