Ξεπέρασε το 1 τρισ. ευρώ η αξία του ακαθάριστου πλούτου των νοικοκυριών το α΄ τρίμηνο του 2025, έναντι 800 δισ. ευρώ το α΄ τρίμηνο του 2018, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα οποία αναλύει στο χθεσινό της «Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων» η Alpha Bank.
Ολες οι κατηγορίες πλούτου, χρηματοοικονομικού και μη, αυξήθηκαν. Τα ακίνητα, που κυριαρχούν στον μη χρηματοοικονομικό πλούτο, διατηρούν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο, αλλά η συμμετοχή τους στο σύνολο του πλούτου μειώθηκε από το 64% στο 60%. Μειώθηκε επίσης από 9% σε 7% και η συμμετοχή της άλλης κατηγορίας μη χρηματοοικονομικού πλούτου, του επιχειρηματικού, που αφορά πάγια περιουσιακά στοιχεία. Αντίθετα, αυξήθηκε από 27% σε 33% η συμμετοχή του χρηματοοικονομικού πλούτου, που περιλαμβάνει καταθέσεις, ομόλογα, εισηγμένες μετοχές, τον χρηματοοικονομικό επιχειρηματικό πλούτο (μη εισηγμένες μετοχές και λοιπές εταιρικές συμμετοχές), τα αμοιβαία/επενδυτικά κεφάλαια και τα ασφαλιστικά προϊόντα ζωής. Αυτό σημαίνει ότι –αν και όλα τα νοικοκυριά αύξησαν τον πλούτο τους– αναλογικά ευνοήθηκε περισσότερο το πλουσιότερο τμήμα τους, αφού αυτό κατέχει κυρίως χρηματοοικονομικό πλούτο, δηλαδή μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα κτλ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει το Δελτίο της Alpha Bank, στο πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών, ο χρηματοοικονομικός πλούτος αντιπροσωπεύει το 55% του συνόλου του πλούτου, έναντι 45% του μη χρηματοοικονομικού πλούτου. Στο υπόλοιπο 90% των νοικοκυριών, ο χρηματοοικονομικός πλούτος κινείται στην περιοχή του 20% του συνολικού πλούτου.
To μερίδιο των ακινήτων στο σύνολο της αξίας των περιουσιακών στοιχείων μειώθηκε σε 60% από 64% το 2018.
Πάντως, παλαιότερα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα η ανισότητα του πλούτου είναι περιορισμένη συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ε.Ε. και ο κατά κεφαλήν πλούτος κινείται λίγο κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, αντίθετα με το κατά κεφαλήν εισόδημα, όπου βρίσκεται στην προτελευταία θέση. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024, το φτωχότερο (με κριτήριο τον καθαρό πλούτο) 50% στην Ευρωζώνη κατείχε μόλις το 5% του συνολικού καθαρού πλούτου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα κατείχε το 12% του πλούτου. Το πλουσιότερο 10% στην Ευρωζώνη κατείχε το 57% του συνολικού καθαρού πλούτου, ενώ στην Ελλάδα το 45%.
Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο που επισημαίνεται στη χθεσινή έκδοση της Alpha Bank (επικεφαλής οικονομολόγος Παναγιώτης Καπόπουλος) είναι ότι η αύξηση του πλούτου ερμηνεύεται κυρίως από την ανατίμηση των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων και ως ένα μόνο βαθμό συνιστά δημιουργία νέου πλούτου.
Η σύγκριση με την Ε.Ε. αναδεικνύει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, όπως το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης, αλλά και το χαμηλό ποσοστό των ασφαλιστικών προϊόντων ζωής. Ο ακαθάριστος πλούτος για το 90% των νοικοκυριών, δηλαδή για τα δεκατημόρια 1-9, προέρχεται κυρίως από τα ακίνητα: αντιπροσωπεύουν το 72% έναντι 69% στην αντίστοιχη κατηγορία στην Ε.Ε. Οι λοιπές κατηγορίες χρηματοοικονομικού πλούτου, όπως τα ασφαλιστικά προϊόντα ζωής, ομόλογα και αμοιβαία κεφάλαια αντιπροσωπεύουν στην Ε.Ε. 8% του συνολικού πλούτου στα δεκατημόρια 1-9 και 20% στο πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών, ενώ στην Ελλάδα απουσιάζουν εντελώς από τα δεκατημόρια 1-9 και έχουν σημαντική παρουσία μόνο στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού.

