Υγιείς θεωρούνται πλέον δύο στις τρεις επιχειρήσεις που βρέθηκαν σε κατάσταση «ζόμπι» την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ενώ σε ποσοστό 14% που ήταν σε αυτή την κατάσταση έκλεισαν οριστικά, βγαίνοντας από τον επιχειρηματικό χάρτη. Αν και αυτή η εξέλιξη είναι ενθαρρυντική, το γεγονός ότι υπάρχει ένα ακόμη 20% από τις παραπάνω επιχειρήσεις που εξακολουθεί να βρίσκεται σε κατάσταση «ζόμπι», με συνεχείς δηλαδή ζημιογόνες χρήσεις και συσσωρευμένα χρέη, μεταφράζεται σε επιβάρυνση για την υγιή επιχειρηματικότητα, καθώς τα «ζόμπι» απομυζούν πόρους.
Αν και σήμερα το ποσοστό των εταιρειών «ζόμπι» επί του συνόλου των επιχειρήσεων βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2016, 2%-4% (σ.σ. το ποσοστό έχει αυτό το εύρος αναλόγως της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποιείται), οι κίνδυνοι δεν έχουν εκλείψει ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις και δεν αποκλείεται να προκύψει ένας νέος κύκλος δημιουργίας «ζόμπι» σε περίπτωση στασιμότητας της οικονομίας.
Τα παραπάνω επισήμανε χθες ο κ. Κυριάκος Ανδρέου, Partner, Strategy & Markets στην PwC Ελλάδας, κατά την παρουσίαση της μελέτης «Revisiting Zombie Firms: From Survival to Revival» (Επανεξέταση των εταιρειών «ζόμπι»: από την επιβίωση στην αναβίωση), που πραγματοποίησε η PwC Ελλάδας σε συνεργασία με ομάδα Ελλήνων ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Εσσεξ.
Από τα στοιχεία της μελέτης προκύπτει, επίσης, ότι από τις εταιρείες «ζόμπι» πολύ λίγες είναι αυτές που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση για μεγάλη χρονική περίοδο. Το 2023 μόλις 1% των εταιρειών που είχαν χαρακτηρισθεί έτσι το 2015 παρέμεναν «ζόμπι», ενώ τρία χρόνια μετά, το 2018, σε αυτή την κατάσταση παρέμενε το 10%. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και όπως αυτή επιδρά στην ταχύτερη αποκατάσταση της υγείας των επιχειρήσεων αποτυπώνεται σε ένα ακόμη στοιχείο: έτσι, ενώ το 2016 παρέμενε σε κατάσταση «ζόμπι» το 42,1% των επιχειρήσεων που είχαν χαρακτηρισθεί ως τέτοιες ένα χρόνο πριν, δηλαδή το 2015, το 2023 παρέμενε σε αυτήν την κατάσταση το 9,8% των επιχειρήσεων που χαρακτηρίστηκαν έτσι το 2022.
Ποιο είναι το προφίλ της διάμεσης εταιρείας «ζόμπι»; Εχει ετήσιο τζίρο περί τις 800.000 ευρώ, ζημίες πάνω από 100.000 ευρώ, αρνητικό περιθώριο κέρδους 15%, μόχλευση 27% και βραχυπρόθεσμο δανεισμό πάνω από 100.000 ευρώ.
Αν και η πανδημία επιδείνωσε σημαντικά την κατάσταση των επιχειρήσεων συνολικά, από πλευράς κύκλου εργασιών και κερδών διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ώστε να μην έχουμε ταυτόχρονα και «επιδημία λουκέτων». «Εάν δεν υπήρχε η στήριξη στις επιχειρήσεις, πιθανόν να είχαμε έκρηξη πτωχεύσεων», υποστήριξε χθες ο κ. Ανδρέου.
Πιο ευάλωτες σε μια πιθανή κρίση ή ακόμη και σε περίπτωση πολύ χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, κάτω της μονάδας, είναι οι μικρές επιχειρήσεις. Σήμερα, άλλωστε, εκεί εντοπίζεται το υψηλότερο ποσοστό εταιρειών «ζόμπι» (8,1%), ενώ στις μικρομεσαίες και στις μεγάλες τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 2,3% και 1,3%. Το μέσο ποσοστό αποτυχίας, άλλωστε, για τις μικρές επιχειρήσεις είναι 3,26%, ενώ για τις μεγάλες 0,91%. Εάν, μάλιστα, μία εταιρεία βρεθεί σε φάση «ζόμπι» τότε έχει 2,7 φορές περισσότερες πιθανότητες να βρεθεί τελικά εκτός αγοράς. Σε περίπτωση υποχώρησης του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, πιο ευάλωτος θεωρείται ο κλάδος τους εμπορίου, ειδικά μάλιστα καθώς η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση.
Κρίσιμο ρόλο για τον περιορισμό του κινδύνου διαδραματίζει η συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων και φυσικά οι συγχωνεύσεις, με τον κ. Ανδρέου να επισημαίνει ότι ούτε τα τελευταία κίνητρα που παρείχε ο σχετικός νόμος αποδείχθηκαν αποτελεσματικά. «Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι λιγότερο φοβικές έναντι των στρατηγικών επενδυτών. Και καλύτερα να σκέφτονται τους επενδυτές, όταν είναι δυνατές», επεσήμανε χαρακτηριστικά.

