Η Τούλσι Γκάμπαρντ είναι και επισήμως η υποψήφια νέα διευθύντρια των υπηρεσιών πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών την οποία πρότεινε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές έχουν εκφράσει επιφυλάξεις για το αν θα ψηφίσουν την επικύρωση της υποψηφιότητας Γκάμπαρντ στην εν λόγω θέση καθώς εγείρουν ερωτήματα σχετικά με παρελθούσες δηλώσεις της για τη Ρωσία αλλά και επαφές της με ηγέτες όπως ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ Αλ Ασαντ. Αντίστοιχες επιφυλάξεις φέρονται να υφίστανται και μεταξύ αξιωματούχων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας.
Ενδεικτικά, ο γερουσιαστής Τζέιμς Λάνκφορντ από την Οκλαχόμα ανέφερε πρόσφατα στην εκπομπή «State of the Union» του CNN ότι η Γερουσία «έχει πολλές ερωτήσεις» σχετικά με την Γκάμπαρντ, προσθέτοντας πως «είναι πραγματικά σημαντικό να έχουμε μια ηγεσία στη θέση αυτή που θα μπορεί να υποστηρίξει την κοινότητα των πληροφοριών».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γκάμπαρντ δεν αποτελούσε μέλος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος μέχρι τον περασμένο μήνα. Η ίδια εκλεγόταν με το Δημοκρατικό κόμμα στο Κογκρέσο. Ανακοινώνοντας την αποχώρησή της από το κόμμα το 2022, η Γκάμπαρντ το αποκάλεσε «μια ελιτίστικη συμμορία πολεμοκάπηλων, οι οποίοι μας διχάζουν ριζοσπαστικοποιώντας κάθε ζήτημα». Τον Οκτώβριο προσχώρησε στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και εξέφρασε την υποστήριξή της προς την υποψηφιότητα Τραμπ.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αντιδράσεις για την υποψηφιότητά της στη θέση της διευθύντριας των υπηρεσιών πληροφοριών είναι βέβαια πολύ πιο έντονες από την πλευρά των Δημοκρατικών. Τις τελευταίες ημέρες, κορυφαίοι Δημοκρατικοί κατηγόρησαν ευθέως την Γκάμπαρντ ότι αποτελεί «ρωσικό παράγοντα». Σύμφωνα με το Associated Press, η Δημοκρατική γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν ισχυρίστηκε –χωρίς να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες– ότι η Γκάμπαρντ βρίσκεται υπό την επιρροή και τον έλεγχο του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής, Ερικ Σμιτ από το Μιζούρι δήλωσε, ωστόσο, ότι θεωρεί «εντελώς γελοίο» το γεγονός ότι η Γκάμπαρντ αντιμετωπίζεται ως ρωσικό παράγοντας επειδή έχει διαφορετικές πολιτικές απόψεις: «Είναι προσβλητικό. Είναι μια προσβολή, ειλικρινά. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι είναι παράγοντας άλλης χώρας», είπε στο NBC.
Οι δηλώσεις για τη Ρωσία
Το 2022, η Γκάμπαρντ κατηγόρησε ευθέως το ΝΑΤΟ και την κυβέρνηση Μπάιντεν για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία: «Αυτός ο πόλεμος και τα δεινά του θα μπορούσαν εύκολα να είχαν αποφευχθεί αν η κυβέρνηση Μπάιντεν και το ΝΑΤΟ είχαν απλώς αναγνωρίσει τις νόμιμες ανησυχίες της Ρωσίας για την ασφάλεια όσον αφορά την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ».
Εκτοτε έχει ισχυριστεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάστηκαν μυστικά με την Ουκρανία για την ανάπτυξη επικίνδυνων βιολογικών όπλων και ότι ήταν υπεύθυνες για την καταστροφή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream που συνέδεε τη Ρωσία με τη Γερμανία. Η ίδια τάχθηκε επίσης εναντίον της αποστολής βοήθειας στην Ουκρανία κατηγορώντας την κυβέρνηση Μπάιντεν ότι «δίνει προτεραιότητα στην αποστολή περισσότερων όπλων στην Ουκρανία έναντι των συμφερόντων του λαού της Βόρειας Καρολίνας» που ανέκαμπτε τον περασμένο μήνα από τις καταστροφές που άφησε πίσω του ο τυφώνας Χέλεν.
Στο πλαίσιο αυτό, η επιλογή της Γκάμπαρντ φέρεται να έχει προκαλέσει συναγερμό μεταξύ αξιωματούχων της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας, όχι μόνο λόγω της έλλειψης εμπειρίας στη διαχείριση μυστικών υπηρεσιών αλλά και επειδή έχει υιοθετήσει μια ρητορική που αντικατοπτρίζει τις θέσεις του Κρεμλίνου.
Πάντως, δεν έχει προκύψει κανένα στοιχείο, μέχρι σήμερα, περί οποιασδήποτε συνεργασίας της Γκάμπαρντ με ρωσικές υπηρεσίες. Αντίθετα, σύμφωνα με αναλυτές και πρώην αξιωματούχους που επικαλούνται οι New York Times, η Γκάμπαρντ φαίνεται απλώς να συμμερίζεται τις γεωπολιτικές απόψεις του Κρεμλίνου, ιδίως όταν στην εξίσωση εμπλέκεται και ο αμερικανικός παράγοντας.
Στη Ρωσία, η αντίδραση των μέσων ενημέρωσης μπροστά στον πιθανό διορισμό της Γκάμπαρντ ήταν θετική, παρά τις επιφυλάξεις που διατηρεί η Μόσχα απέναντι στις προθέσεις της νέας διακυβέρνησης Τραμπ. «Η CIA και το FBI τρέμουν», έγραψε χαρακτηριστικά η ρωσική εφημερίδα Komsomolskaya Pravda μιλώντας για την Γκάμπαρντ, σημειώνοντας ότι οι Ουκρανοί τη θεωρούν «πράκτορα του ρωσικού κράτους». Το Rossiya-1 έφτασε στο σημείο να την αποκαλέσει ως «Ρωσίδα σύντροφο» στο υπό διαμόρφωση υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ.
Η συνάντηση με τον Ασαντ
Το 2013, η Γκάμπαρντ, έχοντας υπηρετήσει στο παρελθόν με την Εθνική Φρουρά στο Ιράκ, αντιτάχθηκε στα σχέδια του τότε προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα να βομβαρδίσει τη Συρία. Αμφισβήτησε επίσης τις πληροφορίες που ήθελαν τη χρήση χημικών όπλων από τον συριακό στρατό.
Το 2015, όταν η Ρωσία μπήκε στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας στο πλευρό του Ασαντ, η Γκάμπαρντ εξέφρασε την υποστήριξή της σε αυτή την κίνηση. «Η Αλ Κάιντα μας επιτέθηκε στις 9/11 και πρέπει να ηττηθεί. Ο Ομπάμα δεν θα τους βομβαρδίσει στη Συρία. Ο Πούτιν το έκανε», είχε γράψει.
Την ίδια χρονιά, η Γκάμπαρντ βρέθηκε αντιμέτωπη με επικρίσεις από αξιωματούχους του Δημοκρατικού κόμματος όταν κάλεσε την κυβέρνηση Ομπάμα να σταματήσει να υποστηρίζει τη συριακή αντιπολίτευση κατά του Ασαντ. «Δεν πιστεύω ότι ο Ασαντ πρέπει να απομακρυνθεί», είχε δηλώσει εκτιμώντας ότι η ανατροπή του θα οδηγήσει στην εξουσία ισλαμιστικές εξτρεμιστικές ομάδες.
Το 2017, κατά τη διάρκεια της θητείας της στο Κογκρέσο, συναντήθηκε με τον Ασαντ στη Συρία: «Αν δηλώνουμε ότι νοιαζόμαστε πραγματικά για τον συριακό λαό, για τον πόνο του, τότε πρέπει να είμαστε σε θέση να συναντηθούμε με όποιον χρειάζεται, αν υπάρχει πιθανότητα να επιτύχουμε ειρήνη». Δύο χρόνια μετά, όντας πλέον υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατικών, σε ερώτηση για το αν μετάνιωσε για τη συνάντηση απάντησε αρνητικά. «Ο,τι κι αν πιστεύετε για τον πρόεδρο Ασαντ, το γεγονός είναι ότι είναι ο πρόεδρος της Συρίας. Για να υπάρξει οποιαδήποτε ειρηνευτική συμφωνία, για να υπάρξει οποιαδήποτε δυνατότητα βιώσιμης ειρηνευτικής συμφωνίας, πρέπει να γίνει μια συνομιλία μαζί του», σημείωσε.
Το 2019, σε συνέντευξή της στο MSNBC, η Γκάμπαρντ δήλωσε ότι ο Μπασάρ αλ Ασαντ «δεν είναι εχθρός των Ηνωμένων Πολιτειών», επειδή η Συρία δεν αποτελεί άμεση απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, σε άλλη φάση είπε πως θεωρεί τον Ασαντ έναν «βάναυσο δικτάτορα».
Η γνώμη του Τραμπ για την Γκάμπαρντ
Οταν ο Τραμπ ανακοίνωσε νωρίτερα μέσα στον Νοέμβριο την υποψηφιότητα της Γκάμπαρντ ως διευθύντριας των μυστικών υπηρεσιών, εστίασε στο στρατιωτικό της παρελθόν και ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Για πάνω από δύο δεκαετίες, η Τούλσι έχει αγωνιστεί για τη χώρα μας και τις ελευθερίες όλων των Αμερικανών. Η Τούλσι θα φέρει το ατρόμητο πνεύμα που καθόρισε την ένδοξη καριέρα της στην κοινότητα πληροφοριών μας, υπερασπιζόμενη τα συνταγματικά μας δικαιώματα και διασφαλίζοντας την ειρήνη μέσω της ισχύος».
Πάντως, όπως αναφέρει το Forbes, η Γκάμπαρντ είχε επικρίνει στο παρελθόν τον Τραμπ. Κατά τη διάρκεια μιας εμφάνισής της στην εκπομπή «Fox & Friends» το 2020, αποκάλεσε τη δολοφονία του Ιρανού στρατιωτικού, Κασέμ Σουλεϊμανί στο Ιράκ «πράξη πολέμου» και δήλωσε ότι «ο Τραμπ παραβίασε το Σύνταγμα διατάσσοντας το χτύπημα».
Σε ένα εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος με τη δήλωση του 2020, η Γκάμπαρντ λίγο πριν από τις εκλογές τις 5ης Νοεμβρίου –όταν πλέον στήριζε ανοιχτά το Ρεπουμπλικανικό κόμμα– δήλωσε τα εξής: «Η ψήφος στον Ντόναλντ Τραμπ είναι ψήφος σε έναν άνθρωπο που θέλει να τερματίσει τους πολέμους, όχι να τους ξεκινήσει. Ο Τραμπ έχει ήδη αποδείξει ότι έχει το θάρρος και τη δύναμη να σηκωθεί και να αγωνιστεί για την ειρήνη».
Η Γκάμπαρντ, όπως και οι άλλοι υποψήφιοι για την κυβέρνηση Τραμπ, μπορεί να χάσει μέχρι τρεις ψήφους των Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών προκειμένου να μπορέσει να εγκριθεί στη θέση. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα θα ελέγχει τη Γερουσία με μια πολύ μικρή πλειοψηφία 53-47. Ο εκλεγμένος αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς προβλέπεται να δώσει την κρίσιμη ψήφο σε περίπτωση που υπάρξει ισοψηφία (50-50) για κάποια υποψηφιότητα.

