Πλησιάζει η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, με τον πλανήτη να δείχνει ότι έχει εμπειρία από την πρώτη προεδρική θητεία του.
Το χαρακτηριστικό στιλ ηγεσίας του, η ατζέντα του και η στάση πολιτικής που υιοθετεί βρίσκουν τις ΗΠΑ και τον κόσμο πολύ πιο προετοιμασμένους σε σύγκριση με το 2017, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η δεύτερη θητεία δεν κρύβει εκπλήξεις. Την τετραετία 2017-2021, η κυβέρνηση Τραμπ είχε επιτυχίες, αλλά και μελανά σημεία, κληροδοτώντας σε κάθε περίπτωση στην επόμενη κυβέρνηση μια εξαιρετικά «σφιχτή» εμπορική πολιτική.
Τα Trumponomics κινήθηκαν κυρίως γύρω από τον προστατευτισμό, την επιθετική στάση στο εμπόριο και τις φοροαπαλλαγές, με στόχο την άνθιση της αγοράς εργασίας, την αύξηση των μισθών και την τόνωση της ανάπτυξης.
Τελικά, το αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής ατζέντας, με κορωνίδα τους δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων και τον νόμο περί φοροαπαλλαγών και θέσεων εργασίας (TCJA), είναι μέχρι και σήμερα αμφιλεγόμενο, καθώς η πρώτη θητεία του Τραμπ επηρεάστηκε καθοριστικά από την πανδημία. Ωστόσο, ενόψει του Trump 2.0, ο απολογισμός της πρώτης θητείας –τουλάχιστον βάσει των συμπερασμάτων που θεωρούνται σχετικά ασφαλή– μπορεί να δώσει μια «γεύση» για το πώς θα επηρεάσει η νέα κυβέρνηση την αμερικανική οικονομία.
Επενδυτική και καταναλωτική ευφορία
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, η αμερικανική οικονομία έκανε υψηλές πτήσεις, εμφανίζοντας σχετικά χαμηλό πληθωρισμό και σταθερή ανάπτυξη στην αγορά εργασίας. Βέβαια, ορισμένοι ακαδημαϊκοί αποδίδουν αυτό το γεγονός στην κεκτημένη ταχύτητα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης Ομπάμα. Η οικονομία «φρέναρε» απότομα το 2020 λόγω πανδημίας, με προσωρινή συρρίκνωση του ΑΕΠ, αλλά και πτώση της απασχόλησης. Πάντως, δεν πρέπει να παραλειφθεί η «άνοιξη» στα αμερικανικά χρηματιστήρια κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ: η αγορά έσπαγε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο μέχρι και το 2022, με εξαίρεση τους πρώτους μήνες της πανδημίας. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ, ο Dow Jones σημείωσε άνοδο 57%.
Το αμερικανικό χρέος αυξήθηκε κατά 8,4 τρισ. δολάρια
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση από το Investopedia, ο νόμος-ορόσημο της κυβέρνησης Τραμπ που έφερε εκ βάθρων αναδιάρθρωση στο φορολογικό (Tax Cuts and Jobs Act) είχε κάποιες θετικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του. Οι φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις και ιδιώτες έδωσαν ώθηση στις επενδύσεις και την κατανάλωση λόγω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Παράλληλα, όμως, οι φοροαπαλλαγές αυτές σε συνδυασμό με την αύξηση των αμυντικών δαπανών διόγκωσαν το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ, το οποίο ξεπέρασε το 1 τρισ. το 2020 από 779 δισ. το 2018. Επίσης, σύμφωνα με μελέτη της ΜΚΟ CRFB, το αμερικανικό χρέος αυξήθηκε κατά 8,4 τρισ. δολάρια το διάστημα 2017-2021. Επίσης, ένα από τα μεγάλα κεφάλαια που άνοιξε η κυβέρνηση Τραμπ είναι οι δασμοί σε παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ. Τη διετία 2018-2019 οι ΗΠΑ προχώρησαν σε πολλαπλούς γύρους δασμών σε εισαγωγές από Κίνα, Ε.Ε., Μεξικό και Καναδά μεταξύ άλλων, επηρεάζοντας μια τεράστια γκάμα αγαθών από χάλυβα και αλουμίνιο μέχρι πλυντήρια και ηλιακά πάνελ αθροιστικής αξίας –με βάση τα τότε δεδομένα– τουλάχιστον 380 δισ. δολαρίων.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Brookings το μεγαλύτερο βάρος των δασμών το «πλήρωσαν» τελικά οι αμερικανικές επιχειρήσεις και οι καταναλωτές και όχι οι εξαγωγείς από τις χώρες τις οποίες στοχοποίησε η δασμολογική πολιτική
Σύμφωνα με μια πρώτη «ανάγνωση», αυτή η εμπορική πολιτική όχι μόνο δεν ευνόησε την αμερικανική οικονομία και απασχόληση όπως ανέμενε η κυβέρνηση Τραμπ, αλλά μάλιστα τα αντίποινα των χωρών που επηρεάστηκαν από τη στάση των ΗΠΑ είχαν ξεκάθαρες αρνητικές επιπτώσεις στη δραστηριότητα και την αγορά εργασίας.
Φετινή ανάλυση του Tax Foundation διαπιστώνει ότι ως αποτέλεσμα των δασμών, οι Αμερικανοί σήκωσαν επιπλέον φορολογικά βάρη σχεδόν 80 δισ. δολαρίων ή 625 δολαρίων ετησίως ανά νοικοκυριό.

Μακροπρόθεσμα και δεδομένου ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν διατήρησε μεγάλο μέρος των δασμών, υπολογίζεται ότι οι δασμοί θα οδηγήσουν σε συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,2%, των κεφαλαιακών αποθεμάτων κατά 0,1% και της απασχόλησης κατά 142.000 θέσεις πλήρους ωραρίου, αναφέρει η μελέτη του Tax Foundation.

Μάλιστα, το Ινστιτούτο Brookings σε πρόσφατη ανάλυση επιβεβαιώνει ότι το μεγαλύτερο βάρος των δασμών το «πλήρωσαν» τελικά οι αμερικανικές επιχειρήσεις και οι καταναλωτές και όχι οι εξαγωγείς από το εξωτερικό, στους οποίους αρχικά απευθύνονταν.
Οι Αμερικανοί καταναλωτές πλήρωσαν περίπου 817.000 δολάρια για κάθε θέση που δημιουργήθηκε στον τομέα των πλυντηρίων και 900.000 δολάρια για κάθε νέα θέση στη βιομηχανία του χάλυβα
Επίσης, υποστηρίζει ότι οι δασμοί ευνόησαν μεν την απασχόληση σε ορισμένους τομείς, για παράδειγμα στη βιομηχανία του χάλυβα ή σε εταιρείες παραγωγής πλυντηρίων, όμως επιβάρυναν τους κλάδους που εξαρτώνται από τα εισαγόμενα προϊόντα ή αυτούς που δέχθηκαν τις πιέσεις από τα αντίποινα. Ερευνες επιχείρησαν να κοστολογήσουν ακριβώς τον αντίκτυπο των δασμών. Υπολογίζεται ότι οι Αμερικανοί καταναλωτές πλήρωσαν περίπου 817.000 δολάρια για κάθε θέση που δημιουργήθηκε στον τομέα των πλυντηρίων και 900.000 δολάρια για κάθε νέα θέση στη βιομηχανία του χάλυβα.
Μάλιστα, έκθεση της Διεθνούς Εμπορικής Επιτροπής των ΗΠΑ από τον Μάιο του 2023 κατέληξε ότι οι δασμοί στον χάλυβα, το αλουμίνιο και τις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων μετακυλήθηκαν σχεδόν πλήρως στις τιμές στις ΗΠΑ. Επίσης, η αύξηση της παραγωγής κατά 2,8 δισ. δολάρια σε βιομηχανίες που προστατεύθηκαν από τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, αντισταθμίστηκε από αντίστοιχη μείωση της παραγωγής κατά 3,4 δισ. δολάρια στους υπόλοιπους τομείς.
Φετινή έρευνα του ΔΝΤ υπολογίζει ότι εάν ανατρέπονταν οι δασμοί της διετίας 2018-2019, η αμερικανική δραστηριότητα θα αυξανόταν κατά 4% σε τρία χρόνια
Το Brookings σημειώνει ότι με αυτήν την εμπορική στάση οι ΗΠΑ μπόρεσαν να διαπραγματευτούν καλύτερους εμπορικούς όρους με ορισμένες χώρες, μακροπρόθεσμα όμως αποθάρρυναν πιθανούς εμπορικούς εταίρους. Επίσης, ιδίως σε ό,τι αφορά τους δασμούς στις εισαγωγές από Κίνα, η ανάλυση καταλήγει ότι δεν επηρέασαν ιδιαίτερα την ασφάλεια των ΗΠΑ, παρότι η κυβέρνηση Τραμπ επικαλέστηκε λόγους εθνικής ασφάλειας.
Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν
Οικονομολόγοι και παράγοντες της αγοράς συμφωνούν ότι το ελεύθερο εμπόριο στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα και τα εθνικά ταμεία, ενώ τα εμπορικά εμπόδια τα μειώνουν. Ενδεικτικά, φετινή έρευνα του ΔΝΤ υπολογίζει ότι εάν ανατρέπονταν οι δασμοί της διετίας 2018-2019, η αμερικανική δραστηριότητα θα αυξανόταν κατά 4% σε τρία χρόνια. Επίσης, η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι οι δασμοί κλιμακώνουν συνήθως τις πληθωριστικές πιέσεις και μειώνουν τις διαθέσιμες ποσότητες αγαθών και υπηρεσιών. Ετσι, ενδέχεται να μειωθούν τα εισοδήματα, η απασχόληση και η οικονομική δραστηριότητα.
Βέβαια, παρότι ένας πρόεδρος επηρεάζει την οικονομία μέσω νέων νόμων και μέτρων πολιτικής, δεν μπορεί να ευθύνεται ολοκληρωτικά για τη συνολική κατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού εμπλέκονται οι κεντρικές τράπεζες, σημαντικά γεωπολιτικά γεγονότα και παλαιότερες κυβερνήσεις. Στην περίπτωση της πρώτης θητείας του Τραμπ, τα στοιχεία όπως έχουν αξιολογηθεί μέχρι στιγμής, δεν δείχνουν ούτε ότι οι θέσεις αυξήθηκαν τόσο όσο είχε αρχικά δεσμευτεί ούτε όμως και ότι επήλθε αυτό το κύμα της ακρίβειας για το οποίο προειδοποιούσαν οι επικριτές του. Τώρα, μένει να δούμε αν πράγματι θα εφαρμόσει τις προεκλογικές του δεσμεύσεις και αν θα υιοθετήσει την ίδια στάση με το 2017.

