Οι Αμερικανοί επέλεξαν τον υποψήφιο που αναγνώρισε τον θυμό τους. Είναι το βασικό συμπέρασμα από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών όπως το διατυπώνει στην «Κ» ο Εντουαρντ Ρόουντς, ομότιμος καθηγητής Διακυβέρνησης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο George Mason των ΗΠΑ. Ο ίδιος στέκεται στις παρενέργειες από την αντίληψη των νέων Αμερικανών ότι δεν θα ευημερήσουν όπως οι γονείς τους. Θεωρεί, δε, ότι οι Δημοκρατικοί θα επιτύγχαναν ακόμη χειρότερο αποτέλεσμα αν ο Τζο Μπάιντεν ολοκλήρωνε την κούρσα ή αν τον αντικαθιστούσαν με έναν πιο προοδευτικό υποψήφιο από την Κάμαλα Χάρις. «Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η γνωστική του υγεία έχει επίσης μειωθεί σημαντικά και μπορεί κάλλιστα να επιδεινωθεί αρκετά γρήγορα», αναφέρει χαρακτηριστικά για τη φυσική κατάσταση του Ντόναλντ Τραμπ, στρέφοντας την προσοχή στον πιθανό ρόλο του αντιπροέδρου των Ρεπουμπλικανών, Τζέι Ντι Βανς.
– Τι ήταν αυτό που έδωσε τη νίκη στον Τραμπ και ποιος ήταν ο παράγοντας που κόστισε περισσότερο στη Χάρις;
– Παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά η αμερικανική οικονομία τα πηγαίνει αρκετά καλά, η κοινή αντίληψη είναι αντίθετη. Στις ΗΠΑ, οι αντιλήψεις για την οικονομία είναι συνήθως ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της εκλογικής νίκης και το 2024 ήταν μια κακή στιγμή για να είσαι υποψήφιος του κυβερνώντος κόμματος, ιδίως αν δεν μπορείς να αποστασιοποιηθείς από τη χαμηλή δημοτικότητα του εν ενεργεία προέδρου. Οι άνδρες, οι λευκοί και οι κάτοικοι της αγροτικής ενδοχώρας, οι οποίοι βλέπουν ελάχιστες προοπτικές να επιτύχουν το ίδιο επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας που πέτυχαν οι γονείς τους, τείνουν να θυμώνουν με την αμερικανική κυβέρνηση, ιδίως όταν τους λέει ότι το πρόβλημα είναι η δική τους στάση που θα πρέπει να αλλάξει. Το απροσδόκητο εύρος της νίκης του τέως προέδρου Τραμπ φαίνεται να υποδηλώνει ότι δημοσκόποι και πολιτικοί υποτίμησαν το μέγεθος του θυμού που υπάρχει εκεί έξω, ειδικά μεταξύ των νέων. Η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να μην μπορέσουν ποτέ να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι –βασικός δείκτης τού να ανήκεις στη λεγόμενη μεσαία τάξη– και πως μπορεί να μην επιτύχουν ποτέ την ασφαλή κοινωνική θέση των γονιών τους, χτυπάει πιο σκληρά και πιο πικρά απ’ ό,τι δείχνει να υπέθεσε η πολιτική ηγεσία. Η ειρωνεία βέβαια είναι ότι η πλατφόρμα του Τραμπ δεν προσφέρει εύλογες λύσεις στα οικονομικά παράπονα της θυμωμένης Αμερικής. Ομως αυτό που φαίνεται να μέτρησε στις εκλογές δεν ήταν τόσο το ποιο κόμμα θα λύσει το πρόβλημα, όσο το ποιο κόμμα αναγνώρισε πληρέστερα τον κοινωνικοοικονομικό πόνο και θυμό που νιώθουν οι Αμερικανοί, καθώς η χώρα τους συνεχίζει τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική οικονομία. Παρότι υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για την ευρέως διαδεδομένη αίσθηση ότι οι ΗΠΑ οδηγούνταν σε λάθος κατεύθυνση, η Κάμαλα Χάρις δεν διατύπωσε ένα πιο ξεκάθαρο όραμα για το πώς ακριβώς θα αντέστρεφε τα πράγματα και θα μετακινούσε τη χώρα στη «σωστή κατεύθυνση», με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τα διαφορετικά ακροατήρια. Δεν το έκανε αποτελεσματικά. Στο μεταξύ, αποτελεί ερώτημα –καθότι οι Αμερικανοί είναι σχετικά απίθανο να παραδεχθούν ότι δεν εμπιστεύονται σε ηγετικές θέσεις τις γυναίκες ή τα μέλη μειονοτικών φυλετικών ομάδων– κατά πόσο το φύλο και η φυλή της αντιπροέδρου Χάρις «δούλεψαν» εις βάρος της. Πάντως, αυτό που σίγουρα ανακάλυψε η Αμερική τη νύχτα των εκλογών είναι ότι καθίσταται κοινωνικά πιο συντηρητική – ή έστω καθίσταται φιλελεύθερη με πολύ πιο αργό ρυθμό σε σχέση με την πολιτική ελίτ. Η αντιπρόεδρος Χάρις δεν ήταν η πιο «προοδευτική» από τους δυνητικούς υποψηφίους του Δημοκρατικού Κόμματος. Φαίνεται όμως ότι ήταν πολύ «προοδευτική» για μεγάλο μέρος της Αμερικής, η οποία ψήφισε τον τέως πρόεδρο Τραμπ παρά τα προσωπικά του ελαττώματα. Το βράδυ των εκλογών, οι ψηφοφόροι έστειλαν ένα μήνυμα ως προς την ατζέντα της κυβέρνησης για τη «διαφορετικότητα, ισότητα και ένταξη». Το μήνυμα ήταν ότι, σύμφωνα με την πλειονότητα των Αμερικανών, αυτό δεν πρέπει να είναι υπόθεση της κυβέρνησης.
– Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν ο Τζο Μπάιντεν δεν είχε κατέβει εξαρχής στις εκλογές; Ή ήταν αυστηρά θέμα πολιτικού περιεχομένου;
– Δεδομένης της ευρέως διαδεδομένης άποψης ότι η Αμερική όδευε προς τη λάθος κατεύθυνση, θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο για τον πρόεδρο Μπάιντεν να διανύσει την εκστρατεία ως παράγοντας αλλαγής. Φυσικά, δεν γνωρίζουμε ποιον θα μπορούσε να είχε προτείνει το Δημοκρατικό Κόμμα, ούτε πόσο αιματηρές θα ήταν οι εσωκομματικές μάχες αν ο ίδιος αποχωρούσε πιο έγκαιρα από την κούρσα. Ισως το κόμμα θα μπορούσε να βρει έναν υποψήφιο που θα ήταν ικανός να αποστασιοποιηθεί καλύτερα από τον πρόεδρο Μπάιντεν και πιο πρόθυμος να διατυπώσει μια συγκεκριμένη νέα πολιτική ατζέντα. Από την άλλη πλευρά, δεδομένων των δυναμικών στο Δημοκρατικό Κόμμα, θα ήταν εξίσου πιθανό να είχε υιοθετήσει μια ακόμη πιο προοδευτική πλατφόρμα και έναν ακόμη πιο εμφανώς προοδευτικό υποψήφιο. Η δική μου ερμηνεία των εκλογικών αποτελεσμάτων με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτό θα είχε απλώς διευρύνει το μέγεθος της ήττας του κόμματος.
– Τι να περιμένουμε από εδώ και στο εξής στις ΗΠΑ;
– Αυτή είναι μια εξαιρετικά δύσκολη ερώτηση. Σε πολλούς τομείς πολιτικής, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν φαίνεται να έχει σαφή «ιδεολογικό» οδικό χάρτη. Επιπλέον, όπως είδαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν είναι μια ενωμένη οντότητα, και τουλάχιστον ορισμένα μέλη έχουν δείξει ότι είναι πρόθυμα να λειτουργήσουν ως «εμπόδια» όταν πρόκειται για την ψήφιση νομοθεσίας. Αυτό το οποίο δεν έχει συζητηθεί πολύ δημόσια είναι η αβεβαιότητα γύρω από τη φυσική υγεία του εκλεγμένου προέδρου. Υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η γνωστική του υγεία έχει επίσης μειωθεί σημαντικά και μπορεί κάλλιστα να επιδεινωθεί αρκετά γρήγορα. Είναι ακόμη απολύτως ασαφές τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον πιθανό ρόλο του αντιπροέδρου του, των βασικών συμβούλων του και του Κογκρέσου.

