Παρά την αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ, η Ελλάδα παραμένει σταθερά ανάμεσα στις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (προημερήσια αγορά), συνθήκη που το Green Tank αποδίδει στην υψηλή εξάρτηση της ελληνικής αγοράς από το φυσικό αέριο και την περιορισμένη ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας.
Οι ΑΠΕ πιέζουν τις τιμές προς τα κάτω τις μεσημεριανές ώρες, όταν η παραγωγή τους είναι αυξημένη. Αντίθετα, το βράδυ, όταν η παραγωγή από ΑΠΕ μειώνεται και αυξάνεται η συμμετοχή του φυσικού αερίου, οι τιμές ανεβαίνουν σημαντικά.
Η διαφορά μάλιστα ανάμεσα στη μέση ελάχιστη τιμή της ημέρας και στη μέση μεγίστη που καταγράφεται όταν κορυφώνεται η ζήτηση το βράδυ αυξήθηκε από 128 ευρώ/μεγαβατώρα το 2024 σε 143,4 ευρώ/μεγαβατώρα το 2025.
Η διεύρυνση της ψαλίδας, σύμφωνα με το Green Tank, συσχετίζεται με την ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγής των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου. Στους πρώτους μήνες του 2025 οι ΑΠΕ αυξήθηκαν κατά 5,5% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2024, ωστόσο η αύξηση του φυσικού αερίου ήταν ακόμη μεγαλύτερη (12,6%), ενώ τμήμα αυτής της αυξημένης παραγωγής διοχετεύθηκε στις εξαγωγές. Οι ΑΠΕ ρίχνουν τις τιμές, αλλά η επίδρασή τους στη μείωση είναι μικρότερη από την επίδραση του φυσικού αερίου στην αύξηση των τιμών, σύμφωνα με την ανάλυση του Green Tank με τίτλο «Πού οφείλονται οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας», ζήτημα που διερευνά τελευταία και η Επιτροπή Ανταγωνισμού μετά τα ευρήματα του ACER (Ευρωπαίου Ρυθμιστή) για πιθανές ενδείξεις χειραχώγησης της αγοράς.
Σύμφωνα με το Green Tank, οι χαμηλότερες τιμές στην Πορτογαλία συνδέονται με τη μειωμένη εξάρτηση της χώρας από το αέριο.
Το Green Tank αξιοποιεί στοιχεία του ΕΤΖΟ-Ε (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συστημάτων Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) και αναδεικνύει τις βασικότερες παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού, αντιπαραβάλλοντας την περίπτωση της Ελλάδας με αυτήν της Πορτογαλίας, χώρας με παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά με συστηματικά χαμηλότερες τιμές στην προημερήσια αγορά. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, έως και την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία οι δύο χώρες πρακτικά συμβάδιζαν σε ό,τι αφορά τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Την περίοδο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ελλάδα ήταν κατά μέσον όρο 36% ακριβότερη από την Πορτογαλία, ενώ τον Απρίλιο του 2024 η διαφορά αυτή κορυφώθηκε στο 78%. Μεγάλες διαφορές παρατηρούνται και στη διακύμανση των τιμών, όπου για την περίοδο από το 2023 έως σήμερα η διαφορά μεταξύ μεγίστης και ελάχιστης μηνιαίας τιμής στην Ελλάδα ήταν πολλαπλάσια από την αντίστοιχη της Πορτογαλίας. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα οι ωριαίες τιμές διακυμάνθηκαν μεταξύ 128 ευρώ/ΜWh (Φεβρουάριος 2024) και 942 ευρώ/ΜWh (Σεπτέμβριος 2024), ενώ στην Πορτογαλία από 105 ευρώ/ΜWh (Απρίλιος 2024) σε 236 ευρώ/ΜWh (Φεβρουάριος 2025). Θα πρέπει ωστόσο στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η περίοδος αναφοράς που λαμβάνει υπόψη του το Green Tank για αυτή τη σύγκριση τιμών περιλαμβάνει και το χρονικό διάστημα Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2024, στο οποίο οι τιμές στην ελληνική αγορά εκτοξεύτηκαν λόγω των συνθηκών «μίνι» ενεργειακής κρίσης, που επικράτησαν στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Οι μειωμένες τιμές στην Πορτογαλία φαίνεται να συνδέονται στενά με τη μειωμένη εξάρτηση της χώρας από το ακριβό ορυκτό καύσιμο σε σύγκριση με την Ελλάδα, σημειώνουν οι αναλυτές του Green Tank.
Από τον Οκτώβριο και μετά, το μηνιαίο μερίδιο του αερίου στην Πορτογαλία μειώθηκε αισθητά, παραμένοντας κάτω από 25% μέχρι τον Οκτώβριο του 2025 και κατά μέσον όρο 14%. Αντιθέτως στην Ελλάδα, από τον Οκτώβριο του 2023 και μετά, το μερίδιο του αερίου παρουσιάζει σταθερά αυξητική τάση και συνεισφέρει τουλάχιστον 32% (και κατά μέσον όρο 43,9%). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο 2025, το μέσο μηνιαίο μερίδιο του αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν 51,2% και 55,7% αντίστοιχα, φτάνοντας τις υψηλότερες τιμές των τελευταίων τριών ετών.
Μια δεύτερη παράμετρος που επηρέασε τη σύγκριση τιμών υπέρ της Πορτογαλίας ήταν η επένδυση της τελευταίας στην αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας. Η Πορτογαλία, εν μέσω ενεργειακής κρίσης μεταξύ 2022 και 2023, ενίσχυσε τις ήδη ανεπτυγμένες υποδομές αντλησιοταμίευσης που είχε στη διάθεσή της κατά 880 MW (από 2,827 MW σε 3,707 MW), ενώ ταυτόχρονα μείωσε ελαφρώς την ισχύ μονάδων αερίου (από 4,6 GW το 2020 σε 4,4 GW το 2025). Αντίθετα, η Ελλάδα το ίδιο χρονικό διάστημα δεν ενίσχυσε καθόλου την αντλησιοταμίευση, η οποία παρέμεινε καθηλωμένη στα 699 MW των δύο αντλησιοταμιευτικών συστημάτων του Θησαυρού και της Σφηκιάς. Επιπλέον, το 2023 αύξησε τη συνολική ισχύ μονάδων ορυκτού αερίου κατά 826 MW, ενώ εντός του 2025 έγιναν ανακοινώσεις για επιπλέον ισχύ 1,5 GW νέων μονάδων αερίου.

