Η ελληνική οικονομία είναι πολύ μικρή για να αποτελέσει ξεχωριστό παράγοντα της αμερικανικής οικονομικής στρατηγικής, και υπό άλλες συνθήκες τα ενδεχόμενα ανάδειξης της Χάρις ή του Τραμπ στην προεδρία θα είχαν μικρές διαφορές για τη χώρα μας. Επειδή όμως τώρα υπάρχει χάσμα στις πολιτικές των δύο, η Ελλάδα και η οικονομία της δεν θα μείνουν αλώβητες. Είτε μέσω της στρατηγικής της Ε.Ε. που θα κληθεί να απαντήσει στον αμερικανικό σχεδιασμό, είτε από την ανακατανομή ισχύος που αναμένεται να σημειωθεί στην ευρύτερη περιοχή, οι συνέπειες για τη χώρα μας θα είναι σημαντικές και διαφοροποιημένες, ανάλογα με το κόμμα που τελικά θα επικρατήσει. Ας τις δούμε με τη σειρά:
Αν μεν εκλεγεί η Κάμαλα, η οικονομική πολιτική θα ακολουθήσει λίγο-πολύ τα βήματα του Μπάιντεν, υλοποιώντας το μεγάλο έργο στήριξης της Βιομηχανίας και των υποδομών, ενισχύοντας περαιτέρω την κοινωνική πολιτική, αυξάνοντας τη φορολογία στους υπερπλούσιους, και εφαρμόζοντας μια πολιτική ελεγχόμενης και σταθερής μετανάστευσης στα σύνορα με το Μεξικό. Οπως συνέβη και την περασμένη τετραετία, οι δασμοί που είχε καθολικά επιβάλει ο Τραμπ στα εισαγόμενα θα γίνουν πιο επιλεκτικοί αλλά δεν θα καταργηθούν.
Σε αυτή την περίπτωση, η αντίδραση της Ευρώπης θα (πρέπει να) είναι η επέκταση της πολιτικής ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και της Βιομηχανίας, όπως εύγλωττα περιγράφεται στην έκθεση Ντράγκι. Η υλοποίησή της αργά ή γρήγορα θα απαιτήσει μια μεγάλη χρηματοδότηση από κοινούς ευρωπαϊκούς πόρους και ευρωομόλογα. Η Ελλάδα θα ωφεληθεί πολλαπλά από τις εξελίξεις αυτές, αρκεί βέβαια να μάθει να αξιοποιεί τα αναπτυξιακά εργαλεία για το συμφέρον του τόπου και όχι με κριτήρια πολιτικής επιρροής – όπως κομψά ακούγεται ότι συμβαίνει για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στα διεθνή, η Χάρις αναμένεται να είναι διαλλακτική με την Κίνα, φιλική με την Ε.Ε. και επιθετική προς τη Ρωσία. Και πάλι τόσο η Ε.Ε. όσο και η Ελλάδα θα έχουν να βαδίσουν σε παρόμοια βήματα με πριν. Ειδικά η Ελλάδα θα ωφεληθεί όχι μόνο γεωπολιτικά αλλά και αναπτυξιακά από την υλοποίηση της ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας στη Θράκη και στο Αιγαίο, πράγμα που μπορεί κάπως να ελαττώσει την πίεση για αυτοτελείς αμυντικούς εξοπλισμούς.
Διαφορετική τροπή θα πάρουν τα πράγματα εάν εκλεγεί ο Τραμπ και εφαρμόσει την πολιτική που επαγγέλλεται για μειώσεις στη φορολογία των πλουσίων, μείωση κρατικών δαπανών και αύξηση των δασμών στα εισαγόμενα για να προστατεύσει τη Βιομηχανία από τον διεθνή ανταγωνισμό. Στην περίπτωση αυτή η Ε.Ε. θα υποστεί σημαντικό κόστος από τον περιορισμό των εξαγωγών της στις ΗΠΑ, όπως και από τη φυγή αρκετών αμερικανικών επιχειρήσεων που θα δελεαστούν να παλιννοστήσουν με φορολογικές μειώσεις. «Κλάδεμα» θα υποστεί και το κοινωνικό κράτος, πράγμα που θα εντείνει τις ήδη οξυμένες ανισότητες στη μητρόπολη του καπιταλισμού.
Αν κερδίσει η Χάρις: Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ευρωομόλογα.
Αν κερδίσει ο Τραμπ: Μείωση ξένων επενδύσεων, άνοδος των εξοπλιστικών δαπανών
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Ευρώπη θα βλέπει τις ΗΠΑ να περιχαρακώνονται και θα υποχρεωθεί να περιορίσει και αυτή το διεθνές εμπόριο. Στο τέλος φυσικά ο προστατευτισμός θα βλάψει και τους δύο με βέβαιη ύφεση.
Θα υπάρξουν όμως και άλλες δύο «βόμβες» από τον Τραμπ: Η μία θα αφορά στη διακοπή της μετανάστευσης από τον Νότο, έτσι ώστε η απασχόληση να ανακατευθυνθεί στους άνεργους των μεγαλουπόλεων και τους χιλμπίλις της ενδοχώρας. Η άλλη θα είναι η εγκατάλειψη κάθε σοβαρού σχεδιασμού για το περιβάλλον, αφού οι περισσότεροι οπαδοί του Τραμπ θεωρούν τη χειροτέρευση του κλίματος προϊόν συνωμοσίας. Και οι δύο «βόμβες» θα αποτελέσουν το λάθος παράδειγμα για αρκετές χώρες στην Ε.Ε. που θα ήθελαν να τις εφαρμόσουν και οι ίδιες για να μη βρεθούν σε συγκριτικά χειρότερη μοίρα.
Στα διεθνή, ο Τραμπ θα δράσει ως ο αντίθετος πόλος της Χάρις. Επιθετικός με την Κίνα, διαλλακτικός με τη Ρωσία, καχύποπτος και υποτιμητικός προς την Ευρώπη. Και μόνο αυτά αρκούν για να προκαλέσουν πολλές ανησυχίες στην Ε.Ε. και ανατροπές στις σταθερές που βάσιζαν τη στρατηγική τους πολλές χώρες – ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Επειδή μάλιστα του αρέσουν οι σχέσεις με ηγέτες αυταρχικής κοπής, είναι πιο πιθανό να αναδείξει ως προνομιακό εταίρο στην Ανατολική Μεσόγειο την Τουρκία παρά εμάς.
Οι άμεσες συνέπειες για τη χώρα μας θα είναι η μείωση των όποιων ξένων επενδύσεων από τις ΗΠΑ, η άνοδος των εξοπλιστικών δαπανών λόγω της αβεβαιότητας που θα προκληθεί και της απροθυμίας του Τραμπ να συνεχίσει θεωρώντας την Ελλάδα ως στρατηγικό εταίρο.
Αν αυτές οι εκτιμήσεις αντανακλούν την πραγματικότητα, θα περίμενε κανείς ότι οι Ελληνοαμερικανοί της Διασποράς θα είχαν αποδυθεί σε αγώνα υποστήριξης της Κάμαλα. Φευ, οι περισσότερες κινήσεις που καταγράφονται είναι προς την όχθη του Τραμπ, ίσως πιστεύοντας ότι έτσι θα τον καλοπιάσουν και θα αλλάξει προτιμήσεις. Ομως η συνταγή του καλοπιάσματος την προηγούμενη φορά δεν δούλεψε καθόλου καλά.
*O κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι oμότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, πρώην υπουργός.

