*Tο κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση πριν από την πτώση του Ασαντ.
Το Χαλέπι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Με την κορύφωση των συγκρούσεων, πριν από δέκα χρόνια, είχε χωριστεί ανάμεσα σε περιοχές που ήλεγχαν η κυβέρνηση και οι αντάρτες. Με την υποστήριξη της αεροπορίας από τη Ρωσία αλλά και της Χεζμπολάχ από τον Λίβανο, το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ ανέκτησε τον έλεγχο ολόκληρης της πόλης. Από το 2017, οι συγκρούσεις ήταν στατικές, με τους αντάρτες περιορισμένους στο κυβερνείο του Ιντλίμπ. Η εικόνα ανετράπη αιφνιδίως τις τελευταίες μέρες. Οι τζιχαντιστές δεν το κατάφεραν μόνοι τους.
Οι τρεις απαιτήσεις
«Η Τουρκία έχει παίξει ρόλο στα τελευταία γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Βόρεια Συρία. Το έναυσμα ήταν η άρνηση του Ασαντ, νωρίτερα μέσα στη χρονιά, να διαπραγματευθεί με την Αγκυρα για τον τερματισμό του πολέμου στη Συρία, τον επαναπατρισμό Σύρων προσφύγων που βρίσκονται στην Τουρκία και τον έλεγχο περιοχών των κουρδικών οργανώσεων SDF και YPG. Οταν το καθεστώς Ασαντ απέτυχε να ανταποκριθεί σε αυτές τις τρεις απαιτήσεις της Τουρκίας, η Αγκυρα αποφάσισε να αλλάξει κάπως το παιχνίδι της. Εχουμε μπροστά μας μια αρκετά περίπλοκη επιχείρηση, με την τζιχαντιστική οργάνωση HTS να έχει αναλάβει το μεγάλο μέρος των μαχών, υποστηριζόμενη από την τουρκικής υποστήριξης συριακή δύναμη SNA, η οποία μένει κατά βάση στο παρασκήνιο. Φαίνεται πως η Αγκυρα άναψε το φιτίλι αυτής της επέμβασης», εξηγεί στην «Κ» ο Σονέρ Τσαγαπτάι, διευθυντής του ερευνητικού προγράμματος για την Τουρκία στο Washington Institute.
Και ποιοι είναι τώρα οι στόχοι της Τουρκίας; «Πρώτον, προσπαθεί να αναγκάσει τον Ασαντ να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από θέση αδυναμίας. Ο Ασαντ είχε νιώσει κάποια στιγμή ότι δεν χρειαζόταν να συμφωνήσει με τους όρους της Αγκυρας, ευρισκόμενος σε μια πορεία ομαλοποίησης με τις χώρες του Αραβικού Συνδέσμου, όπως και με ευρωπαϊκές χώρες – είδαμε επιστροφή πρεσβειών στη Δαμασκό και ούτω καθ’ εξής. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, με τον Ασαντ να έχει χάσει τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας», σχολιάζει ο αναλυτής του Washington Institute.
Ο Τσαγαπτάι θεωρεί ότι η Τουρκία έχει και άλλα κίνητρα με αυτήν την πρωτοβουλία, η οποία ενεργοποιεί εκ νέου την εμπόλεμη ζώνη της Συρίας. Με το βλέμμα στην Ουάσιγκτον, ο Ερντογάν επιχειρεί να στείλει μήνυμα στον Τραμπ ότι η Αγκυρα είναι ο πιο σημαντικός εταίρος στη Συρία, πιο σημαντικός και από τους Κούρδους, δεδομένης της εντυπωσιακής επίθεσης και της ταχείας κατάληψης της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Συρίας. Αν υποθέσει κανείς ότι η πολιτική των ΗΠΑ θα ακολουθήσει τη λογική «καρότο και μαστίγιο» στο καθεστώς Ασαντ για τον τερματισμό του πολέμου στη Συρία, στον βαθμό που η κυβέρνηση Τραμπ θα επιχειρήσει να μειώσει το στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ ανά τον κόσμο, η Τουρκία εκπέμπει στην Ουάσιγκτον το σήμα ότι είναι σε θέση να βοηθήσει. Ομως εδώ αρχίζουν τα ρίσκα για τον Ερντογάν.

«Ενας κίνδυνος είναι η ίδια η οργάνωση της HTS. Είναι πιο ριζοσπαστική από τον Συριακό Εθνικό Στρατό, τον οποίο υποστηρίζει η Τουρκία. Οι δύο ομάδες θα μπορούσαν να μπουν σε μια σύγκρουση, ιδεολογική και ευρύτερη. Αλλος κίνδυνος είναι μια δυναμική αντίδραση της Ρωσίας. Δεν θα έφερνε απλώς σε ευθεία σύγκρουση τους πληρεξουσίους της Ρωσίας και της Τουρκίας, αλλά θα μπορούσε ακόμη και να υπονομεύσει τις συμφωνίες κοινής χρήσης ήπιας δύναμης στις οποίες έχουν δεσμευθεί οι δύο χώρες σε άλλες περιοχές, όπως η Λιβύη και ο Νότιος Καύκασος», σημειώνει ο Σονέρ Τσαγαπτάι.
Απέναντι στους Αραβες
Μία άλλη παράμετρο επισημαίνει με παρέμβαση στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων – CFR ο αναλυτής Στίβεν Κουκ: «Εάν η Τουρκία ανανεώσει το ενδιαφέρον της για αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό, θα φέρει για ακόμη μία φορά την Αγκυρα σε σύγκρουση με μεγάλα αραβικά κράτη, όπως το Ιράκ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που έχουν ήδη δηλώσει ότι υποστηρίζουν τον Ασαντ. Προφανώς, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία υποστηρίζουν επίσης το συριακό καθεστώς, δεδομένης της επιφυλακτικότητάς τους για τις ισλαμιστικές πολιτικές ομάδες που απολάμβαναν την τουρκική υποστήριξη».
Ο Κουκ παρατηρεί επίσης ότι η ένοπλη αντιπολίτευση στον Ασαντ εκμεταλλεύθηκε το γεγονός πως το Ισραήλ έχει προκαλέσει σημαντική ζημιά στον αποκαλούμενο άξονα αντίστασης του Ιράν, ειδικά στη Χεζμπολάχ: «Μια πολύ αποδυναμωμένη Χεζμπολάχ και μια Ρωσία που έχει την προσοχή της στον πόλεμο στην Ουκρανία καθιστούν πιο δύσκολη την υπεράσπιση του καθεστώτος Ασαντ. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Χεζμπολάχ ή οι Ρώσοι δεν θα βοηθήσουν. Και οι δύο επενδύουν βαθιά στη Συρία. Ομως δεν έχουν τις δυνάμεις που χρησιμοποίησαν το 2015 και το 2016 για να συντρίψουν την εξέγερση».
Θα μείνουν οι ΗΠΑ;
Ενα σενάριο που κερδίζει έδαφος από τις εξελίξεις, για την Τουρκία, είναι η δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας στη βόρεια Συρία, η οποία θα ελέγχεται από τουρκικές δυνάμεις, πληρεξουσίους και γειτονικές ομάδες της. Αν και, κατά τα φαινόμενα, η Αγκυρα προτιμά να φέρει τον Ασαντ στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης, με απώτερο στόχο να αξιοποιήσει την ισχυρότερη θέση της ώστε να τον οδηγήσει σε συμφωνία επί των όρων της.
Είναι ακόμη ανοιχτό το ερώτημα εάν οι αμερικανικές δυνάμεις θα παραμείνουν στην περιοχή –βρίσκονται γύρω από τη βάση Αλ Τανφ για τον περιορισμό του Ισλαμικού Κράτους– μετά την ορκωμοσία του νεοεκλεγέντος προέδρου των ΗΠΑ, στις 20 Ιανουαρίου. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο ίδιος υποσχέθηκε δύο φορές να τις αποσύρει. Ωστόσο, υπό την πίεση των τότε συμβούλων του, επέλεξε να αναδιατάξει ορισμένες από αυτές. Αυτή τη φορά, ο κίνδυνος είναι η διοίκηση Τραμπ να αποσύρει τελικά τις αμερικανικές δυνάμεις, ανεξάρτητα από την κατάσταση που θα επικρατεί στη Συρία, αν επιλέξει αυτήν την ερμηνεία του δόγματος «Πρώτα η Αμερική».

