«Αυτή είναι η τελευταία μου στήλη στους New York Times, όπου άρχισα να δημοσιεύω τις απόψεις μου τον Ιανουάριο του 2000. Αποσύρομαι από τους Times, όχι από τον κόσμο, οπότε θα εξακολουθώ να εκφράζω τις απόψεις μου σε άλλα μέρη. Όμως, αυτό μοιάζει με μια καλή ευκαιρία για μία αποτίμηση τού έχει αλλάξει αυτά τα τελευταία 25 χρόνια»: Ετσι ξεκινάει το αποχαιρετιστήριο άρθρο του στους ΝΥΤ ο κορυφαίος Αμερικανός οικονομολόγος και νομπελίστας, ο οποίος γνωστοποιεί το τέλος της στήλης του, μετά από 25 χρόνια.
Οπως γράφει, κοιτάζοντας στο παρελθόν, αυτό που τον συγκλονίζει είναι το πόσο αισιόδοξοι ήταν οι άνθρωποι στην Αμερική και τη Δύση και το πόσο αυτή η αισιοδοξία έχει αντικατασταθεί από την οργή και την πικρία. «Δεν μιλάω μόνο για άτομα της εργατικής τάξης που νιώθουν προδομένα από τις ελίτ. Κάποιοι από τους πιο οργισμένους, τους πιο αγανακτισμένους ανθρώπους στην Αμερική αυτή τη στιγμή -άνθρωποι που φαίνεται πολύ πιθανό να έχουν μεγάλη επιρροή στην επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ- είναι δισεκατομμυριούχοι που δεν αισθάνονται ότι τους θαυμάζουν αρκετά.
Είναι δύσκολο να μεταφέρει κανείς πόσο καλά αισθάνονταν οι περισσότεροι Αμερικανοί το 1999 και στις αρχές του 2000, λέει ο ίδιος, επικαλούμενος τις δημοσκοπήσεις που καταδείκνυαν ένα επίπεδο ικανοποίησης «που μοιάζει σουρεαλιστικό με τα σημερινά δεδομένα».
«Η αίσθησή μου για το τι συνέβη στις εκλογές του 2000 ήταν ότι πολλοί Αμερικανοί θεωρούσαν δεδομένη την ειρήνη και την ευημερία, οπότε ψήφισαν τον τύπο που φαινόταν ότι θα ήταν πιο διασκεδαστικό να κάνεις παρέα μαζί του» σημειώνει.
Αναλόγως καλά φαινόταν να πηγαίνουν τα πράγματα και στην Ευρώπη, λέει ο ίδιος, όπου η υιοθέτηση του ευρώ χαιρετίστηκε ευρέως ως ένα βήμα προς την πολιτική και οικονομική ενσωμάτωση. «Κάποιοι από εμάς τους άσχημους Αμερικανούς είχαμε επιφυλάξεις, τις οποίες, ωστόσο, δεν συμμερίζονταν πολλοί» σχολιάζει.
Φυσικά, δεν ήταν όλα ρόδινα, προσθέτει, αναφερόμενος στις τότε πρώιμες θεωρίες συνωμοσίας και την τρομοκρατία στις ΗΠΑ, αλλά και τις οικονομικές κρίσεις στην Ασία – που κάποιοι εξελάμβαναν ως προάγγελο όσων θα ακολουθούσαν.
«Γιατί αυτή η αισιοδοξία πήγε περίπατο; Όπως εκτιμώ εγώ, είχαμε μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις ελίτ: Ο κόσμος δεν πιστεύει πλέον ότι οι άνθρωποι που διοικούν τα πράγματα ξέρουν τι κάνουν ή ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι ειλικρινείς».
«Δεν ήταν πάντα έτσι. Το 2002 και το 2003, όσοι από εμάς υποστηρίζαμε ότι τα στοιχία για την εισβολή στο Ιράκ ήταν θεμελιωδώς απατηλά, δεχθήκαμε πολλές αντιδράσεις από ανθρώπους που αρνούνταν να πιστέψουν ότι ένας Αμερικανός πρόεδρος θα έκανε κάτι τέτοιο. Σήμερα ποιος θα το έλεγε αυτό;» διερωτάται.
«Με διαφορετικό τρόπο, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υπονόμευσε κάθε εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στις κυβερνήσεις και τη γνώση τους πώς να διαχειρίζονται τις οικονομίες. Το ευρώ ως νόμισμα επέζησε από την ευρωπαϊκή κρίση που κορυφώθηκε το 2012, η οποία εκτίναξε την ανεργία σε ορισμένες χώρες σε επίπεδα Μεγάλης Ύφεσης, αλλά η εμπιστοσύνη στους ευρωκράτες – και η πίστη σε ένα λαμπρό ευρωπαϊκό μέλλον – δεν επέζησε» σχολιάζει.
Δεν είναι μόνο οι κυβερνήσεις που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, λέει ο Κρούγκμαν. «Είναι εκπληκτικό, κοιτάζοντας πίσω κανείς, να δει πόσο πιο ευνοϊκά αντιμετωπίζονταν οι τράπεζες πριν από την οικονομική κρίση».
«Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι δισεκατομμυριούχοι της τεχνολογίας ήταν ευρέως αξιοθαύμαστοι σε όλο το πολιτικό φάσμα, κάποιοι απολαμβάνοντας στάτους λαϊκού ήρωα. Όμως, τώρα τώρα αυτοί και ορισμένα από τα προϊόντα τους αντιμετωπίζουν τη διάψευση και χειρότερα- η Αυστραλία έχει απαγορεύσει ακόμη και τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από παιδιά κάτω των 16 ετών. Κάτι που με οδηγεί ξανά στην επισήμανσή μου πως ορισμένοι από τους πιο αγανακτισμένους στην Αμερική αυτή τη στιγμή φαίνεται να είναι οργισμένοι δισεκατομμυριούχοι».
Ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας αναφέρεται στη δημόσια συζήτηση που γίνεται εσχάτως για τη σκληρή στροφή προς τα δεξιά ορισμένων τεχνολογικών μεγιστάνων, αρχής γενομένης από τον Ελον Μασκ. «Θα έλεγα ότι δεν πρέπει να το σκεφτόμαστε υπερβολικά και κυρίως δεν πρέπει να προσπαθούμε να πούμε ότι γι’ αυτό φταίνε κατά κάποιον τρόπο οι πολιτικώς ορθοί φιλελεύθεροι. Βασικά, πρόκειται για τη μικροπρέπεια της πλουτοκρατείας που συνήθιζε να απολαμβάνει τη δημόσια αποδοχή και τώρα ανακαλύπτει πως όλα τα χρήματα του κόσμου δεν μπορούν να εξαγοράσουν την αγάπη», σχολιάζει.
Υπάρχει λοιπόν διέξοδος από τη ζοφερή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε;, διερωτάται. «Αυτό που πιστεύω είναι ότι ενώ η δυσαρέσκεια μπορεί να φέρει ακατάλληλους ανθρώπους στην εξουσία, μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να τους κρατήσει εκεί. Κάποια στιγμή οι πολίτες θα συνειδητοποιήσουν πως οι περισσότεροι πολιτικοί που βάλλουν κατά των ελίτ, στην πραγματικότητα είναι ελίτ, και θα αρχίσουν να τους καθιστούν προ των ευθυνών τους για την αποτυχία τους να ανταποκριθούν. Και σε εκείνο το σημείο οι πολίτες μπορεί να δείξουν πρόθυμοι να ακούσουν ανθρώπους που δεν προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν με βάση την εξουσία τους, δεν δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις, παρά προσπαθούν να πουν την αλήθεια όσο καλύτερα μπορούν».
«Ίσως να μην ανακτήσουμε ποτέ την πίστη που είχαμε κάποτε στους ηγέτες μας -την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι στην εξουσία λένε γενικά την αλήθεια και ξέρουν τι κάνουν. Ισως ούτε θα έπρεπε. Αλλά αν αντισταθούμε στην φαυλοκρατία, την κυριαρχία των χειρότερων, που αναδύεται αυτή τη στιγμή που μιλάμε, μπορεί εν τέλει να βρούμε το δρόμο μας για έναν καλύτερο κόσμο» καταλήγει ο Κρούγκμαν στο κύκνειο άσμα του.

