Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων σε ιρανικές και ρωσικές οντότητες με την κατηγορία ότι επιχείρησαν να παρέμβουν στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 2024.
Στο στόχαστρο των αμερικανικών αρχών τέθηκαν μια θυγατρική του Σώματος των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν (IRGC) και μια οργάνωση που συνδέεται με την υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών της Ρωσίας (GRU), καθώς σύμφωνα με την ανακοίνωση στόχευαν «να πυροδοτήσουν κοινωνικοπολιτικές εντάσεις και να επηρεάσουν το εκλογικό σώμα των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των αμερικανικών εκλογών του 2024».
Ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών για την Τρομοκρατία και την Οικονομική Κατασκοπεία, Μπράντλεϊ Σμιθ, δήλωσε ότι «οι κυβερνήσεις του Ιράν και της Ρωσίας έχουν βάλει στο στόχαστρο τις εκλογικές διαδικασίες και τους θεσμούς μας και προσπάθησαν να διχάσουν τον αμερικανικό λαό μέσω στοχευμένων εκστρατειών παραπληροφόρησης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν σε επαγρύπνηση έναντι των αντιπάλων που θα υπονόμευαν τη δημοκρατία μας».
Η αποστολή του Ιράν στα Ηνωμένα Εθνη στη Νέα Υόρκη και η πρεσβεία της Ρωσίας στην Ουάσιγκτον δεν απάντησαν στα αιτήματα του Reuters για σχολιασμό.
Ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών, Ντόναλντ Τραμπ, εξελέγη πρόεδρος τον Νοέμβριο, κερδίζοντας την υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις.
Το υπουργείο Οικονομικών είπε ότι το ιρανικό Κέντρο Παραγωγής Γνωστικού Σχεδιασμού προετοίμαζε, για λογαριασμό των Φρουρών της Επανάστασης, επιχειρήσεις επιρροής τουλάχιστον από το 2023, με σκοπό να υποκινήσουν εντάσεις μεταξύ του εκλογικού σώματος.
Επίσης, κατηγόρησε το Κέντρο Γεωπολιτικής Εμπειρογνωμοσύνης (CGE), που εδρεύει στη Μόσχα, ότι διακινεί παραπληροφόρηση σχετικά με τους υποψηφίους στις εκλογές καθώς και ότι κατευθύνει και επιχορηγεί τη δημιουργία deepfakes. Πρόσθεσε επίσης ότι η CGE χειραγώγησε βίντεο για να παραγάγει «αβάσιμες κατηγορίες σχετικά με έναν υποψήφιο αντιπρόεδρο», ωστόσο δεν διευκρίνισε ποιος υποψήφιος ήταν στόχος.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το CGE, υπό την καθοδήγηση της GRU, χρησιμοποίησε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για να δημιουργήσει με ταχύτητα παραπληροφόρηση που διανέμεται σε ένα δίκτυο ιστοσελίδων που σχεδιάστηκαν για να μοιάζουν με νόμιμες ειδησεογραφικές πηγές.
Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών κατηγόρησε την GRU ότι παρείχε οικονομική υποστήριξη στην CGE και σε ένα δίκτυο διαμεσολαβητών που εδρεύουν στις ΗΠΑ προκειμένου να δημιουργήσει και να διατηρήσει τον διακομιστή υποστήριξης AI και να διατηρήσει ένα δίκτυο τουλάχιστον 100 ιστότοπων που χρησιμοποιούνται στις επιχειρήσεις παραπληροφόρησης.
Κυρώσεις επιβλήθηκαν επίσης στον διευθυντή της CGE.
Πηγή: Reuters

