Πάνω από ένα στα τέσσερα σπίτια στο κέντρο της Αθήνας είναι κλειστό, ενώ πολύ υψηλά ποσοστά παρατηρούνται επίσης και σε άλλες περιοχές της Αττικής, ειδικά στον Πειραιά, αλλά και στις νότιες και δυτικές συνοικίες του λεκανοπεδίου, όπου υπάρχει και μεγαλύτερη συγκέντρωση κατοικιών. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα σχετικής έρευνας που πραγματοποίησε η ReDataset του ομίλου Resolute Cepal Greece, αξιοποιώντας στοιχεία από την απογραφή κτιρίων της ΕΛΣΤΑΤ.
Με βάση αυτήν, προκύπτει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στο κέντρο της Αθήνας και τον Πειραιά και τις υπόλοιπες περιοχές της Αττικής, που αναπτύχθηκαν μεταγενέστερα. Συγκεκριμένα, φαίνεται πως σε εκείνες, ειδικά στα βόρεια και τα νότια προάστια, τα κενά σπίτια είναι σαφώς λιγότερα, όχι μόνο σε απόλυτα νούμερα, αλλά και ως ποσοστό επί του συνόλου του οικιστικού αποθέματος. Ξεκάθαρα όμως, το μεγάλο πρόβλημα αφορά τον Δήμο Αθηναίων, όπου εντοπίζονται 117.137 κενές κατοικίες, ή 26,8% του συνόλου. Είναι ακίνητα που ανήκουν σε ιδιώτες, αλλά και σε φορείς του Δημοσίου, είτε αφορούν τον στενό ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΕΦΚΑ, δήμος, ιδρύματα κ.λπ.), ενώ κάποια βρίσκονται και στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων (servicers).
Υψηλή συγκέντρωση κενών κατοικιών παρατηρείται επίσης στον Δήμο του Πειραιά με 22,1% και 21.712 κενά σπίτια, όπως επίσης και στο Περιστέρι με 13.212 κενά ακίνητα. Στου Ζωγράφου, μια περιοχή που επίσης καταγράφει υψηλή ζήτηση για ενοικίαση, λόγω της Πανεπιστημιούπολης, εντοπίζονται σχεδόν 10.000 κλειστά ακίνητα ή 21,6% του συνόλου.
Σταγόνα στον ωκεανό το υφιστάμενο πρόγραμμα «Ανακαινίζω» ύψους 50 εκατ. Μη κατοικήσιμα 250.000 σπίτια λόγω κακής κατάστασης.
Στον αντίποδα, στα βόρεια προάστια τη χειρότερη εικόνα παρουσιάζει η Κηφισιά με 18,4% κενών κατοικιών ή 6.441 συνολικά, ενώ σε άλλες δημοφιλείς περιοχές, όπως τα Βριλήσσια ή η Αγία Παρασκευή, τα ποσοστά δεν ξεπερνούν το 9% και 10,2% αντίστοιχα και τα 1.267 και 2.977 κενά σπίτια. Είναι λοιπόν εμφανές ότι σε περιοχές χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων τα κενά σπίτια είναι πολύ περισσότερα, σε σχέση με τις περιοχές υψηλότερων εισοδημάτων.
Εν τω μεταξύ, ακόμα και με τα κίνητρα που έχουν δοθεί από την κυβέρνηση για την επιστροφή κάποιων από τα ακίνητα αυτά στην αγορά, δεν είναι καθόλου σαφές ότι αυτό θα συμβεί, λόγω του μεγάλου κόστους που απαιτείται. Σε σχετική μελέτη της, η Εθνική Τράπεζα υπολόγισε ότι έχουν λείψει από την αγορά κεφάλαια ύψους 35 δισ. ευρώ για έργα επισκευής και συντηρήσης κατοικιών πανελλαδικά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Το αποτέλεσμα είναι να υπολογίζεται ότι περίπου 250.000 κατοικίες έχουν υποβαθμιστεί σήμερα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι μη κατοικήσιμες και ως εκ τούτου εκτός αγοράς.
Επομένως, μέτρα όπως η πρόσφατη ψήφιση της φοροαπαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος από ενοίκια για τα πρώτα τρία χρόνια μίσθωσης ενός σπιτιού, που ήταν κλειστό τα προηγούμενα τρία χρόνια, δύσκολα θα μπορέσουν να επαναφέρουν τέτοια ακίνητα στην αγορά.
Παράλληλα, το πρόγραμμα «Ανακαινίζω – Νοικιάζω», παρότι φαίνεται πως έχει μεγάλη αποδοχή, έχει προϋπολογισμό μόλις 50 εκατ. ευρώ, όταν σε πολλές περιπτώσεις τα κεφάλαια που απαιτούνται για να καταστούν κατοικήσιμα (και συνεπώς και εκμισθώσιμα) σπίτια που έχουν μείνει ακατοίκητα για πολλά χρόνια, είναι πολλαπλάσια. Υπενθυμίζεται ότι μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος επιδοτούνται εργασίες ανακαίνισης μπάνιου/κουζίνας, επισκευές ηλεκτρολογικών και υδραυλικών εγκαταστάσεων, δομικών στοιχείων, πλακιδίων, χρωματισμών και θυρών.

