Το Κρεμλίνο είχε συνδεθεί με τη δυναστεία των Ασαντ από το 1971, όταν και υπέγραψε συμφωνία μίσθωσης για το λιμάνι της Ταρτούς. Πενήντα χρόνια μετά, η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στις συριακές ακτές απειλείται ευθέως από την πτώση του καθεστώτος. Η στρατηγικής σημασίας εξέλιξη εγείρει αρχικά το ερώτημα γιατί η Μόσχα δεν αντέδρασε, όπως μάλλον θα περίμενε κανείς, στην επίθεση των ανταρτών που ανέτρεψαν τον προστατευόμενο της Ρωσίας, Μπασάρ αλ Ασαντ.
«Η Ρωσία επιτέθηκε στους αντάρτες από αέρος τις πρώτες ημέρες. Ωστόσο, τα πράγματα στο έδαφος εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα και σύντομα έγινε σαφές ότι ο στρατός του Ασαντ απλώς δεν θα πολεμούσε – υποχωρούσαν μαζικά. Το 2015 η Ρωσία βασιζόταν στη Χεζμπολάχ και σε άλλες φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές για να πολεμήσει τους αντάρτες και ποτέ δεν έστειλε μεγάλο αριθμό χερσαίων στρατευμάτων στη Συρία. Αυτή τη φορά η Χεζμπολάχ αποδυναμώθηκε καταλυτικά από το Ισραήλ, και το Ιράν δεν έστειλε άλλες πολιτοφυλακές, πιθανότατα επειδή είδε ότι το καθεστώς δεν μπορούσε να διασωθεί. Φαίνεται ότι η Ρωσία συμμεριζόταν αυτή την άποψη και δεν μπορούσε να κάνει πολλά για να βοηθήσει τον πελάτη της», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «Κ» η Ξένια Σβετλόβα, πρώην βουλευτής της Κνεσέτ, ανώτερη συνεργάτις στο Atlantic Council.

«Διευκολύνσεις»
Το δεύτερο ερώτημα που προκύπτει αφορά τον αντίκτυπο στις σχέσεις της Μόσχας με την Αγκυρα, η οποία υποστήριξε τους αντάρτες που ανέτρεψαν το φιλικά προσκείμενο στη Ρωσία συριακό καθεστώς. «Για το Κρεμλίνο, η Τουρκία είναι στρατηγικός εταίρος με κάποιο στοιχείο εξάρτησης, αφού λόγω των κυρώσεων η Ρωσία δεν έχει πολλές επιλογές για οικονομική και ενεργειακή συνεργασία. Ηταν γνωστό ότι η Τουρκία επιδιώκει τη δική της ατζέντα στη Συρία. Υπήρχε οπωσδήποτε κάποια μορφή τουρκικής διευκόλυνσης που επέτρεψε στους Ρώσους να αποσύρουν τις δυνάμεις τους συντεταγμένα, χωρίς αιματοχυσία και επιθέσεις εναντίον τους από τους αντάρτες», μας είπε η αναλύτρια του Atlantic Council.
Το τρίτο ερώτημα αυτομάτως οδηγεί στις συνέπειες για τη ρωσική παρουσία στη Μεσόγειο. Αν τη χάσει, θα είναι μια σημαντική οπισθοδρόμηση τόσο για τις επιδιώξεις της Μόσχας στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες βρίσκονται ήδη υπό πίεση από το κλείσιμο της Μαύρης Θάλασσας, όσο και για την προβολή ισχύος στην Αφρική – την οποία η Συρία διευκόλυνε ως σημείο διέλευσης. «Εχουμε ήδη δει πλοία μεταφοράς της Ρωσίας να κινούνται προς πιθανή απομάκρυνση από τη Συρία, αλλά προέρχονται από τον βόρειο στόλο στο μακρινό βόρειο τμήμα της Ρωσίας, γεγονός που παρέχει μια ένδειξη για το πόσο μακρύτερη, περίπλοκη και ακριβή θα είναι η διατήρηση της παρουσίας της χωρίς την άμεση διαδρομή μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Συνολικά, αυτό καθιστά τη Νότια Ευρώπη ουσιαστικά πιο ασφαλή, καθώς καθίσταται πολύ πιο δύσκολο για τη Ρωσία να εξαπολύσει πυραυλικές επιθέσεις εναντίον των νοτιότερων μελών του ΝΑΤΟ», μεταφέρει στην «Κ» ο Κιρ Τζάιλς, ανώτερος συνεργάτης του Ερευνητικού Κέντρου Συγκρούσεων – CSRC και σύμβουλος του Chatham House.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ορισμένοι παρατηρητές φθάνουν στο σημείο να αναρωτιούνται αν η Ρωσία υποχώρησε στη Μέση Ανατολή ως μέρος κάποιας συμφωνίας για ένα deal στην Ουκρανία. Ομως η Συρία δεν έχει φανεί να είναι τόσο σημαντική στην ατζέντα των ΗΠΑ, και άλλωστε, από τα δεδομένα στο πεδίο, δεν είναι σαφές τι θα μπορούσε να έχει πράξει η Ρωσία πολύ διαφορετικά σε επιχειρησιακό επίπεδο. Οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η Μόσχα ήρθε αντιμέτωπη με μια στρατηγική έκπληξη που πηγάζει από το γεγονός ότι απλά δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει τη στρατιωτική της επικράτηση στη Συρία.

Τόσο μπόρεσε
«Δεν έχω δει τέτοιες ενδείξεις και θα ήμουν πολύ έκπληκτος αν τις έβλεπα, πέρα από τις προσπάθειες των Ρώσων προπαγανδιστών που θα ήθελαν να εμφανίσουν την οπισθοχώρηση στη Συρία ως εθελοντική ενέργεια της Μόσχας, επιχειρώντας να πείσουν τον κόσμο ότι η Μόσχα θα πρέπει να έχει λάβει κάποιο είδος εύνοιας σε αντάλλαγμα, όπως η αυξημένη πίεση στην Ουκρανία να παραδοθεί. Η Ρωσία αντέδρασε εντός των ορίων των δυνατοτήτων της. Με τη Μαύρη Θάλασσα κλειστή για το ρωσικό ναυτικό λόγω της Ουκρανίας και τις χερσαίες δυνάμεις κατοχής στην πρώτη γραμμή, το μόνο που φαίνεται ότι μπόρεσε να συνεισφέρει η Ρωσία είναι ένας περιορισμένος αριθμός αεροπορικών επιδρομών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε κλασικό ρωσικό στυλ – κυρίως εναντίον αμάχων» επισημαίνει ο Κιρ Τζάιλς.
Σύμφωνα με δήλωση του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, «μετά τις συνομιλίες του με έναν αριθμό συμμετεχόντων στην ένοπλη σύγκρουση στη Συριακή Αραβική Δημοκρατία, ο Μπασάρ αλ Ασαντ αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση του Σύρου προέδρου και να εγκαταλείψει τη χώρα, δίνοντας εντολή στην κυβέρνηση να παραδώσει την εξουσία ειρηνικά».
Στρατηγική απώλεια
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι αντάρτες της Συρίας επέφεραν ένα σφοδρό πλήγμα στις ναυτικές φιλοδοξίες της Μόσχας, καθώς η απώλεια ενός στρατηγικού λιμανιού της Μεσογείου είναι σε θέση να προβληματίσει το Κρεμλίνο για τις δυνατότητες του ρωσικού πολεμικού ναυτικού.
«Η Ρωσία θα έχει πολλά προβλήματα με την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο. Λογικά θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τη ναυτική βάση τους στην Ταρτούς και μένει να φανεί αν θα μπορούσαν να συνάψουν κάποια συμφωνία με τους αντάρτες, ίσως σε αντάλλαγμα για κάποια όπλα. Ομως, σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι τα πράγματα όπως ίσχυαν επί Ασαντ. Τα logistics θα είναι πιο περίπλοκα και η παρουσία θα είναι πιο περιορισμένη. Αν η Ρωσία χάσει τη βάση, θα απολέσει έναν σημαντικό κόμβο που χρησιμοποιούσε επίσης για την προβολή ισχύος στην Αφρική και σε άλλες αραβικές χώρες. Η σύνδεση με την Κριμαία θα διαταραχθεί επίσης», υπογραμμίζει στην «Κ» η Ξένια Σβετλόβα.
________________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Αντάρτης φρουρεί την είσοδο του τεμένους Ουμαγιάντ στη Δαμασκό, εκεί όπου χιλιάδες προσευχήθηκαν την Παρασκευή. Ρίχνοντας το καθεστώς Ασαντ οι μαχητές της HTS επέφεραν σφοδρό πλήγμα και στις ναυτικές φιλοδοξίες της Μόσχας, καθώς η απώλεια ενός στρατηγικού λιμανιού της Μεσογείου θα προβληματίσει το Κρεμλίνο για τις δυνατότητες του ρωσικού πολεμικού ναυτικού. Φωτ. Daniel Berehulak / The New York Times

