Η νέα ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ για τη φορολόγηση στις χώρες-μέλη του επαναφέρει στο προσκήνιο ένα από τα πιο σταθερά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού φορολογικού συστήματος: την εξαιρετικά υψηλή εξάρτηση από τους έμμεσους φόρους και τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων. Τα τελευταία επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να διαφοροποιείται σημαντικά από τον μέσο όρο των χωρών του οργανισμού τόσο ως προς το επίπεδο της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης όσο και ως προς τη διάρθρωσή της.
Συνολικά το 2024 τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν στο 39,8% του ΑΕΠ έναντι 34,1% κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ.
Το 2024 τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας ανήλθαν στο 39,8% του ΑΕΠ, υψηλότερα από το 38,9% του 2023 και σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που διαμορφώθηκε στο 34,1%. Με βάση αυτό το ποσοστό, η Ελλάδα κατατάσσεται στη 10η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς το ύψος της φορολογικής επιβάρυνσης. Στην κορυφή βρίσκονται η Δανία, το Λουξεμβούργο, η Φινλανδία και η Σουηδία, όπου η υψηλή φορολογία συνοδεύεται από ισχυρή ανταποδοτικότητα, καθώς οι πολίτες έχουν δημόσιες υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, όπως ισχυρά συστήματα υγείας, πρόνοιας και εκπαίδευσης.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη αύξηση το 2024 παρατηρήθηκε στη Λετονία, όπου ο λόγος φόρων προς ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες λόγω υψηλότερων εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων. Η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στη Σλοβενία, όπου τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες ως αποτέλεσμα υψηλότερων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Πάντως η υψηλή αυτή θέση που κατέχει η Ελλάδα (10η μεταξύ 38 χωρών) δείχνει ότι το ελληνικό Δημόσιο αντλεί πολύ μεγάλο μέρος των πόρων του μέσω της έμμεσης φορολογίας σε σχέση με άλλες οικονομίες, παρά το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες του οργανισμού. Αυτό καθιστά κρίσιμο τον τρόπο με τον οποίο κατανέμεται τελικά η φορολογική επιβάρυνση ανάμεσα σε άμεσους και έμμεσους φόρους, αλλά και μεταξύ εργαζομένων, εργοδοτών και άλλων φορολογουμένων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έκθεσης για το 2023:
• Το 40,7% των συνολικών φορολογικών εσόδων της Ελλάδας προέρχεται από έμμεσους φόρους.
• Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 31,2%.
• Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 5η θέση μεταξύ των χωρών με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από έμμεση φορολογία.
• Οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων είναι υψηλές.
Οπως προκύπτει από την έκθεση, η Ελλάδα ανήκει στις λίγες χώρες του ΟΟΣΑ όπου οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων αποτελούν σημαντικά μεγαλύτερη πηγή δημοσίων εσόδων σε σχέση με τις εισφορές εργοδοτών. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις οκτώ χώρες του ΟΟΣΑ όπου οι εισφορές των εργαζομένων αποφέρουν περισσότερα έσοδα στο κράτος από τις εισφορές των εργοδοτών.
Συγκεκριμένα, στη χώρα μας οι εισφορές των εργαζομένων αποτελούν πάνω από το 15% των συνολικών φορολογικών εσόδων, ποσοστό που τη φέρνει στην ίδια κατηγορία με χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία και η Ουγγαρία. Σε πολλές άλλες χώρες (π.χ. Δανία, Ιταλία, Εσθονία) το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο. Σημειώνεται ότι τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων αλλά και των εργοδοτών από την κυβέρνηση.
Επίσης, οι Ελληνες αυτοαπασχολούμενοι συμβάλλουν σημαντικά στα έσοδα του φόρου εισοδήματος. Στην Ελλάδα, το 15,1% των συνολικών εσόδων του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων προέρχεται από αυτοαπασχολούμενους, ποσοστό αρκετά υψηλό και συγκρίσιμο με χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία. Σημειώνεται ότι το 2023 ήταν η πρώτη χρονιά που επιβλήθηκε το ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα για τους αυτοαπασχολούμενους και ως εκ τούτου καταγράφεται σημαντική αύξηση των φόρων που πλήρωσαν σε σύγκριση με άλλες χρονιές.
Επιπλέον, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες όπου το κεφαλαιακό εισόδημα, δηλαδή το εισόδημα από περιουσία, όπως τόκοι, μερίσματα και ενοίκια, αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για το κράτος. Μαζί με την Τσεχία, η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή, με το 17,9% των φόρων εισοδήματος να προέρχονται από κεφαλαιακά εισοδήματα.
Η εικόνα αυτή καταδεικνύει ότι η Ελλάδα εμφανίζει μια ιδιαίτερα ανομοιογενή φορολογική βάση, στην οποία η εργασία και η κατανάλωση σηκώνουν δυσανάλογο βάρος, ενώ η φορολόγηση άλλων πηγών εισοδήματος παραμένει πιο περιορισμένη.

