O αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ανακοίνωσε χθες την έγκριση ενός νέου φαρμάκου για την αντιμετώπιση της σχιζοφρένειας το οποίο κατά πάσα πιθανότητα παρακάμπτει σημαντικές παρενέργειες, όπως η αύξηση του σωματικού βάρους.
Μέχρι σήμερα όλα τα διαθέσιμα αντιψυχωσικά λειτουργούν μπλοκάροντας τους υποδοχείς ντοπαμίνης. Στους περισσότερους ασθενείς με σχιζοφρένεια, τα σκευάσματα αυτά περιορίζουν τα συμπτώματα όπως οι παραισθήσεις και η παράνοια, σε βαθμό που αυτά καθίστανται διαχειρίσιμα.
Εχουν όμως και σοβαρά προβλήματα. Η απότομη αύξηση του σωματικού βάρους, συχνή παρενέργεια των φαρμάκων αυτών, αυξάνει τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις και πρόωρο θάνατο μεταξύ των ασθενών που έχουν διαγνωστεί με σχιζοφρένεια. Πολλοί ασθενείς σταματούσαν την αγωγή, διαμαρτυρόμενοι πως οι ανεπιθύμητες παρενέργειες τους καθιστούσαν οκνηρούς και τους οδηγούσαν σταδιακά στην απώλεια κινήτρου για ζωή.
Το νέο φάρμακο, υπό την εμπορική ονομασία Cobenfy, επηρεάζει κι αυτό τα επίπεδα της ντοπαμίνης, το κάνει όμως έμμεσα, αλλάζοντας τα επίπεδα ενός άλλου νευροδιαβιβαστή που ονομάζεται ακετυλχολίνη. Οι ερευνητές ελπίζουν πως η νέα αυτή προσέγγιση θα βοηθήσει να αντιμετωπιστούν ορισμένες από τις πιο δύσκολες πτυχές της νόσου, όπως η κακή διάθεση και η ανικανότητα άντλησης ευχαρίστησης.
«Στην πραγματικότητα είναι η πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησαν να κυκλοφορούν αντιψυχωσικά φάρμακα που δοκιμάζεται μια ριζικά νέα προσέγγιση, οπότε υπάρχει μεγάλος ενθουσιασμός. Πιστεύουμε πως πιθανώς να έχει βρεθεί ένας νέος τρόπος να θεραπεύουμε τους ασθενείς», δήλωσε ο δρ Φρέντερικ Νουτσιφόρα, διευθυντής της Κλινικής Θεραπείας Ενηλίκων με Σχιζοφρένεια στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.
Το πρώτο αντιψυχωσικό φάρμακο, η χλωροπρομαζίνη, ξεκίνησε να συνταγογραφείται τη δεκαετία του 1970 και παρόλο που έκτοτε έχουν ξεπηδήσει κύματα νέων θεραπειών, ο βασικός μηχανισμός λειτουργίας τους δεν έχει αλλάξει σημαντικά.
Ταυτόχρονα, έχουν δαπανηθεί γιγαντιαία ποσά στη χρηματοδότηση της έρευνας σχετικά με την ίδια τη βιολογία της νόσου, χωρίς ωστόσο να προκύψει κάποια επαναστατική ανακάλυψη εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες. «Ως ερευνητής της σχιζοφρένειας πρέπει να πω ότι νιώθω ντροπή για τα δισεκατομμύρια δολάρια των Αμερικανών φορολογουμένων που έχουν δοθεί στη γενετική με σκοπό να βρούμε ένα νέο φάρμακο για την πάθηση, χωρίς να καταφέρουμε τίποτα», τόνισε ο Μαρκ Βάισερ, διευθυντής του τμήματος ψυχιατρικής στο Κέντρο Υγείας Σεμπά στο Τελ Αβίβ. «Αυτό είναι που κάνει τη νέα ανακάλυψη τόσο σπουδαία», πρόσθεσε. «Πραγματικά διψάμε για καινούργια πράγματα».
Βέβαια, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με το νέο φάρμακο. Μέχρι στιγμής έχουν δημοσιευθεί μόλις τρεις ελεγμένες μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητά του και όλες τους διήρκεσαν μόλις τρεις εβδομάδες. Ετσι, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πόσο δραστικό μπορεί να είναι το Cobenfy σε μεγάλες χρονικές περιόδους.
«Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πώς λειτουργεί μετά τις πέντε εβδομάδες», σημείωσε ο δρ Ντέιβιντ Ριντ, διευθυντής του Ιδρύματος για την Κλινική και Οικονομική Ερευνα που μελετάει νέα φάρμακα που βγαίνουν στην αγορά.
Ο ενθουσιασμός για το νέο φάρμακο έχει «χτυπήσει» και τη Γουόλ Στριτ, προκαλώντας αισιοδοξία μεταξύ των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών για τεράστια κέρδη.

