Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Η σκοτεινή πλευρά της Αμερικής
μαρκ-μαζάουερ-στην-κ-η-σκοτεινή-πλευ-563327776

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Η σκοτεινή πλευρά της Αμερικής

Οι ΗΠΑ δεν έχουν ζήσει φασισμό. Δεν έχουν ζήσει ξένη κατοχή. Το εκλογικό σώμα δεν έχει τα ιστορικά βιώματα που στην Ευρώπη λειτουργούν ως οχύρωση της δημοκρατίας. Τι μας δείχνουν αυτές οι διαφορές για το (μετεκλογικό) μέλλον;

Μαρκ Μαζάουερ

Η εβδομάδα όπου η μεταβατική ομάδα του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την ανάληψη του υπουργείου Αμυνας από έναν τηλεοπτικό δημοσιογράφο και αποκάλυψε ότι ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου θα ηγηθεί ενός νέου υπουργείου κυβερνητικής αποτελεσματικότητας έδειξε να προμηνύεται αλλαγή καθεστώτος. Το 2020, ο Μπάιντεν έγινε δεκτός από τους ανακουφισμένους φιλελεύθερους ως ο ηγέτης που θα έβαζε ξανά τη χώρα στη σωστή τροχιά, μετά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Τώρα, μοιάζει λιγότερο με υπερασπιστή της διαχρονικής αποστολής της Αμερικής για την προώθηση της ελευθερίας παγκοσμίως και περισσότερο με ενσάρκωση του τέλους του «ancien régime», του παλαιού καθεστώτος της.

Ωστόσο, το «ancien régime» του σήμερα είχε κάποτε υποσχεθεί ένα μέλλον στον κόσμο. Το 1825, ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Φρανσουά Ρενέ ντε Σατωμπριάν απέδωσε αυτό το πνεύμα χαρακτηρίζοντας την εφεύρεση του αντιπροσωπευτικού ρεπουμπλικανισμού στις ΗΠΑ «τη σημαντικότερη πολιτική ανακάλυψη» των νεότερων χρόνων. «Η διαμόρφωση αυτής της δημοκρατίας», έγραψε, «έδωσε λύση σε ένα πρόβλημα που εθεωρείτο άλυτο»: πώς να ζουν εκατομμύρια άνθρωποι μαζί κάτω από δημοκρατικούς θεσμούς. Ο Νέος Κόσμος προσέφερε μια ιδεολογική εναλλακτική στον Παλαιό Κόσμο των περουκοφόρων μοναρχών και των αντιδραστικών αριστοκρατών, δείχνοντας στις ευρωπαϊκές μάζες έναν πιο συμπεριληπτικό και εναλλακτικό δρόμο προς το μέλλον.

Μετά την κατάρρευση του συστήματος των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεννήθηκαν υψηλές προσδοκίες για τη μεταμορφωτική διεθνή επιρροή της Αμερικής. Ο Γούντροου Ουίλσον δεσμεύθηκε να καταστήσει τον κόσμο «ασφαλή για τη δημοκρατία». Ο Χίτλερ προειδοποίησε τους Ευρωπαίους ότι οι ναζιστικές ιδέες περί φυλετικής καθαρότητας ήταν το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στον άθεο υπερατλαντικό εκφυλισμό. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Αμερική φιλοδοξούσε να δημιουργήσει έναν Ελεύθερο Κόσμο αποτελούμενο από ευημερούσες δημοκρατίες. Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν εξυμνούσε τις ΗΠΑ ως «μια λαμπρή πόλη πάνω σε ένα λόφο» – ένα ανοιχτό καταφύγιο στο κέντρο ενός κόσμου που ευδοκιμεί μέσω εμπορικών και πολιτιστικών ανταλλαγών.

Αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση

Ο αιώνας της Αμερικής έκλεισε όπως είχε ξεκινήσει, με τους συμβούλους του Κλίντον να χαιρετίζουν τις ΗΠΑ ως «τον παγκόσμιο ηγέτη των ευκαιριών και της ελευθερίας»(1). Πολλοί πίστευαν ότι η Συναίνεση της Ουάσιγκτον θα καθόριζε τους νέους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού και ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία θα ανθούσε ακόμη και στη γενέτειρα του μπολσεβικισμού. Σήμερα, αυτό φαντάζει ύβρις. Μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009, ο αριθμός των δημοκρατιών παγκοσμίως μειώθηκε, ενώ η αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση εντάθηκε. Αυτή τη φορά, οι ίδιοι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι αποδέχθηκαν ένα πολιτικό πρόγραμμα βασισμένο στον εμπορικό προστατευτισμό, στον έλεγχο της μετανάστευσης και στην αντίθεση προς την πολυπολιτισμικότητα.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και υπό τόσο διαφορετικές συνθήκες, είναι δύσκολο να αποβάλουμε τη συνήθεια να θεωρούμε τις ΗΠΑ ένα είδος προδρόμου. Αν οι ΗΠΑ ήταν κάποτε ένας φάρος ελευθερίας και ελπίδας για «τους καταφρονεμένους σας που τσάκισαν οι συμφορές και λαχταρούν γι’ ανάσα ελεύθερη» (σύμφωνα με τα λόγια που είναι χαραγμένα στο Αγαλμα της Ελευθερίας), μήπως οι εκλογές του 2024 υποδηλώνουν ότι μας περιμένει ένα διαφορετικό, ίσως πιο αυταρχικό μέλλον; Φυσικά, οι άνθρωποι ανατρέχουν στο παρελθόν για να κατανοήσουν τέτοια ερωτήματα και ζητούν βοήθεια από τηνΙστορία για να ερμηνεύσουν τα τρέχοντα γεγονότα. Συγκεκριμένα, αναζητούν αναλογίες.

Η αναλογία που κυριαρχεί αυτές τις ημέρες είναι ο φασισμός, κάτι που ίσως δεν προκαλεί έκπληξη σε μια εποχή ισχυρών ανδρών σε χώρες όπως η Ινδία, η Ρωσία, η Τουρκία και η Ουγγαρία. Κάποιοι θεωρούν ότι πρόδρομοί τους ήταν οι φασίστες δικτάτορες της περιόδου μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Ο ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ προχωράει πέρα από την απλή σύγκριση, υποστηρίζοντας ότι ο Τραμπ αποτελεί «εκδήλωση του φασισμού». Ο πρώην προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, Τζον Κέλι, δήλωσε ότι το πρώην αφεντικό του ταιριάζει «στον γενικό ορισμό του φασίστα». Η προοπτική μπορεί να μοιάζει ανησυχητική, έχει όμως το πλεονέκτημα της εξοικείωσης.

Ή, ίσως, της υπερβολικής εξοικείωσης. Οι ιστορικές αναλογίες αποτελούν αμφιλεγόμενη ευλογία, καθώς μπορούν να παρακάμψουν την ουσιαστική και δύσκολη διαδικασία εντοπισμού των κρίσιμων διαφορών ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Η ταμπέλα του φασίστα, για παράδειγμα, παρακάμπτει το γεγονός ότι ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά σε σύγκριση με 90 χρόνια πριν, όπου οι παλιές ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες κατέρρευσαν ξαφνικά, η μαζική πολιτική ήταν κάτι νέο και μια ολόκληρη γενιά πρώην στρατιωτών αναδύθηκε σημαδεμένη και ριζοσπαστικοποιημένη από τα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επιπλέον, η μετατόπιση της Ευρώπης προς την αυταρχική Δεξιά στον μεσοπόλεμο έφερε στο προσκήνιο όχι μόνο φασίστες όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, αλλά και διάφορους άλλους δικτάτορες: πρώην στρατιωτικούς, κληρικούς, ακαδημαϊκούς και βασιλείς που διοργάνωναν εκλογές-παρωδίες. Ολοι τους αντιτάχθηκαν στη φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά δεν ήταν όλοι φασίστες. Ορισμένοι από αυτούς έμειναν στην εξουσία για δεκαετίες, ενώ άλλοι μόνο για λίγους μήνες. Εκείνο που απασχολούσε τους συγχρόνους τους δεν ήταν ποιος εντάσσεται στον ορισμό του φασισμού, αλλά γιατί η δημοκρατία βρισκόταν σε κρίση και κατά πόσον οι θεσμοί που είχαν κληρονομήσει μπορούσαν να αντέξουν την πίεση.

Οι απαντήσεις τους ποίκιλλαν ανάλογα με τις ιδιαίτερες κληρονομιές του παρελθόντος σε κάθε τόπο. Αυτός είναι σίγουρα ο λόγος για τον οποίο ο μυθιστοριογράφος Σινκλέρ Λιούις, στη σάτιρά του «It Can’t Happen Here» (Δεν γίνονται αυτά εδώ) του 1935, αναπαρέστησε την απομάκρυνση της Ευρώπης από την ελευθερία ως μια καθαρά αμερικανική ιστορία, εντοπίζοντας τις αυταρχικές τάσεις στη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη ζωή στις μικρές πόλεις. Για να κατανοήσουμε τη σημασία των εκλογών του 2024 στις ΗΠΑ, χρειάζονται λιγότερες ιστορικές αναλογίες ή γενικές παρατηρήσεις για τον φασισμό και περισσότερη έμφαση στις ιδιαιτερότητες της αμερικανικής πολιτικής εμπειρίας. Αυτές οι ιδιαιτερότητες μας βοηθούν να εξηγήσουμε τόσο γιατί οι πρόσφατες εκλογές εξελίχθηκαν όπως εξελίχθηκαν, όσο και γιατί αυτός δεν είναι απαραίτητα ο δρόμος που θα ακολουθήσουν στο μέλλον.

Ενδεικτικό είναι, για παράδειγμα, ότι ο φασισμός ως έννοια δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη σημασία για τους υποστηρικτές του Τραμπ. Οχι επειδή τους αρέσει η ιδέα, αλλά επειδή δεν την καταλαβαίνουν πραγματικά. Μετά τις εκλογές, ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο χαρακτηρισμός του Τραμπ ως φασίστα φάνηκε σε πολλούς ακραίος και υπερβολικός και ίσως ζημίωσε τους Δημοκρατικούς, καθώς υπονοούσε ότι οι ψηφοφόροι δεν ήξεραν τι ψήφιζαν. Διότι οι εκλογές, γενικά, δεν αντιμετωπίστηκαν ως δημοψήφισμα για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021, παρά τις κάποιες προσπάθειες να παρουσιαστούν ως τέτοιο, και αν οι επικλήσεις των Δημοκρατικών στον φασισμό λειτούργησαν ως προειδοποίηση πριν από την ψηφοφορία, τελικά αυτή η προειδοποίηση αγνοήθηκε από πολλούς Αμερικανούς. Στο τέλος, η υγεία του Συντάγματος αποδείχθηκε λιγότερο σημαντική σε σχέση με τα θέματα που απασχολούσαν ουσιαστικά τους ψηφοφόρους.

Αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη, δεδομένου ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί γνωρίζουν ελάχιστα για τη βίαιη Ιστορία της Ευρώπης στα μέσα του αιώνα. Το μοναδικό ιστορικό γεγονός που οι περισσότεροι πιθανότατα αναγνωρίζουν είναι το Ολοκαύτωμα, το οποίο συνδέουν όχι με τον φασισμό γενικότερα, αλλά με τον Χίτλερ, τους ναζί και τη μαζική δολοφονία των Εβραίων. Και εφόσον σχεδόν κανείς δεν θεωρεί σοβαρά πιθανή την επανάληψή του υπό τον πρόεδρο Τραμπ, ο αντίκτυπός του στις εκλογικές συνήθειες ήταν μικρός. Επιπλέον, επειδή το Ολοκαύτωμα παρουσιάζεται συνήθως μέσα από το πρίσμα του ακραίου αντισημιτισμού και όχι της γενικότερης φυλετικής προκατάληψης, δεν αποτελεί για τους περισσότερους Αμερικανούς αφορμή να προβληματιστούν πάνω σε ευρύτερα ζητήματα, όπως η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων, ο αντιμεταναστευτικός λόγος ή η πολιτική βία.

Εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση από την Ευρώπη. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έχουν στη συλλογική τους μνήμη άμεσες εμπειρίες από πολεμικές συγκρούσεις, πραξικοπήματα, χούντες ή βίαιες κατακτήσεις εξουσίας, γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας ευρύτερης αντίληψης για την ευθραυστότητα της δημοκρατίας. Πολλοί από τους σημερινούς Ευρωπαίους ηγέτες μεγάλωσαν υπό δεξιές δικτατορίες, οι οποίες τερματίστηκαν μόλις το 1974-75, ενώ άλλοι έζησαν υπό σοβιετική κυριαρχία που έληξε το 1989. Οι μεγαλύτερης ηλικίας Ευρωπαίοι ενδέχεται να θυμούνται ακόμη τη ναζιστική κατοχή, η οποία υπήρξε καταλυτικός παράγοντας για την εμφάνιση εμφυλίων πολέμων σε πολλές περιοχές της Γηραιάς Ηπείρου. Στη Γαλλία του Βισύ, συνεργάτες και αντιστασιακοί συγκρούστηκαν σε μια μάχη που τροφοδοτήθηκε από ιδεολογικές έχθρες που είχαν συσσωρευθεί επί δεκαετίες. Κάτι παρόμοιο συνέβη στην Ιταλία και στην Ελλάδα, ενώ σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη ξέσπασαν εθνικές συγκρούσεις υπό το βλέμμα των Γερμανών. Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν σήμανε μόνο την πτώση των ναζί, αλλά και την επώδυνα κατακτημένη επιβεβαίωση της εθνικής ενότητας και την απόρριψη των πολιτικών άκρων. Γι’ αυτόν τον λόγο, μετά το 1945, σχηματίστηκαν πολλές διακομματικές κυβερνήσεις συνασπισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Παρόλο που σύντομα αντικαταστάθηκαν από κομματικούς διαδόχους, η μνήμη που τις ενέπνευσε παραμένει ζωντανή. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η διάδοση της μνήμης του Ολοκαυτώματος στην επανενωμένη Ευρώπη κατά τα τελευταία 30 χρόνια συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός φιλοδημοκρατικού μηνύματος, το οποίο περιλαμβάνει σαφώς και τους πρόσφατους μετανάστες.

Εν ολίγοις, το γεγονός ότι ο φασισμός υπήρξε κυρίως ευρωπαϊκό φαινόμενο σημαίνει ότι η Ευρώπη ζει σήμερα σε ένα μεταφασιστικό σύμπαν. Αυτό, ωστόσο, δεν απέτρεψε την άνοδο κομμάτων που στο παρελθόν θα χαρακτηρίζονταν ακροδεξιά. Πολλά από αυτά, με ρίζες σε ξεκάθαρα νεοφασιστικά κινήματα του παρελθόντος, έχουν πλέον φτάσει στην εξουσία ή βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτήν. Ωστόσο, οι ηγέτες τους δεν μπόρεσαν να συμπεριφερθούν σαν να μην υπήρξαν ο φασισμός και ο πόλεμος: η κοινή ιστορική μνήμη παραμένει ένας ανασταλτικός παράγοντας, παρότι φθίνει σταδιακά.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Η σκοτεινή πλευρά της Αμερικής-1
Μάιος 1945. Τα πλήθη στη Γουόλ Στριτ πανηγυρίζουν για το τέλος του πολέμου και τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Η Αμερική είχε αμελητέες απώλειες αμάχων –20.000– σε σύγκριση με τα εκατομμύρια νεκρών της Κίνας, της Πολωνίας, της Ιαπωνίας και της ΕΣΣΔ. Η χώρα βγήκε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να έχει βιώσει κατοχή ή δικτατορία. 

Ο αντίκτυπος των πολέμων

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν υπάρχει τέτοιου είδους ιστορική κληρονομιά. Η εθνική εμπειρία του εμφυλίου πολέμου ανήκει σε ένα πιο μακρινό παρελθόν, ενώ οι συγκρούσεις των τελευταίων δεκαετιών άφησαν τη χώρα σε μεγάλο βαθμό αλώβητη, με τα εδάφη της σχεδόν ανεπηρέαστα. Είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς, διαβάζοντας για το σοκ που προκάλεσε το Περλ Χάρμπορ ή η 11η Σεπτεμβρίου, πόσο γενικά ειρηνική ήταν η πορεία της αμερικανικής ζωής.

Παρότι η χώρα συμμετείχε σχεδόν διαρκώς σε πολέμους σε διάφορα μέρη του κόσμου από το 1945, ο αντίκτυπος σπάνια έγινε αισθητός στο εσωτερικό, πέρα από την επιστροφή των βετεράνων. Από τους βασικούς συμμετέχοντες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κανείς δεν είχε λιγότερες απώλειες αμάχων από τις ΗΠΑ: ο απολογισμός ήταν κάτω από 20.000, ενώ στην Κίνα, την Πολωνία, την Ιαπωνία και την ΕΣΣΔ το σύνολο έφθασε τα εκατομμύρια απωλειών. Οι ιστορικές μνήμες της χώρας δεν έχουν διαμορφωθεί από την πικρή γεύση της εχθρικής κατοχής ή της δικτατορίας.

Η μόνη προφανής εξαίρεση είναι η δουλεία και η κληρονομιά της, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί κεντρικό θέμα της αμερικανικής πολιτικής συζήτησης, παραμένοντας όμως περισσότερο διχαστικό παρά ενωτικό ζήτημα, ακριβώς επειδή σηματοδοτεί ένα τραύμα που δεν βίωσε το σύνολο του πληθυσμού. Αντίθετα, η μαζική κινητοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, κατά τους πολέμους του 20ού αιώνα, συνέβαλε στη δημιουργία εθνικών θεσμών, όπως αυτοί των μέσων ενημέρωσης, της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης, που προώθησαν την αίσθηση του συλλογικού ανήκειν, μειώνοντας την απήχηση των αντιελιτίστικων αισθημάτων.

Αν οι ΗΠΑ ήταν κάποτε ένας φάρος για «τους καταφρονεμένους σας που τσάκισαν οι συμφορές και λαχταρούν γι’ ανάσα ελεύθερη» (λόγια χαραγμένα στο Aγαλμα της Ελευθερίας), μήπως οι εκλογές του 2024 υποδηλώνουν ότι μας περιμένει ένα πιο αυταρχικό μέλλον;

Η απουσία ακραίων συγκρούσεων στο αμερικανικό έδαφος τα τελευταία χρόνια είχε και μια άλλη συνέπεια: οι ΗΠΑ είναι το μοναδικό έθνος που εξακολουθεί να κυβερνάται από ένα Σύνταγμα που συντάχθηκε στην εποχή του Διαφωτισμού. Από τότε που οι Αμερικανοί υιοθέτησαν το Σύνταγμά τους, οι Γάλλοι έχουν αλλάξει όχι λιγότερα από 15, ενώ η Ισπανία έχει δοκιμάσει 13 διαφορετικά συντάγματα. Σε όλη την Ευρώπη και στη Νότια Αμερική, ελάχιστες χώρες δεν έχουν αντικαταστήσει το σύνταγμά τους τουλάχιστον μία φορά.

Κάποια κράτη, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Νορβηγία, έχουν Συντάγματα που χρονολογούνται από την εποχή της πτώσης του Ναπολέοντα. Αλλά η αμερικανική περίπτωση είναι μοναδική, κυρίως επειδή καμία άλλη χώρα δεν έχει ένα τόσο παλαιό σύνταγμα που παραμένει σε ισχύ και ερμηνεύεται από ένα Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο δεσμεύεται να ακολουθεί τις κυριολεκτικές προθέσεις των αρχικών συντακτών του.(2)

Οι αναταραχές και συγκρούσεις που έδωσαν την ευκαιρία αναθεώρησης των πολιτικών θεσμών και κανόνων με βάση την ιστορική εμπειρία, παράλληλα ενίσχυσαν την αναθεώρηση των κοινωνικών και πολιτισμικών συμπεριφορών γενικότερα. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι εντυπωσιακά διαφορετικές επιδράσεις του φύλου στην πολιτική σκηνή μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το ζήτημα των αμβλώσεων έχει ρυθμιστεί σε μεγάλο βαθμό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμη και σε χώρες με έντονη καθολική παράδοση. Ισχυρές γυναίκες έχουν αναλάβει την ηγεσία τα τελευταία χρόνια στη Βρετανία και στη Γερμανία, ενώ σήμερα πολλές γυναίκες κατέχουν θέσεις αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών στην Ευρωπαϊκή Ενωση: η ίδια η Επιτροπή της Ε.Ε. διοικείται από γυναίκα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και τα δεξιά κόμματα στην Ευρώπη αντικατοπτρίζουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα: πρωθυπουργός της Ιταλίας είναι η Τζόρτζια Μελόνι, ηγέτις του πολιτικού κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας (FdI). Η Μαρίν Λεπέν ανέλαβε την ηγεσία του γαλλικού κόμματος Εθνική Συσπείρωση (RN), εκτοπίζοντας τον ίδιο της τον πατέρα. Αντίθετα, η κουλτούρα αρχηγισμού του κινήματος MAGA εξυψώνει την αρρενωπότητα και την επιβεβαίωση του ανδρισμού, με τρόπο που δεν έχει όμοιό του δυτικά της Ρωσίας.

Η βασική συνέπεια αυτής της απόκλισης στις ιστορικές εμπειρίες και μνήμες είναι η πολιτική πόλωση, η οποία αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις υπόλοιπες δημοκρατίες του κόσμου. Αν και τα εκλογικά σώματα σε πολλές περιοχές της Ευρώπης έχουν στραφεί προς τα δεξιά τα τελευταία χρόνια, και παρότι η Κεντροαριστερά κατακερματίζεται, η Ευρώπη δεν έχει φτάσει στον βαθμό πόλωσης που παρατηρείται στις ΗΠΑ. Παρά το Brexit, μια πρόσφατη ανάλυση για την περίοδο 1980-2020 δείχνει ότι μακροπρόθεσμη τάση στη Βρετανία είναι η μείωση της πόλωσης της κοινής γνώμης, φαινόμενο που παρατηρείται και σε άλλες χώρες. Στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία και στην Ιαπωνία ο βαθμός πόλωσης παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, ενώ στον Καναδά, στη Δανία και στη Γαλλία σημειώθηκε μόνο μέτρια αύξηση. Από όλες τις χώρες που μελετήθηκαν, μόνο η Ελβετία παρουσίασε μια τάση απομάκρυνσης από το κέντρο αντίστοιχη με αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών.(3)

Κάποια από αυτά αντανακλούν την επιρροή πολιτικών θεσμών όπως το Κογκρέσο των ΗΠΑ, το οποίο έχει γίνει όλο και πιο πολωμένο, ιδίως από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών, μετά την εμφάνιση του Κινήματος του Τσαγιού. Ο συνδυασμός του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, του μοντέλου των κομματικών προκριματικών και της στενής εκλογικής αντιπαλότητας μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων στη σύγχρονη εποχή έχει οδηγήσει τις πολιτικές ελίτ μακριά από το κέντρο. Η κατάληψη ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα από ένα εξτρεμιστικό κίνημα αποτελεί φαινόμενο χωρίς προηγούμενο στην Ευρώπη.

Ωστόσο, οι πολιτικοί είναι μόνο μία πτυχή του προβλήματος. Παρά τη σημαντική σύγκλιση σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών θεμάτων, οι Αμερικανοί ψηφοφόροι έχουν διαχωριστεί συναισθηματικά, με τις αντιδράσεις απέναντι στην αντίπαλη πλευρά του κομματικού χάσματος να έχουν γίνει εντονότερες και οξύτερες. Μια σαφής αιτία είναι η αυξανόμενη απομόνωση σε «φούσκες» πληροφόρησης, που οφείλεται στην απουσία ενιαίας, αξιόπιστης εθνικής πηγής ειδήσεων – ένα πρόβλημα που είναι πολύ πιο έντονο στις ΗΠΑ από ό,τι σε άλλες χώρες. Μια άλλη αιτία είναι ο αυθόρμητος φυσικός διαχωρισμός, ο οποίος είναι κυρίως ιδεολογικός παρά φυλετικός, καθώς πολλοί επιλέγουν να μετακομίσουν σε περιοχές και γειτονιές όπου πιστεύουν ότι θα βρουν πολιτική ομοφωνία, αποφεύγοντας έτσι τις αντιπαραθέσεις.(4) Αυτά είναι χαρακτηριστικά της κοινωνίας που δεν συναντώνται σε άλλες δημοκρατίες στον ίδιο βαθμό.(5)

Εν ολίγοις, οι ιστορικές μνήμες που κατοχυρώνουν τη δημοκρατία σε άλλες χώρες απουσιάζουν σήμερα από τις ΗΠΑ, ενώ οι δυνάμεις της πόλωσης παραμένουν ανεξέλεγκτες. Η Δεξιά είναι σε άνοδο στην Ευρώπη, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί εντός ενός ευρέως αποδεκτού θεσμικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί από κοινές πρόσφατες εμπειρίες. Αυτές προκαλούν αντιπαραθέσεις, αλλά δεν τίθενται θεμελιωδώς υπό αμφισβήτηση.

Τα ευρωπαϊκά έθνη, λόγω της ιστορίας και της γεωγραφίας τους, έχουν συνειδητοποιήσει τη γεωπολιτική τους ευαλωτότητα, γεγονός που όχι μόνον περιορίζει τις εσωτερικές διαφωνίες, αλλά προκαλεί και έντονες συζητήσεις σχετικά με τα όρια της συνεργασίας και της ενσωμάτωσης μεταξύ των κρατών. Χωρίς την αίσθηση μιας γεωπολιτικής απειλής, και με ένα πολύ διαφορετικό, σχεδόν μοναδικά ευνοϊκό σύνολο από ιστορικές μνήμες, το αμερικανικό εκλογικό σώμα φαίνεται ανίκανο να καταπολεμήσει την εσωτερική πόλωση και διχόνοια.

Η αντίληψη του κόσμου για τις ΗΠΑ πιθανότατα θα έχει αλλάξει για πάντα έπειτα από αυτές τις εκλογές. Αλλά ίσως αυτό να είναι απλώς το τέλος μιας ψευδαίσθησης. Διότι η Αμερική ήταν πάντα μια κοινωνία με τις δικές της γοητευτικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες, αλλά και με μια σκοτεινή πλευρά που συχνά παραβλέπεται από όσους εκλαμβάνουν τον φιλελευθερισμό της ως δεδομένο.

Στο παρελθόν, συνδύαζε τη γλώσσα της ελευθερίας με την πραγματικότητα της δουλείας. Μιλούσε για τη νεωτερικότητα και το μέλλον, ενώ παρέμενε προσκολλημένη σε ολοένα και πιο αρχαϊκούς θεσμούς. Δεκαετίες παγκόσμιας ηγεσίας έχουν αφήσει τις ΗΠΑ σχετικά αλώβητες από τους πολέμους και τις συγκρούσεις που έχουν πλήξει άλλες περιοχές του κόσμου. Ο φασισμός ίσως να μην είναι το μέλλον της, καθώς ήταν προϊόν ευρωπαϊκών συνθηκών σε μια περασμένη εποχή. Ωστόσο, ο φασισμός δεν είναι η μοναδική πρόκληση και όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουμε, τόσο καλύτερα θα μπορέσουμε να πλοηγηθούμε στα αχαρτογράφητα νερά που βρίσκονται μπροστά μας.

Μαρκ Μαζάουερ στην «Κ»: Η σκοτεινή πλευρά της Αμερικής-2

Ιστορική άγνοια 

Oι περισσότεροι Αμερικανοί γνωρίζουν ελάχιστα για τη βίαιη Ιστορία της Ευρώπης στα μέσα του αιώνα. Το μοναδικό ιστορικό γεγονός που οι περισσότεροι πιθανότατα αναγνωρίζουν είναι το Ολοκαύτωμα, το οποίο συνδέουν όχι με τον φασισμό γενικότερα, αλλά με τον Χίτλερ, τους ναζί. Και εφόσον σχεδόν κανείς δεν θεωρεί σοβαρά πιθανή την επανάληψή του υπό τον πρόεδρο Τραμπ, ο αντίκτυπός του στις εκλογικές συνήθειες ήταν μικρός.

Η σκοτεινή πλευρά

Η αντίληψη του κόσμου για τις ΗΠΑ πιθανότατα θα έχει αλλάξει για πάντα έπειτα από αυτές τις εκλογές. Αλλά ίσως αυτό να είναι απλώς το τέλος μιας ψευδαίσθησης. Διότι η Αμερική ήταν πάντα μια κοινωνία με τις δικές της γοητευτικές γεωγραφικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες, αλλά και με μια σκοτεινή πλευρά που συχνά παραβλέπεται από όσους εκλαμβάνουν τον φιλελευθερισμό της ως δεδομένο. 

Ο κ. Μαρκ Μαζάουερ διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

1. Αναφέρεται στο The President’s Initiative on Race, ‘One America in the Twenty-First Century: Forging a New Future’, σελ.1 στο https://clintonwhitehouse4.archives.gov/media/pdf/PIR.pdf.

2. Για στοιχεία σχετικά με τα συντάγματα, βλ. το χρονοδιάγραμμα στο Comparative Constitutions Project at https://comparativeconstitutionsproject.org/chronology/, για την άποψη του 2009, που μετρήθηκε όσον αφορά το αμερικανικό σύνταγμα, βλ. Zachary Elkins et al., The Endurance of National Constitutions (CUP. 2009).

3. Rachel Kleinfeld, ‘Polarization, Democracy and Political Violence in the United States: What the Research Says’, Carnegie Endowment, Sept. 5, 2023, https://carnegieendowment.org/research/2023/09/polarization-democracy-and-political-violence-in-the-united-states-what-the-research-says?lang=en, σελ.23: Σχήμα 5.

4. Βλ. άρθρο ‘Millions of movers reveal American polarization in action’, NYT, Oct 30, 2024.

5. Rachel Kleinfeld, ‘Polarization, Democracy and Political Violence in the United States: What the Research Says’, Carnegie Endowment, Sept. 5, 2023, https://carnegieendowment.org/research/2023/09/polarization-democracy-and-political-violence-in-the-united-states-what-the-research-says?lang=en.

___________________________________________________________________________________

Κεντρική φωτό: Στις 20 Φεβρουαρίου του 1939, 20.000 ναζί, μέλη της «Γερμανο-αμερικανικής Ενωσης» γεμίζουν το Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν στη Νέα Υόρκη. Στον ίδιο χώρο, 85 χρόνια μετά, πραγματοποιείται η μεγαλύτερη ίσως προεκλογική εκδήλωση του Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με τον Μαζάουερ, τέτοιες ιστορικές συγκρίσεις μας ωθούν να παρακάμψουμε τη διαδικασία εντοπισμού των διαφορών ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. [Photo by Larry Froeber/NY Daily News Archive via Getty Images]

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT