Ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέφει στον Λευκό Οίκο και παρότι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει τη γνώμη των περισσότερων επικριτών του, θα έπρεπε να τους ωθήσει να κοιταχτούν καλά στον καθρέφτη. Οσο κέρδισε ο Τραμπ τις εκλογές, άλλο τόσο τις έχασαν εκείνοι.
Δεν ήταν μια συνηθισμένη αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο υποψηφίους από αντίπαλα κόμματα: η πραγματική επιλογή των ψηφοφόρων ήταν ανάμεσα στον Τραμπ και σε όλους τους υπολοίπους – όχι μόνο στην υποψήφια των Δημοκρατικών Κάμαλα Χάρις και στο κόμμα της, αλλά και σε Ρεπουμπλικανούς όπως η Λιζ Τσέινι, κορυφαίους στρατιωτικούς όπως οι στρατηγοί Μαρκ Μίλεϊ και Τζον Κέλι (πρώην προσωπάρχης), καθώς και σε εξέχοντες αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών και νομπελίστες οικονομολόγους.
Διαμορφωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο, η προεδρική αναμέτρηση αποτέλεσε παράδειγμα αυτού που στα οικονομικά αποκαλείται «δημιουργική καταστροφή». Οι αντίπαλοι του Τραμπ φοβούνται ότι θα διαλύσει την ίδια την αμερικανική δημοκρατία.
Για τους υποστηρικτές του, όμως, η ψήφος υπέρ του Τραμπ σήμαινε ψήφο υπέρ της απομάκρυνσης μιας αποτυχημένης ηγετικής τάξης από την εξουσία και της αναδιάρθρωσης των θεσμών του έθνους με νέα πρότυπα που θα εξυπηρετούν καλύτερα τους Αμερικανούς πολίτες.
Η νίκη του Τραμπ ισοδυναμεί με δημόσια ψήφο δυσπιστίας προς τους ηγέτες και τους θεσμούς που διαμόρφωσαν την αμερικανική ζωή από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πριν από 35 χρόνια. Τα ίδια τα ονόματα φέρουν συμβολικό βάρος: το 2016 ο Τραμπ είχε αντίπαλο έναν Μπους στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών και μια Κλίντον στις γενικές εκλογές. Αυτή τη φορά, με μια ευρύτερη έννοια, επικράτησε ενός συνασπισμού που περιελάμβανε τη Λιζ Τσέινι και τον πατέρα της, τον πρώην αντιπρόεδρο Ντικ Τσέινι.
Οσοι βλέπουν στον Τραμπ μια βαθιά απόρριψη των σημερινών προτύπων της Ουάσιγκτον έχουν δίκιο. Μοιάζει με άθεο που αμφισβητεί το δόγμα της εκκλησίας: η απειλή που συνιστά δεν έγκειται τόσο στις πράξεις του όσο στην αμφισβήτηση των πεποιθήσεων που αποτελούν τη βάση της εξουσίας. Ο Τραμπ αποκάλυψε την αποτυχία των πολιτικών δογμάτων της χώρας, αφήνοντας εκτεθειμένους τους ηγέτες όλων των θεσμών –ιδιωτικών και δημόσιων– που αντλούν την εξουσία τους από την πίστη σε αυτά τα δόγματα.
Αυτό ίσως να είναι ακριβώς ό,τι επιθυμούν οι ψηφοφόροι και, με τη συμμαχία της με τόσες αμφιλεγόμενες και αντιδημοφιλείς ελίτ και θεσμούς, η Χάρις ουσιαστικά καταδίκασε τον εαυτό της.
Ο Τραμπ δεν είναι αυτό που θα λέγαμε ειδήμονας στην πολιτική, όμως οι υποστηρικτές του φαίνεται να επιθυμούν από εκείνον ακριβώς το αντίθετο: έναν μη ειδήμονα που ανατρέπει τις σύγχρονες αντιλήψεις της Ουάσιγκτον περί ειδημοσύνης. Η νίκη του Τραμπ αποτελεί μια τιμωρητική ετυμηγορία για τις πάσης φύσεως Αρχές που προσπάθησαν να τον σταματήσουν.
Η απειλή που συνιστά δεν έγκειται τόσο στις πράξεις του, όσο στην αμφισβήτηση των πεποιθήσεων που αποτελούν τη βάση της εξουσίας.
Στα οικονομικά, η δημιουργική καταστροφή συμβαίνει όταν ένας νέος ανταγωνιστής αποκαλύπτει πόσο ανεπαρκείς είναι οι υπάρχουσες επιχειρήσεις στο να ικανοποιούν τη ζήτηση των καταναλωτών. Αντίστοιχα, ο δημοκρατικός πολιτικός ανταγωνισμός προκαλεί παρόμοιες ανατροπές. Αν η διατάραξη που αντιπροσωπεύει ο Τραμπ φαίνεται ασυνήθιστα δραστική, αυτό είναι ένα σημάδι ότι η αμερικανική πολιτική υπήρξε ανεπαρκώς ανταγωνιστική για πολύ μεγάλο διάστημα. Πριν από την εμφάνιση του Τραμπ η εξουσία βρισκόταν στα χέρια ενός πολιτικού καρτέλ, το οποίο περιελάμβανε θεσμούς που θα έπρεπε να βρίσκονται σε έντονο ανταγωνισμό, αλλά αντ’ αυτού συνεργάζονταν για να αποκλείσουν αντίπαλα «προϊόντα» ή ιδέες.
Ισως ούτε ο Τραμπ και το ρεύμα αλλαγής που φέρνει στην Ουάσιγκτον να το καταφέρουν. Αξίζει να θυμηθούμε ότι οι περισσότερες νέες εταιρείες που διαταράσσουν τις καθιερωμένες σχέσεις της αγοράς δεν διαρκούν για πολύ – απλώς εντοπίζουν μια ευκαιρία, την οποία κάποιος άλλος αξιοποιεί αργότερα εις το έπακρον.
Η άνοδος του Τραμπ έθεσε τέλος στη στασιμότητα της εποχής του Μπαράκ Ομπάμα, όπου ένας Δημοκρατικός πρόεδρος προωθούσε ένα όραμα που διέφερε ελάχιστα –από άποψη εξωτερικής πολιτικής έως και υγειονομικής περίθαλψης– από αυτό που είχαν διαμορφώσει οι ειδικοί και των δύο κομμάτων τη δεκαετία του 1990, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί στο Κογκρέσο επικεντρώνονταν στην απλή παρεμπόδιση, περιμένοντας να τοποθετήσουν έναν άλλον Μπους ή Μιτ Ρόμνεϊ στον Λευκό Οίκο για να ακολουθήσει τη δική τους παραλλαγή της ίδιας ατζέντας.
Ο προεκλογικός συνασπισμός του Τραμπ περιελάμβανε τον Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ, την Τούλσι Γκάμπαρντ και άλλους πολιτικούς με αντισυστημικό μήνυμα, καθώς και επιφανείς επιχειρηματίες όπως ο Ελον Μασκ και podcaster όπως ο Τζο Ρόγκαν. Ο Τραμπ μπορεί να μην είναι πλήρως ευθυγραμμισμένος με όλους αυτούς, αλλά υπάρχει λόγος που τόσο πολλοί υποστηρικτές αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί «εναλλακτική πολιτική» συντάχθηκαν μαζί του ενάντια στο κατεστημένο.
Οι εχθροί του Τραμπ είναι τόσο σίγουροι όσο και οι υποστηρικτές του ότι θα μπορούσε να αποτελέσει δύναμη ριζικής αλλαγής. Ωστόσο, τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι αντίπαλοί του έχουν την τάση να υπερβάλλουν όσον αφορά το τι επιθυμεί και τι μπορεί να επιτύχει ο τέως και επόμενος πρόεδρος. Εάν ο Τραμπ και ο συνασπισμός του δεν καταφέρουν να δημιουργήσουν κάτι καλύτερο από αυτό που αντικατέστησαν, θα αντιμετωπίσουν την ίδια μοίρα που υπέστησαν οι έκπτωτες δυναστείες Μπους, Κλίντον και Τσέινι. Μια νέα δύναμη δημιουργικής καταστροφής μπορεί να προκύψει, πιθανώς από την αμερικανική Αριστερά.
Παρότι η άρνησή του να αποδεχθεί τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020 δεν τον εμπόδισε να κερδίσει χθες, θα ήταν ακόμη πιο ισχυρός αν δεν είχε στις πλάτες του το βάρος της εξέγερσης της 6ης Ιανουαρίου. Κάποιες φορές η τήρηση των κανόνων αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο να αλλάξεις το παιχνίδι, όπως κατανόησαν οι μεγαλύτεροι μεταρρυθμιστές πρόεδροι της Ιστορίας μας.
* Ο κ. Ντάνιελ Μακάρθι είναι ο εκδότης του περιοδικού Modern Age: A Conservative Review.

