Αν κάποιος αισθάνεται δικαιωμένος, μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Πέμπτης, αυτός δεν είναι άλλος από την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι. Εδώ και καιρό, η υπερσυντηρητική πρωθυπουργός δίνει έμφαση στη λεγόμενη «εξωτερική διάσταση» του μεταναστευτικού, επιδιώκοντας αμφιλεγόμενες συμφωνίες με τρίτες χώρες, ώστε να μειωθούν οι ροές, αντί της εσωτερικής διαχείρισής τους, μέσω των ποσοστώσεων και της εφαρμογής του κανονισμού του Δουβλίνου. Αυτή η προσέγγιση πλέον καθοδηγεί ντε φάκτο την ευρωπαϊκή πολιτική στο μεταναστευτικό, με την πρόεδρο της Κομισιόν να υπογραμμίζει –τόσο στην πρόσφατη επιστολή της στους Ευρωπαίους ηγέτες όσο και στις δηλώσεις της μετά το πέρας της συνεδρίασής τους– ότι η μείωση των ροών θα εξαρτηθεί, κυρίως, από την εξωτερική διαχείριση της μετανάστευσης. Υπό μία έννοια, πρόκειται για ξεκάθαρη πολιτική νίκη της Μελόνι εντός του «μπλοκ».
Το «μοντέλο» της συμφωνίας Αλβανίας – Ιταλίας, ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι θα αναπαραχθεί εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης τουλάχιστον, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και με όσα φέρεται να είπε κατ’ ιδίαν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στους «27». Στη σχετική παρέμβασή της, η πρόεδρος της Κομισιόν ανέφερε –σύμφωνα με ανώτατο Ευρωπαίο αξιωματούχο– ότι έχουν δημιουργηθεί αρκετά ερωτήματα, που παραμένουν ακόμη αναπάντητα: Για πόσο καιρό μπορούν να παραμένουν οι άνθρωποι στα κέντρα αυτά; Θεωρείται και σε ποιο βαθμό (παράνομη) κράτηση; Τι θα συμβεί, εάν δεν επιστρέψουν; Τα ίδια ακριβώς ερωτήματα, πάντως, έθεσε και ο Ελληνας πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στους Financial Times, όταν εξέφρασε επιφυλάξεις για το κατά πόσον μπορεί να επεκταθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το ιταλικό «μοντέλο» με τα κέντρα υποδοχής μεταναστών στην Αλβανία. Σημείωσε, εξάλλου, ότι όσοι μεταφέρονται σε τέτοια κέντρα υπόκεινται στην ιταλική νομοθεσία ασύλου και θα επιστρέφουν στην Ιταλία, ενώ τόνισε ότι αν το «μοντέλο» επεκταθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν είναι σαφές πού θα κατευθύνονταν οι μετανάστες.
Και ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ καθώς και ο Βέλγος ομόλογός του Αλεξάντερ ντε Κρο επίσης διαπίστωσαν ότι τα «κέντρα» αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν «πανάκεια» ή «μαγική λύση». Ωστόσο, αρκετοί Ευρωπαίοι διπλωμάτες παραδέχθηκαν ότι η ιδέα της ανάθεσης των διαδικασιών ασύλου σε τρίτες χώρες κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος εντός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Η συμφωνία Ρώμης – Τιράνων άλλαξε τον βηματισμό της Ευρώπης στο μεταναστευτικό, παρότι η Φον ντερ Λάιεν επισήμανε ότι υπάρχουν πολλά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν.
Για τον λόγο αυτό, οι Ευρωπαίοι ηγέτες κατόρθωσαν –παρά τις αντίθετες προβλέψεις– να συμφωνήσουν τελικά σε κοινό κείμενο συμπερασμάτων, που ενώ είναι αρκετά ασαφές, αντανακλά τη θέλησή τους να ενισχύσουν αποτρεπτικά μέτρα, το κλείσιμο ουσιαστικά των συνόρων, δίνοντας συγχρόνως έμφαση «στη διευκόλυνση, αύξηση και επίσπευση των επιστροφών».
Παράλληλα –και προς έκπληξη αρκετών– επέδειξαν αλληλεγγύη έναντι της πρόθεσης του Πολωνού πρωθυπουργού να αναστείλει προσωρινά τις διαδικασίες ασύλου στα σύνορα με τη Λευκορωσία. Επιχειρώντας να εξηγήσει τη στάση των «27» Ευρωπαίος αξιωματούχος υπογράμμισε ότι το ίδιο είχαν ζητήσει σε παρόμοιες περιπτώσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020 στην κρίση στα σύνορα με την Τουρκία, ενώ και η Φινλανδία πέρασε παρόμοιο νόμο, επιτρέποντας ουσιαστικά επαναπροώθηση αιτούντων άσυλο στα σύνορά της με τη Ρωσία.
Το κυριότερο, η ίδια η Φον ντερ Λάιεν, ενώ την περασμένη Δευτέρα είχε «φρενάρει» το αίτημα του Τουσκ, μετά τη σύνοδο έκανε λόγο για «υβριδικές επιθέσεις» (της Ρωσίας) στα σύνορα της Πολωνίας και πως «εάν τα μέτρα είναι προσωρινά και αναλογικά» είναι εντός νομικού πλαισίου.
Ο ίδιος αξιωματούχος παραδέχθηκε, πάντως, ότι εάν η συζήτηση αφορούσε άλλον ηγέτη –υπονοώντας τον Ούγγρο πρωθυπουργό–, ενδεχομένως να μην είχαν την ίδια στάση, όπως εκείνη που επέδειξαν έναντι του Τουσκ, παρά το γεγονός ότι ο Πολωνός πρωθυπουργός δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν θα εφαρμόσει το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, όπως άλλωστε ο Βίκτορ Ορμπαν. Κανείς ωστόσο δεν παραδέχεται ότι εκτός από τη Μελόνι και ο Ορμπαν αισθάνεται πλέον δικαιωμένος από τη «στροφή» και περαιτέρω σκλήρυνση της Ευρώπης για το μεταναστευτικό, που σηματοδότησε το σπάσιμο αρκετών «ταμπού» στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

