Η Συρία ήταν ένα από τα λίγα αραβικά κράτη που είχαν εγκάρδιες σχέσεις με το Ιράν από την Επανάσταση του 1979. Η οικογένεια Ασαντ έδινε μεγάλη έμφαση στους δεσμούς με την Τεχεράνη υπό την ηγεσία των σιιτών, κόντρα στις αιτιάσεις των αραβικών κρατών υπό την ηγεσία των σουνιτών.
Η Δαμασκός πρόσφερε στην Τεχεράνη ένα αξιόπιστο σημείο σύνδεσης με τον Λίβανο, καθιστώντας δυνατή τη δράση της Χεζμπολάχ ως πληρεξούσιας οργάνωσης του Ιράν στα σύνορα με το Ισραήλ. Για την ακρίβεια, από τη Συρία περνούσε η διαδρομή για τα ιρανικά πολεμοφόδια στον Λίβανο.
«Για το Ιράν, η πτώση του Ασαντ σηματοδοτεί την απώλεια της “χερσαίας γέφυράς” του προς την Ανατολική Μεσόγειο και μιας βάσης για τους πληρεξουσίους του, ιδιαίτερα τη Χεζμπολάχ. Η απόφασή του να μη στείλει δυνάμεις για να υποστηρίξει τον Ασαντ ήταν μία από τις πιο σημαντικές στιγμές, καθώς ακολούθησε η ανάληψη της εξουσίας από την αντιπολίτευση. Θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει μια αναγνώριση της μοιραίας αδυναμίας του καθεστώτος Ασαντ, που δεν ήταν δημοφιλής ακόμη και πριν από τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Θα μπορούσε επίσης να απεικονίζει την αδυναμία της ίδιας της Τεχεράνης: το Ιράν και η Χεζμπολάχ έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες στη σύγκρουση με το Ισραήλ. Ή μπορεί να σηματοδοτεί την πραγματιστική αναγνώριση του Ιράν ότι δεν θα κέρδιζε τίποτε από μια παρέμβαση – στις σχέσεις του είτε με τους Αραβες γείτονες είτε με την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ», παρατηρεί σε ανάλυσή της η διευθύντρια του Chatham House Μπρόνγουιν Μάντοξ.
Ο διαβόητος «άξονας της αντίστασης» εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά εμφανώς αποδυναμωμένος. Οι σιιτικές πολιτοφυλακές στο Ιράκ είναι μάχιμες και έχουν μάλιστα διεισδύσει στους θεσμούς της χώρας.
Οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη είναι επίσης ενεργοί, αν και βρίσκονται υπό αυξανόμενη πίεση από τις δυνάμεις που συντονίζουν οι ΗΠΑ.
Ομως ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα μετά την 7η Οκτωβρίου απενεργοποίησε τη Χαμάς, η οποία για την ώρα δεν είναι σε θέση να ανασυσταθεί με την ιδιότητα της πολιτοφυλακής που απειλεί το εβραϊκό κράτος. Ταυτόχρονα, ο αποκεφαλισμός της Χεζμπολάχ μετά την εξόντωση της ηγεσίας της από τις ισραηλινές δυνάμεις έχει θέσει εν αμφιβόλω τις επιχειρησιακές της δυνατότητες, γεγονός που συντέλεσε και στην εύκολη προέλαση των ανταρτών στη Συρία.
Η Τεχεράνη έχασε τώρα και τη σύμμαχό της Δαμασκό, σε μια φάση κατά την οποία το Ισραήλ έχει επανειλημμένως επιδείξει την ικανότητα να επιτίθεται στο Ιράν –στην πραγματικότητα– χωρίς συνέπειες.
Σε αναμονή η Τεχεράνη
Η Τεχεράνη βλέπει την επιρροή της να μειώνεται επικίνδυνα για τα στρατηγικά της συμφέροντα, όπως η ίδια τα αντιλαμβάνεται. Το γεγονός αυτό εγείρει το ερώτημα εάν το Ιράν θα γίνει ακόμη πιο ριζοσπαστικό και επικίνδυνο ή εάν, αντιθέτως, θα καταστεί πιο ευέλικτο και ανοιχτό σε διπλωματία.
Οπως εύστοχα παρατήρησε ο Ρέι Τακέι στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων – CFR, «ο ανώτατος ηγέτης Αλί Χαμενεΐ τείνει να είναι προσεκτικός σε περιόδους κρίσεων – συνήθως περιμένει να περάσει η καταιγίδα πριν προχωρήσει».
Είναι επομένως πιθανό το Ιράν να δεχθεί αμερικανικές και ευρωπαϊκές διπλωματικές προσφορές, ενδεχομένως ακόμη και από την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ. Αλλά αυτό «μπορεί να είναι απλώς ένα κάλυμμα για την προστασία της επεκτεινόμενης πυρηνικής υποδομής από τυχόν επίθεση, σε αντίθεση με την αναζήτηση συμφωνίας».

