Το Παρίσι υποδέχεται απόψε την ολυμπιακή οικογένεια με πολλά ερωτήματα, ένα από τα οποία –και σίγουρα από τα πιο σημαντικά– είναι το τι θα αφήσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στη γαλλική πρωτεύουσα στους επόμενους μήνες και χρόνια, δεδομένων των προηγούμενων διοργανώσεων αλλά και της ιδιάζουσας κατάστασης στη Γαλλία όπως βαδίζει προς τα μέσα του 21ου αιώνα.
Κάθε δύο χρόνια (μαζί με τους χειμερινούς Αγώνες δηλαδή), το ίδιο αφήγημα επιστρέφει ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων: «Η διοργάνωση είναι ένας τρόπος για τις πόλεις που τη φιλοξενούν να επιταχύνουν έργα υποδομών και αστικής ανάπλασης». Κι όμως, είναι εκπληκτικά λίγες οι αποδείξεις που μπορούν να στηρίξουν αυτό το αφήγημα, ενώ υπάρχουν πλούσια παραδείγματα περί του αντιθέτου, μεταξύ αυτών και η Αθήνα.
Το ερώτημα δεν είναι πια αν οι πόλεις κερδίζουν από τους Αγώνες, αλλά το πώς θα μπορεί να μοιάζει το αποτέλεσμα μιας επιτυχούς διοργάνωσης μελλοντικά.
Σε μια άλλη εποχή, πριν το κόστος της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων ανέλθει σε επίπεδα αντίστοιχα με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν μιας χώρας μεσαίου μεγέθους, και προτού το όνειρο της προώθησης της παγκόσμιας αρμονίας μέσω του αθλητισμού καταρρεύσει από μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων, σκανδάλων ντόπινγκ, πολιτικών μποϊκοτάζ και βομβιστικών επιθέσεων, μεταπολεμικές πόλεις όπως η Ρώμη το 1960 και το Τόκιο το 1964 χρησιμοποίησαν τη διοργάνωση ως πάρτι για τις νέες οικονομίες και κοινωνίες τους.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η κατεστραμμένη από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Ιαπωνία μετέτρεψε το Τόκιο σε μια κομψή νέα πρωτεύουσα, επιστρατεύοντας πρωτοπόρους αρχιτέκτονες, όπως ο Κένζο Τάνγκε και ο Γιοσινόμπου Ασιχάρα, για να δημιουργήσουν ολυμπιακά μνημεία που ανέδειξαν την τεχνολογία αιχμής και το σχέδιο της αναγεννημένης χώρας.
Το σημείο καμπής
Από τη δεκαετία του 1970, όμως, όλο και λιγότερες πόλεις έβαζαν υποψηφιότητα για να υποδεχθούν την κορυφαία αθλητική διοργάνωση στον κόσμο. Οι κάτοικοι του Κολοράντο κατέπληξαν τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή όταν αποφάσισαν να αποχωρήσουν στο… παρά πέντε από τη διοργάνωση των χειμερινών Αγώνων του 1976 στο Ντένβερ, φοβούμενοι το ανεπανόρθωτο κόστος. Η δε ανάθεση των θερινών Αγώνων του 1984 ήταν μια λύση ανάγκης, που κατά πολλούς διατήρησε ζωντανούς τους Αγώνες, καθώς κανένας άλλος δεν ήταν διατεθειμένος τότε να τους αναλάβει.
Η «κληρονομιά» έγινε μια έννοια που προωθήθηκε από αξιωματούχους των Ολυμπιακών Αγώνων και ομοϊδεάτες ηγέτες που ανυπομονούν να επηρεάσουν ένα όλο και πιο σκεπτικιστικό κοινό σχετικά με τα οφέλη της διοργάνωσης των Αγώνων, ιδιαιτέρως στις μητροπόλεις του κόσμου.
Σήμερα πόλεις όπως η Βαρκελώνη, το Τόκιο, το Παρίσι και το Ρίο ντε Τζανέιρο, δηλαδή το είδος των πόλεων που διεκδικούν τη διοργάνωση θερινών Ολυμπιακών Αγώνων, αντιμετωπίζουν όλες τα ίδια προβλήματα: υποδομές που γερνούν, μορφωμένο και ευγενές εργατικό δυναμικό που ανεβάζει τις τιμές των κατοικιών και το κόστος των καταναλωτικών αγαθών διευρύνοντας τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες, με λίγα λόγια δείχνουν τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες συμπίπτουν με αυτές τις αστικές κρίσεις του 21ου αιώνα κατά διάφορους, συχνά άβολους, τρόπους. Η στρατηγική των υποστηρικτών των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν να τους παρουσιάσουν ως ευκαιρία περιορισμού των προβλημάτων αυτών. Ακόμη και η Βαρκελώνη το 1992, το σημείο αναφοράς για την ανάδειξη και βελτίωση πόλεων μέσω των Ολυμπιακών, πληρώνει το τίμημα σήμερα, 32 χρόνια μετά. Οι κατοικίες για χαμηλά εισοδήματα έδωσαν τότε τη θέση τους σε πολυτελή ξενοδοχεία και άλλα κτίρια. Δεν είναι τυχαίο ότι άρχισαν να ξεπηδούν αμερικανικού τύπου προάστια γύρω από τη Βαρκελώνη στα χρόνια μετά τους Αγώνες, για να εξυπηρετήσουν τις οικογένειες που ήθελαν πιο οικονομικές κατοικίες και να γλιτώσουν από τις ορδές των τουριστών. Αυτοί είναι άλλωστε που σήμερα φωνάζουν κατά του τουρισμού και βρέχουν με νεροπίστολα ανυποψίαστους επισκέπτες της Βαρκελώνης.
Οπως λοιπόν δείχνει και η καταλανική μεγαλούπολη, η ανοικοδόμηση μιας πόλης συνιστά μια δύσκολη και μακρόπνοη υπόθεση, όπου ακόμη και ό,τι αρχικά φαντάζει σαν πρόοδος συχνά έρχεται με σημαντικό τίμημα.
Το ερώτημα δεν είναι πια εάν οι πόλεις κερδίζουν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες (και η ιστορία μάς λέει ότι αν είναι καλοί για κάποιους, είναι κυρίως για τους εύπορους), αλλά το πώς θα μπορεί να μοιάζει το αποτέλεσμα μιας επιτυχούς διοργάνωσης μελλοντικά.

Το «πάρτι» που κοστίζει ακριβά
Δεν είναι και λίγα τα παραδείγματα των πόλεων που φιλοξένησαν Ολυμπιακούς και το πλήρωσαν ακριβά. Η Αθήνα, που ξόδεψε άφθονο χρήμα το 2004 για εγκαταστάσεις αθλημάτων με τα οποία ελάχιστοι Ελληνες ασχολούνται, έφερε μια έξαρση εθνικής υπερηφάνειας αλλά συσσώρευσε χρέη που συνέβαλαν στην οικονομική κρίση που επηρέασε όλη την Ευρώπη. Το Ρίο έκανε ένα τεράστιο πάρτι το 2016, αλλά μετά υποχρεώθηκε να εκποιήσει όσο όσο το Ολυμπιακό Χωριό του.
Οι απόντες
Από το φετινό… πάρτι στο Παρίσι θα απουσιάζουν ακουσίως χιλιάδες άστεγοι και αιτούντες άσυλο, που κατά το τελευταίο 12μηνο απομακρύνθηκαν από τη γαλλική πρωτεύουσα, είτε προς προσωρινά καταλύματα είτε με λεωφορεία σε απομακρυσμένες πόλεις, εξηγεί ο Τζουλς Μπόικοφ, ένας Αμερικανός ειδικός στη μελέτη των Ολυμπιακών Αγώνων. Μια μελέτη το 2007 του Κέντρου για τα Δικαιώματα Κατοικίας και για τις Εξώσεις, με έδρα τη Γενεύη, είχε υπολογίσει ότι πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως άποροι και άστεγοι, έχουν απομακρυνθεί από διοργανώτριες πόλεις κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες.
«Δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός επιτήρησης, κάποιο ανεξάρτητο σώμα το οποίο θα ελέγχει τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών, ενώ δεν υπάρχουν και ποινές αν δεν τηρούνται τα υπεσχημένα», επισημαίνει ο κ. Μπόικοφ. «Κατ’ ελάχιστον», τονίζει, «κάθε πόλη που θέτει υποψηφιότητα για να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς θα πρέπει να έχει κάνει ένα τοπικό δημοψήφισμα», αλλά αυτό είναι ένα ρίσκο που είναι απίθανο να υιοθετήσουν όσοι προωθούν τους Αγώνες.
Είναι σαφές μάλιστα ότι όσο πλησίαζαν οι Ολυμπιακοί στο Παρίσι τόσο έπεφταν τα ποσοστά επιδοκιμασίας της διοργάνωσης από τους Παριζιάνους, ενώ αντιστοίχως η λαϊκή στήριξη μεταξύ των κατοίκων του Λος Αντζελες έχει αρχίσει ήδη να παραπαίει ενόψει των Αγώνων του 2028.
Το στοίχημα της αναγέννησης των φτωχών προαστίων του Παρισιού
Το Παρίσι ελπίζει ότι η στοχευμένη προσέγγισή του ενόψει της φετινής διοργάνωσης, με τη συγκέντρωση 1,4 δισ. ευρώ του ολυμπιακού προϋπολογισμού στην περιοχή του Σεν Ντενί, θα αναγεννήσει μια από τις φτωχότερες περιοχές της Γαλλίας. Πρόκειται για ένα σύνολο προαστίων βορειοανατολικά του περιφερειακού του Παρισιού. Τα τελευταία χρόνια κάποια σημεία της περιοχής αυτής, όπως το Σεν Ουέν που φιλοξενεί τμήμα του Ολυμπιακού Χωριού, έχουν αρχίσει να εξευγενίζονται. Ωστόσο η περιοχή είναι συνώνυμη της ανεργίας, του εγκλήματος και της μετανάστευσης, με μακρά ιστορία αποτυχημένων κρατικών προγραμμάτων εξόδου της από τη φτώχεια και την απομόνωση, από τη δεκαετία του 1970. Κι αν για τους εύπορους Γάλλους το εκεί εθνικό γήπεδο του Σεν Ντενί είναι ένα παλάτι του αθλητισμού, τα κέρδη στη γύρω περιοχή είναι απογοητευτικά για τους κατοίκους.
Η ιδέα τούτη τη φορά ήταν ότι μια ανάπτυξη με πολλές χρήσεις για διάφορα εισοδήματα θα αποφέρει καλύτερα αποτελέσματα. Το Ολυμπιακό Χωριό, έργο 40 αρχιτεκτόνων, πρόκειται να στεγάσει κατοίκους, καταστήματα και επιχειρήσεις μετά τους Αγώνες. Οι κοιτώνες των αθλητών θα μετατραπούν σε 2.800 διαμερίσματα, από τα οποία πλέον του ενός τρίτου θα ενοικιαστούν από το κράτος σε χαμηλού εισοδήματος κατοίκους και φοιτητές. Τα υπόλοιπα θα βγουν στην αγορά για υψηλότερου βαλαντίου ενοικιαστές που θα αναζητούν σπίτια πιο φθηνά από όσα υπάρχουν στο κέντρο του Παρισιού.
Νέο μοντέλο
Ακολουθώντας το μοντέλο που εφάρμοσαν και άλλες πόλεις για να ελέγξουν το αστρονομικό κόστος της διοργάνωσης, το Χωριό έχει οικοδομηθεί εν μέρει από ιδιωτικές εταιρείες και η διαχείρισή του θα γίνει από κοινού από την κυβέρνηση και τον ιδιωτικό τομέα. Το μοντέλο αυτό απαιτεί την εξισορρόπηση των προσδοκιών των φορολογουμένων για προσιτή κατοικία και άλλα κοινωνικά επιδόματα με τις απαιτήσεις των ιδιωτών επενδυτών για να αποκομίσουν όφελος. Κατά κανόνα αυτό που προκύπτει είναι περισσότερος εύπορος πληθυσμός και ανερχόμενες τιμές, δηλαδή το φαινόμενο του «εξευγενισμού», το οποίο φαίνεται να έχουν υιοθετήσει με ενθουσιασμό ακόμη και οι αριστερών πεποιθήσεων δήμαρχοι στην περιοχή – έστω και αν επιλέγουν να αποφύγουν τον όρο αυτό. Η αποτροπή τού εν λόγω φαινομένου από το να σημάνει την εκδίωξη των σημερινών κατοίκων απαιτεί προστασία νομικού και άλλου τύπου, όπως αυτή που προβλέπεται στη Γαλλία για τους ενοίκους των κρατικών προγραμμάτων στέγασης – αυτοί άλλωστε αποτελούν το 40% των κατοίκων στο Σεν Ντενί. Τώρα, το πόσο ισχυρή θα είναι αυτή η προστασία θα δοκιμαστεί στην πράξη, καθώς η Γαλλία, που διχάζεται από αισθήματα κατά των μεταναστών, αντιμετωπίζει οικονομικά και άλλα προβλήματα.

