«ΒΑΣΙΚΟΣ ΟΡΟΣ οικονομικής και κοινωνικής αναπαραγωγής της κοινότητας», αλλά και αφορμή συνάντησής της με στόχο το κοινώς βιωμένο γλέντι. Εν μέρει αναλλοίωτα μέχρι σήμερα, αυτά τα στοιχεία του πανηγυριού που μας μεταφέρει η λαογράφος – εθνολόγος Παναγιώτα Ανδριανοπούλου, συνοψίζουν τη σπουδαιότητα και την ανάγκη των κοινοτικών συνευρέσεων από τις απαρχές της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης, όπου γης.
Αγνωστος μεταξύ του κόσμος που γνωριζόταν επί τόπου του πανηγυριού του Αη Γιάννη του Κλήδονα στους Αμπελόκηπους καταλάβαινε αυτό το «πάρε-δώσε» που περιγράφουν οι μελετητές του πανηγυριού, στους κυκλωτικούς χορούς, στα τυχαία αγγίγματα που τον συνόδευαν, στο κουτί ενίσχυσης για τα έξοδα της γιορτής που είχε οργανώσει η γειτονιά, στις τυπικές λιχουδιές που πούλαγαν οι πλανόδιοι πωλητές που γυρνούν τα πανηγύρια.
Το πανηγύρι είναι ένα από τα βασικά συστατικά της παραδοσιακότητας, τα οποία βλέπουμε να συνεχίζουν να εμπλουτίζονται, να μεταλλάσσονται, να επιμένουν, να περνούν από τη μια γενιά στην άλλη.
Σε αυτό το αστικό πανηγύρι, που η προϊσταμένη του τμήματος Συλλογών, Ερευνας και Τεκμηρίωσης Λαϊκής Τέχνης του Μουσείου Νεότερου Πολιτισμού ήταν παρούσα για να αποκωδικοποιήσει για χάρη της «Κ» τους νέους «πανηγυρικούς τρόπους», γινόταν αντιληπτή η διάδοχη κατάσταση του πανηγυριού, που οι περισσότεροι από εμάς γνωρίσαμε σε προηγούμενες δεκαετίες και κυρίως στα χωριά μας. «Το πανηγύρι είναι ένα από τα βασικά συστατικά της παραδοσιακότητας, τα οποία βλέπουμε να συνεχίζουν να εμπλουτίζονται, να μεταλλάσσονται, να επιμένουν, να περνούν από τη μια γενιά στην άλλη», λέει η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου.
ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Το πανηγύρι σχετιζόταν, από τα βάθη του χρόνου, με τις μεταβάσεις της φύσης και τις αγροτικές εργασίες που τη συνόδευαν και αργότερα με το θρησκευτικό εορτολόγιο με το οποίο παραμένει συνδεδεμένο ώς σήμερα. «Πόσο παλιό είναι το θρησκευτικό πανηγύρι», διερωτάται ο καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Βασίλης Νιτσιάκος στο έργο του «Στο Σύνορο» για να δώσει ευθύς την απάντηση: «Οσο παλιά είναι και η κοινότητα». Και ύστερα προσθέτει: «Η κεντρική εκκλησία ανήκει σε όλο το χωριό, όπως και ο προστάτης άγιος ανήκει συμβολικά σε όλη την κοινότητα. Γι’ αυτό και στα κοινοτικά πανηγύρια η συμμετοχή είναι πάνδημη, γιορτάζουν όλες οι οικογένειες, όλα τα σόγια, όλα τα μέλη της κοινότητας. (…) Το πανηγύρι ως τελετουργία συνιστά ένα πεδίο όχι απλώς εκδήλωσης των κοινωνικών δομών, αλλά μια κοινωνική και πολιτισμική πρακτική, μέσω της οποίας οι κοινωνικές ομάδες διαπραγματεύονται τις σχέσεις τους, και η κοινότητα γενικά συγκροτείται και ανασυγκροτείται συμβολικά μέσα στον χρόνο».
Ακόμη και σήμερα αστικά πανηγύρια με την έννοια της εμποροπανήγυρης γίνονται σε κάθε γειτονιά, γύρω από την εκκλησία. «Αυτό όμως που δεν υπάρχει πάρα πολύ έντονο στην πόλη πια, είναι το γλέντι του πανηγυριού», παρατηρεί η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου. «Αυτό που γίνεται εδώ σήμερα». Αυτό που πράγματι γινόταν σε ένα μικρό πάρκο των Αμπελοκήπων είχε συγκινητική συνάφεια με το γλέντι των πανηγυριών στους μικρούς τόπους αλλά και έκδηλες διαφορές, όπως για παράδειγμα τα παραδοσιακά μεν, αλλά διαφορετικών τόπων ακούσματα που υπαγόρευαν χορούς από διαφορετικές γεωγραφίες: ηπειρώτικα υπό τον ήχο του κλαρίνου, νησιώτικα με τα βιολιά. Αυτό κάνει άλλωστε η πόλη: ενώνει σε έναν μικρό γεωγραφικό χώρο τις διαφορετικές καταβολές των ανθρώπων της και τους αναγκάζει να καταβάλουν επιπλέον προσπάθεια για να ανακαλύψουν τους συνδετικούς τους δεσμούς, να ξεπεράσουν την αμηχανία της ιδιωτικής συμβίωσης και να συγκροτήσουν μια κοινότητα που να είναι σε θέση να οργανώσει πανηγύρια.
Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ «ΓΚΡΟΥΒΑΛΩΝ»
Ολοι αυτοί πάντως, εν προκειμένω οι Αθηναίοι, θα αναζητήσουν διακαώς τα πανηγύρια των μικρών τόπων τους οποίους θα επισκεφτούν στις διακοπές και -άθελά τους- θα συμβάλουν στη μετάλλαξή τους. Η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου υπενθυμίζει ότι αυτό που λείπει από το σημερινό πανηγύρι είναι η συμμετοχή στην προετοιμασία του. «Είναι και αυτό ένα από τα συμπτώματα της αστικής πραγματικότητάς μας. Θεωρούμε ότι πολλά πράγματα είναι μόνο αυτό που βλέπουμε. Το πανηγύρι κατά κύριο λόγο έδενε την κοινότητα για όλο αυτό που συνέβαινε πριν. Από την προετοιμασία, τον καταμερισμό των εργασιών που πρέπει να γίνουν, τη συγκέντρωση των χρημάτων για να δημιουργηθούν τα κοινά τραπέζια, τα κεράσματα, μέχρι του ποιοι είναι αυτοί που θα επωμιστούν το βάρος του μαγειρέματος, του σερβιρίσματος, της προετοιμασίας του χώρου. Τώρα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να θεωρούμε ότι το πανηγύρι τελειώνει φεύγοντας και αφήνοντας τη θέση μας στην καρέκλα του τραπεζιού κενή».
Πολλοί από τους ανθρώπους που ζουν ολοχρονίς στην Ικαρία αποφεύγουν συγκεκριμένα πανηγύρια, που γι’ αυτούς ήταν σημαντικά και πλέον δεν πηγαίνουν. Γιατί είναι τέτοια η τόσο επιβλητική και εκκωφαντική παρουσία των ξένων που άλλαξε άρδην ο χαρακτήρας τους.
Κι έτσι, ένα σώμα θηρευτών εμπειριών, συνήθως τουριστών, θα απαιτήσει να χαρεί στη γιορτή του πανηγυριού, χωρίς να έχει συμβάλει στη δημιουργία της, αλλά και που η μαζικότητα της συμμετοχής του θα είναι τέτοια που θα τρομάξει τους ντόπιους.«Εχουμε την περίπτωση των πανηγυριών της Ικαρίας που έχει συζητηθεί πάρα πολύ. Πολύ χαίρονταν οι ντόπιοι που σε έναν τόσο σημαδεμένο τόπο όπως ήταν η Ικαρία, έδειχναν οι νέοι ενδιαφέρον για τα πανηγύρια τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι υπήρξε μια πολύ μεγάλη αντιστροφή στη συμμετοχή στα πανηγύρια. Δεν βάζω θετικό ή αρνητικό πρόσημο», λέει η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου. «Παρατηρώ απλώς ότι πολλοί από τους ανθρώπους που ζουν ολοχρονίς στην Ικαρία αποφεύγουν συγκεκριμένα πανηγύρια, που γι’ αυτούς ήταν σημαντικά και πλέον δεν πηγαίνουν. Γιατί είναι τέτοια η τόσο επιβλητική και εκκωφαντική παρουσία των ξένων που άλλαξε άρδην ο χαρακτήρας της τάξης, του χορού, του παιξίματος από τα λαϊκά όργανα, από τα ντόπια όργανα που δεν τους θύμιζε τίποτε από αυτό που είχαν κάποτε».
Η Ανδριανοπούλου υπενθυμίζει ότι το πανηγύρι ήταν πάντοτε ανοιχτό, συνιστώντας και ένα από αυτά τα στερεότυπα της φιλοξενίας. Προσθέτει όμως, πως κάθε τόπος λειτουργούσε με όρους αυτάρκειας πόρων. «Αυτή η αυτάρκεια έρχεται να ανατραπεί όταν πρέπει να εξυπηρετήσει έναν κόσμο που πλέον μετριέται σε εκατοντάδες. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ούτε το φαγητό θα είναι το ίδιο, ούτε η διάθεση αυτών που θα προσφέρουν θα είναι η ίδια και ούτε αυτό που θα αποκομίσεις τελικά εσύ ως επισκέπτης», λέει.
«Υπήρξε μια συζήτηση πέρυσι που εστίασε κατά πόσο όλοι αυτοί που συχνάζουν στα πανηγύρια και αναπτύσσουν μια συμπεριφορά αρκετά επιφανειακή και αδηφάγα είναι “φασαίοι” ή “γκρούβαλοι”. Μπήκαν ταμπέλες, θα έλεγα άδικα ισοπεδωτικές. Αν κάτι κρατάμε από όλο αυτό είναι ότι δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια διαδικασία που έχει μια μακρά διάρκεια, η οποία είναι το πανηγύρι και σε μια φάση. Η διάκριση, λοιπόν, ανάμεσα στη διαδικασία και τη φάση είναι κάτι που θα μας βοηθήσει να δούμε ότι το πανηγύρι είναι ένας ζωντανός οργανισμός που απαρτίζεται από ζωντανούς οργανισμούς, που αλλάζει, που μετασχηματίζεται, που εμπλουτίζεται, που προσαρμόζεται ακόμα και στις ανάγκες της πόλης. Είναι μια διαδικασία, δεν είναι μια στιγμή, δεν είναι ένα ωραίο δίωρο», καταλήγει η ίδια.
Βίντεο: Μαρία Σιδηροπούλου
Δημοσιογραφική επιμέλεια: Ελβίρα Κρίθαρη
Αρχισυνταξία: Ιωάννα Μπρατσιάκου
Φωτογραφίες αρχείου: ayla.culture.gr

















