Το εντυπωσιακό ράλι του χρυσού, ο οποίος κατέγραψε αλλεπάλληλα ιστορικά υψηλά αγγίζοντας έως και τα 4.398 δολ. η ουγγιά τον προηγούμενο μήνα, αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα ένα από τα μεγάλα stories της φετινής χρονιάς. Αναλυτές μεγάλων διεθνών επενδυτικών οίκων προβλέπουν μάλιστα ότι θα καταγράψει νέα ρεκόρ το 2026, φτάνοντας ή ξεπερνώντας τα 5.000 δολάρια η ουγγιά. Αυτό έχει οδηγήσει σε εκτόξευση του ενδιαφέροντος για το πολύτιμο μέταλλο τόσο επενδυτικά όσο και… πολιτικά. Μια τροπολογία που προωθείται στον προϋπολογισμό της Ιταλίας για το 2026 και που προκάλεσε την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει ξανανοίξει το ζήτημα του ποιος ελέγχει τα αποθέματα χρυσού της χώρας, απειλώντας ενδεχομένως την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, με οικονομολόγους να προειδοποιούν ότι ανοίγει τον δρόμο για ένα sell-off του πολύτιμου μετάλλου από την ιταλική κυβέρνηση με στόχο την… ενίσχυση των δημοσίων εσόδων.
Το ζήτημα του ποιος έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται τον χρυσό ενός κράτους και σε ποιον ουσιαστικά «ανήκει» το απόθεμα του πολύτιμου μετάλλου, έρχεται στο προσκήνιο συχνά-πυκνά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ειδικά στην Ιταλία. Μάλιστα, τρεις διαφορετικές κυβερνήσεις έχουν προσπαθήσει να βρουν τρόπους να το… μεταφέρουν στο υπουργείο Οικονομικών. Κυρίως ευρωσκεπτικιστικά, εθνικιστικά ή ακροδεξιά κόμματα προκαλούν αυτή τη δημόσια συζήτηση, με στόχο πολλές φορές να θέσουν το θέμα της εθνικής κυριαρχίας και να επικρίνουν το οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τώρα, βουλευτές του κόμματος της Τζόρτζια Μελόνι πιέζουν για την προσθήκη μιας διάταξης στον επερχόμενο νόμο για τον προϋπολογισμό της χώρας, που θα διακηρύσσει ότι «τα αποθέματα χρυσού που διαχειρίζεται και κατέχει η Τράπεζα της Ιταλίας ανήκουν στον ιταλικό λαό». Σημειώνεται ότι η Ιταλία κατέχει 2.451,9 τόνους χρυσού, το τρίτο μεγαλύτερο απόθεμα στον κόσμο, με τρέχουσα αξία περίπου 300 δισ. δολ., ή 13% του ιταλικού ΑΕΠ. Η ΕΚΤ, έπειτα και από δύο σχετικά ερωτήματα που δέχθηκε από το ιταλικό υπουργείο Οικονομικών για το ζήτημα, κάλεσε χθες την Ιταλία να επανεξετάσει αυτή την πρόταση διάταξης, με σκοπό τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Τράπεζας της Ιταλίας, προσθέτοντας ότι δεν ήταν σαφές ποιος ήταν ο συγκεκριμένος σκοπός του σχεδίου αυτού.
Στηρίζει το ευρώ
Τι ισχύει, ωστόσο, σχετικά με τη διαχείριση και την ιδιοκτησία του χρυσού; Σύμφωνα με ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση και τη διαχείριση των επίσημων αποθεματικών των κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού, έναντι των οποίων έχει δημιουργηθεί η νομισματική βάση του ευρώ. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες λειτουργούν παράλληλα με την ΕΚΤ και υπό τον συντονισμό της εφαρμόζουν τη νομισματική πολιτική της, διαχειρίζονται το μερίδιό τους στα επίσημα αποθεματικά της Ευρωζώνης και διατηρούν την αυτονομία του ισολογισμού. Ωστόσο, δεν λαμβάνουν οδηγίες από τις εθνικές κυβερνήσεις. Οπως αναφέρει η ΕΚΤ, «κατά την εκτέλεση του καθήκοντος κατοχής και διαχείρισης αποθεμάτων χρυσού, ούτε η ΕΚΤ ούτε μια εθνική κεντρική τράπεζα ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων θα ζητούν ή θα λαμβάνουν οδηγίες από καμία κυβέρνηση κράτους-μέλους».
Βουλευτές του κόμματος της Μελόνι πιέζουν για μια διάταξη που θα διακηρύσσει ότι «τα αποθέματα χρυσού που διαχειρίζεται και κατέχει η Τράπεζα της Ιταλίας ανήκουν στον ιταλικό λαό».
Η νομική ιδιοκτησία του χρυσού εξαρτάται από τη θεσμική δομή κάθε κεντρικής τράπεζας. Εάν μια κεντρική τράπεζα είναι δημόσια, τα περιουσιακά στοιχεία στον ισολογισμό της μπορούν να θεωρηθούν μέρος της κρατικής κληρονομιάς. Αλλά διαχειρίζονται από την κεντρική τράπεζα έναντι νομισματικών υποχρεώσεων που κυκλοφορούν σε ολόκληρη τη Ζώνη του Ευρώ. Στην ουσία, ο χρυσός ανήκει ήδη στο κράτος ή τον λαό – όπως ακριβώς και τα συναλλαγματικά αποθέματα. Αυτό που δεν μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις, ωστόσο, είναι να πουλήσουν μεμονωμένα στοιχεία του ισολογισμού κατά βούληση, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού.
Ο χρυσός αποτελεί μέρος των νομισματικών περιουσιακών στοιχείων που στηρίζουν την αξιοπιστία του ευρώ και αντιμετωπίζεται ως εργαλείο νομισματικής σταθερότητας. Δεν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά είναι ένα «όπλο» για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης αν χρειαστεί. Αποτελεί «έσχατη λύση», μπορεί να πουληθεί για να αγοραστεί το εθνικό νόμισμα και να υποστηριχθεί η αξία του, σε περίπτωση ξεσπάσματος ενός πολέμου ή κάποιας σοβαρότατης κρίσης, για παράδειγμα.
Οπως σημειώνει ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι, Ιταλός οικονομολόγος και τραπεζίτης, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ από το 2005 έως το 2011, το βασικό ζήτημα δεν είναι μόνο ότι αυτό που θέλει να προωθήσει η ιταλική κυβέρνηση «αντιβαίνει τις ευρωπαϊκές συνθήκες, αλλά ότι στερείται βασικής οικονομικής λογικής». Οπως εξηγεί σε άρθρο του στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μποκόνι, ο χρυσός είναι ένα συστατικό του ισολογισμού μιας κεντρικής τράπεζας, μαζί με άλλα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, όπως τα διεθνή αποθεματικά, τίτλοι που αγοράζονται για πράξεις νομισματικής πολιτικής και διάφορες πιστωτικές απαιτήσεις. Εναντι αυτών των περιουσιακών στοιχείων αντιστοιχούν οι χρηματικές υποχρεώσεις: τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία, οι υποχρεώσεις του τραπεζικού τομέα και –από τη δημιουργία του ευρώ– οι υποχρεώσεις προς το Ευρωσύστημα. Η αφαίρεση μέρους των περιουσιακών στοιχείων χωρίς ταυτόχρονη ανάληψη των αντίστοιχων υποχρεώσεων θα δημιουργούσε ζημία. Και στην περίπτωση του χρυσού της Τράπεζας της Ιταλίας, η απώλεια αυτή θα ανερχόταν σε περίπου 20% του συνολικού ενεργητικού, υπερβαίνοντας το συνολικό κεφάλαιο της τράπεζας. «Αυτό θα συνιστούσε πλήρη απαλλοτρίωση με καταστροφικές συνέπειες για την αξιοπιστία του ευρώ», τονίζει ο Μπίνι Σμάγκι.
Η πολιτική Τραμπ
Το θέμα του ιταλικού χρυσού έρχεται και σε μια στιγμή όπου υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σχετικά με τις πολιτικές που ακολουθεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με το Reuters, ορισμένοι αξιωματούχοι κεντρικών τραπεζών έχουν εξετάσει το ενδεχόμενο συγκέντρωσης αποθεμάτων σε δολάρια και χρυσό εκτός ΗΠΑ, εάν η Fed, ίσως υπό την επιρροή του Τραμπ, κλείσει τη γραμμή έκτακτης ρευστότητας προς την ΕΚΤ – ένα backstop στο οποίο βασίζονται οι τράπεζες από την οικονομική κρίση.
Αυτό το θέμα είχε τεθεί και στη Γερμανία τον Απρίλιο έπειτα και από τη δασμολογική καταιγίδα Τραμπ. Καθώς μεγάλο μέρος του χρυσού της χώρας φυλάσσεται στις ΗΠΑ, και δεδομένου ότι, όπως υποστήριξαν, ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος και δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει ότι θα αναπτύξει δημιουργικές ιδέες για την αντιμετώπιση των ξένων αποθεμάτων χρυσού, Γερμανοί πολιτικοί ζήτησαν τον επαναπατρισμό του πολύτιμου μετάλλου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί 152 τόνους, αξίας περίπου 20 δισ. δολαρίων
Σήμερα τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού των κεντρικών τραπεζών έχουν αυξηθεί σε ένα πρωτοφανές ποσό ύψους 4,8 τρισ. δολ. και τους 36.360 τόνους, με αναλυτές να εκτιμούν ότι την 5ετία 2025-2030 θα αγοράζουν πάνω από 1.000 τόνους ετησίως. Οι ΗΠΑ παραμένουν ο μεγαλύτερος κάτοχος χρυσού στον κόσμο με 8.133 τόνους (το 78% των συνολικών αποθεματικών τους) και ακολουθεί η Γερμανία με 3.351,6 τόνους.
Η Ελλάδα τοποθετείται στην 39η θέση διεθνώς (σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού) όσον αφορά τα αποθέματα χρυσού, με την Τράπεζα της Ελλάδος να διατηρεί 152 τόνους, που σε σημερινές τιμές έχουν αξία περίπου 20 δισ. δολαρίων. Το 47% του χρυσού βρίσκεται στην Ελλάδα και στο θησαυροφυλάκιο της οδού Ομήρου, ενώ το υπόλοιπο 29% είναι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 20% στη Βρετανία και το 4% στην Ελβετία.

Η συσσώρευση του χρυσού στα αποθεματικά της ΤτΕ ξεκίνησε ουσιαστικά τη δεκαετία του 1930 και πολλά από αυτά τηρούνταν στο εξωτερικό, για να μπορούν να αντιμετωπίσουν έκτακτες ανάγκες. Πριν από το 1930 οι κεντρικές τράπεζες περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, δεν αγόραζαν τόσο χρυσό, όσο συνάλλαγμα από χώρες με μετατρέψιμα νομίσματα, όπως ήταν η Αγγλία, οι ΗΠΑ και η Ελβετία. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 1931, όταν η Αγγλία, υπό το βάρος της Μεγάλης Υφεσης, εγκατέλειψε τον κανόνα χρυσού, η ΤτΕ που διατηρούσε σημαντικά ποσά σε στερλίνες, έχασε σημαντικό μέρος των διαθεσίμων της. Ετσι, στη συνέχεια αποφάσισε να αυξήσει το ποσοστό των αποθεματικών που τηρούσε σε χρυσό. Χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατούσε τότε και της ανάγκης της Τράπεζας να στηρίξει τα αποθέματά της σε χρυσό ήταν η απόφαση του Γ.Σ. της 22ας Οκτωβρίου 1931 να αγοραστεί χρυσός αξίας ενός εκατομμυρίου χρυσών λιρών Αγγλίας σε μορφή ράβδων από την Τράπεζα της Γαλλίας.
Ο ελληνικός χρυσός είναι από τους πιο… πολυταξιδεμένους στον κόσμο, όπως περιγράφεται στο «Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος», το έργο του Ηλία Βενέζη που αφηγείται την ιστορία της τράπεζας για την περίοδο 1928-1952. Μεταξύ των ράβδων χρυσού που βρίσκονται σήμερα στην ΤτΕ είναι και κάποιες από αυτές που φυγαδεύτηκαν στην Πρετόρια, έδρα της Κεντρικής Τράπεζας της Νότιας Αφρικής, έπειτα από ένα αρκετά περιπετειώδες ταξίδι στη διάρκεια της Κατοχής.
Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος κάτοχος χρυσού με 8.133 τόνους και ακολουθεί η Γερμανία με 3.351,6 τόνους. Η Ελλάδα είναι στην 39η θέση.
Τότε έπρεπε η Τράπεζα να μεριμνήσει για τη διαφύλαξη και τη μεταφορά του αποθέματος χρυσού στο εξωτερικό, μακριά από τις κατοχικές δυνάμεις.
Οπως αναφέρεται στην έκθεση του διοικητή Γ. Μαντζαβίνου, «επί των ισολογισμών των ετών 1941, 1944, 1945 και 1946», το απόθεμα σε χρυσό (610.796,431 ουγγιές) μεταφέρθηκε στην αρχή στην Κρήτη. Ειδικότερα, η διοίκηση της ΤτΕ κατόρθωσε τον Φεβρουάριο του 1941, με μια παράτολμη ενέργεια, να φορτώσει το απόθεμα χρυσού που διέθετε σε πλοία του Πολεμικού Ναυτικού με σκοπό τη μυστική μεταφορά του στο υποκατάστημα του Ηρακλείου Κρήτης. Επειτα, με το αγγλικό καταδρομικό «Διδώ» ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και αποθηκεύτηκε προσωρινά στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της χώρας. Οταν η διοίκηση της ΤτΕ ζήτησε να της παραδοθεί ο χρυσός, οι Αιγύπτιοι αρνήθηκαν και χρειάστηκαν έτσι πολλά και έντονα διαβήματα πριν τελικά παραδοθεί.
Στη συνέχεια, από την Αίγυπτο με αγγλικό εμπορικό μεταφέρθηκε στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, ενώ κατέληξε σιδηροδρομικώς στην Πρετόρια. Και η ίδια η διοίκηση της Τράπεζας πραγματοποίησε παρόμοιο ταξίδι, ακολουθώντας τα αποθέματα χρυσού από την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο της Αιγύπτου στη Ν. Αφρική και παραμένοντας για δύο μήνες στο Γιοχάνεσμπουργκ και έπειτα στο Κέιπ Τάουν. Τελικά η διοίκηση μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου και εγκατέστησε το κεντρικό της κατάστημα στις 22 Σεπτεμβρίου 1941. Μετά τον ενδιάμεσο σταθμό του Λονδίνου, το απόθεμα χρυσού επέστρεψε μεταπολεμικά στην Ελλάδα.
Ο χρυσός σήμερα αποτελεί ένα ακόμη περιουσιακό στοιχείο, μέρος του χαρτοφυλακίου στο ενεργητικό της ΤτΕ, το οποίο της επιτρέπει να ανταποκρίνεται σε διαφορετικές συνθήκες και απαιτήσεις. Για τους πολίτες δεν αποτελεί μέσο συναλλαγών, αλλά καταφύγιο αξίας σε συνθήκες αβεβαιότητας και κρίσης, όπως έχει σημειώσει και ο διοικητής της Τράπεζας, Γιάννης Στουρνάρας.

