Στις 23 Φεβρουαρίου αναμένεται να στηθούν οι κάλπες στη Γερμανία καθώς η χώρα βαδίζει προς τις πρώτες πρόωρες εκλογές από το 2005, ύστερα από την κατάρρευση του κυβερνώντος συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Ελευθέρων Δημοκρατών, την περασμένη εβδομάδα. Αυτό ανέφεραν χθες ρεπορτάζ γερμανικών μέσων, κατά τα οποία η ομοσπονδιακή Βουλή αναμένεται να συνεδριάσει, με αίτημα του καγκελαρίου Oλαφ Σολτς, στις 16 Δεκεμβρίου, με αντικείμενο την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Η αναμενόμενη καταψήφιση της κυβέρνησης από τη Βουλή θα ανοίξει τον δρόμο για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών από τον πρόεδρο της χώρας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ.
Η ημερομηνία της 23ης Φεβρουαρίου ήταν ένας συμβιβασμός ανάμεσα στον ηγέτη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος πίεζε για εκλογές τον Ιανουάριο καθώς οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν αέρα νίκης, και στον Ολαφ Σολτς, ο οποίος θα προτιμούσε να στηθούν οι κάλπες τον Μάρτιο, ελπίζοντας ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του (SPD) θα αξιοποιούσε αυτό το χρονικό διάστημα για να ανακάμψει. Ο Γερμανός καγκελάριος ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας σε συμμαχία με τους Πρασίνους από την περασμένη εβδομάδα, όταν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την κυβέρνηση λόγω των αγεφύρωτων διαφωνιών του ηγέτη τους και υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ με τον Σολτς για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής.
Πιστός στη νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία του, ο Λίντνερ πίεζε για δραστικές περικοπές δημοσίων δαπανών, κάτι που δεν μπορούσαν να δεχθούν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι, ενώ απέρριπτε κατηγορηματικά κάθε ιδέα περί παράκαμψης του φρένου χρέους που δένει τα χέρια των γερμανικών κυβερνήσεων. Οι διεθνείς αγορές υποδέχθηκαν θετικά την παραίτηση του Λίντνερ, ελπίζοντας ότι η επόμενη κυβέρνηση θα μπορέσει να χαλαρώσει το φρένο χρέους και να δώσει ώθηση στην αποτελματωμένη γερμανική οικονομία, η οποία αναμένεται να συρρικνωθεί ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να μείνει στάσιμη τη φετινή χρονιά. Οι συνθήκες λειτουργίας των γερμανικών επιχειρήσεων επιδεινώθηκαν λόγω των κυρώσεων στη Ρωσία, που αύξησαν απότομα το κόστος της ενέργειας, ενώ αρνητικό ρόλο παίζει και η σοβαρή έλλειψη εργατικών χεριών. Ο ηγέτης της Χριστιανικής Δημοκρατικής Ενωσης (CDU) Φρίντριχ Μερτς δεν δέχεται, προς το παρόν, να καταργήσει το φρένο χρέους, που περιορίζει το όριο των κρατικών δαπανών ανάλογα με το ύψος του δημόσιου δανεισμού. Η στρατηγική του για την αναζωογόνηση της οικονομίας στηρίζεται στις υποσχέσεις του για μειώσεις φόρων, αρκετοί αναλυτές θεωρούν ωστόσο ότι θα αναγκαστεί να βάλει νερό στο κρασί του και στο θέμα των κρατικών δαπανών. Τις ανησυχίες του γερμανικού επιχειρηματικού κόσμου ενισχύει και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές, μια και ο Ρεπουμπλικανός ηγέτης είναι γνωστός για τη ροπή του προς την αύξηση των δασμών με στόχο την προστασία των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Οι δημοσκοπήσεις φέρνουν στην πρώτη θέση με μεγάλη διαφορά την Κεντροδεξιά, ενώ οι αγορές ελπίζουν ότι θα αρθεί το φρένο χρέους που καθηλώνει τη γερμανική οικονομία.
Σύμφωνα με το περιοδικό Der Spiegel, ο Ολαφ Σολτς σκεφτόταν ήδη από τον περασμένο Ιούλιο να θέσει ζήτημα εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του με αφορμή τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ώστε να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές. Το σχετικό ρεπορτάζ αναφέρει ότι ο Γερμανός καγκελάριος κάλεσε στο γραφείο του, στις 3 Ιουλίου, τους Πράσινους υπουργούς Οικονομικών, Ρόμπερτ Χάμπεκ, και Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, όπου τους πρότεινε να συμφωνήσουν στην παράκαμψη του φρένου χρέους αναφορικά με τις δαπάνες του νέου προϋπολογισμού. Στο πολύ πιθανό ενδεχόμενο απόρριψης της πρότασης από το FDP του Λίντνερ, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι θα συνέχιζαν να κυβερνούν ως κυβέρνηση μειοψηφίας. Δύο ημέρες αργότερα, επετεύχθη συμβιβαστική συμφωνία με το FDP για τον προϋπολογισμό, κάτι που όπως αποδείχθηκε την περασμένη εβδομάδα απλώς παρέτεινε κατά τέσσερις μήνες τον βίο του τρικομματικού συνασπισμού.
Η τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου INSA φέρνει στην πρώτη θέση την κεντροδεξιά συμμαχία του CDU και της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU) με 32,5%, ακολουθούμενη από την ακροδεξιά AfD με 19,5%. Το SPD παραμένει καθηλωμένο στην τρίτη θέση με 15,5% και έπονται οι Πράσινοι με 11,5%, το νέο αριστερό κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) με 7% και το FDP με 5%, ποσοστό στο όριο της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
REUTERS, DER SPIEGEL

