Το υψηλό οικονομικό κόστος των ζημιών που προκαλούν σε σπίτια και επιχειρήσεις οι δασικές πυρκαγιές αποκαλύπτει η πρόσφατη έρευνα της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, που προχώρησε σε μια πρώτη εκτίμηση των αποζημιώσεων της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς από τις φωτιές το φετινό καλοκαίρι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το κόστος αυτό φτάνει τα 8,85 εκ. ευρώ και αντιστοιχεί σε 229 ζημιές, εκ των οποίων οι 205 αφορούν περιουσίες και οι 24 αυτοκίνητα. Από τις περιουσίες που έχουν υποστεί ζημιές, η πλειονότητα, το 61,5%, ήταν κατοικίες στις οποίες δόθηκε και το 39% των αποζημιώσεων. Ακολουθούν τα φωτοβολταϊκά (14,1%), οι εμπορικές εγκαταστάσεις (13,2%) και οι βιομηχανικές (6,8%), οι οποίες παρά το σχετικά μικρό ποσοστό τους έλαβαν το 24,6% των αποζημιώσεων. Μικρότερες ζημιές προκλήθηκαν επίσης σε αγροτικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία και τεχνικά έργα.

Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτερες ζημιές προκλήθηκαν στις πυρκαγιές που σημειώθηκαν στις 12 και 13 Αυγούστου, όταν είχαν εκδηλωθεί φωτιές σε πολλαπλά μέτωπα, με βασικά την Πάτρα, την Κάτω Αχαΐα και τη Χίο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, το 2025 το κόστος των πυρκαγιών ήταν χαμηλότερο σε σχέση με πέρυσι, οπότε το ποσό των αποζημιώσεων ήταν 11,1 εκ. ευρώ. Συνολικά από το 2021 έως το 2025 δόθηκαν 113,3 εκ. ευρώ, ενώ το πιο «ζημιογόνο» καλοκαίρι ήταν αυτό του 2023, όταν το ύψος των αποζημιώσεων έφτασε τα 48,7 εκ. ευρώ. Στην πενταετία, οι περιοχές που κατέγραψαν τα μεγαλύτερα κόστη από τις πυρκαγιές ήταν η Αττική, τα Δωδεκάνησα, η Μαγνησία και η Πάτρα.

Κενό προστασίας
Οπως αναφέρει η Ενωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος σε σχόλιό της στην «Κ», το ύψος των αποζημιώσεων διαφέρει από χρονιά σε χρονιά και εξαρτάται από το πλήθος των περιστατικών που έχουμε ανά έτος, τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν, οι οποίες καθορίζουν την ένταση, τη μεταφορά της φωτιάς κ.λπ., τις περιοχές που χτυπήθηκαν κάθε φορά και αν αυτές ήταν οικιστικές, βιομηχανικές κ.λπ., και βέβαια το ποσοστό των ασφαλισμένων κατοικιών και επιχειρήσεων που επλήγησαν.
Σημειώνεται πως η κυβέρνηση είχε προσφέρει ως κίνητρο στους ιδιοκτήτες για να ασφαλίσουν τις περιουσίες τους μείωση του ΕΝΦΙΑ, μέτρο το οποίο σύμφωνα με την ΕΑΕΕ λειτούργησε συνεπικουρικά.

Χαρακτηριστικά, η Ενωση ανέφερε ότι το ποσοστό των ασφαλισμένων κτιρίων από 15% τον Σεπτέμβριο του 2023 αυξήθηκε στο 17% τον Μάρτιο του 2025, σε 18 δηλαδή μήνες. Εξ αυτών τα συμβόλαια με πλήρη κάλυψη, εκείνα δηλαδή που περιλαμβάνουν και τους τρεις κινδύνους που προβλέπει ο νόμος (σεισμός, δασική πυρκαγιά, πλημμύρα), ανήλθαν από 52% σε 65%. «Παρατηρείται μια κινητικότητα η οποία οφείλεται και στο κίνητρο της έκπτωσης στον ΕΝΦΙΑ για τις ασφαλισμένες κατοικίες, αλλά είναι σαφές πως το κενό προστασίας στη χώρα παραμένει μεγάλο», σημείωσε η ΕΑΕΕ.
Το κενό αυτό προστασίας δεν εντοπίζεται μόνο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους FT, μόνο περίπου το ένα τέταρτο από τις απώλειες ύψους 900 δισ. ευρώ που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές στην Ε.Ε. τα τελευταία 42 χρόνια ήταν ασφαλισμένο, και το ποσοστό κάλυψης έχει μειωθεί. Tην ίδια στιγμή, τα κόστη των φυσικών καταστροφών ολοένα και αυξάνονται. H επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων έχει κρούσει ήδη των κώδωνα του κινδύνου από τις αρχές του έτους, επισημαίνοντας σε συνέντευξή της πως τα ασφαλιστικά κόστη που προκύπτουν από τις φυσικές καταστροφές αποτελούν βασικό αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την ευρωπαϊκή οικονομία.
Οπως σημείωσε ο κ. Συνολάκης, οι αποζημιώσεις για φυσικές καταστροφές τα επόμενα χρόνια αναμένεται να αυξηθούν και να συμπαρασύρουν και τα ασφάλιστρα. Ευτυχώς, σημείωσε, στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμα το φαινόμενο που εντοπίστηκε στην Αμερική, όπου κάποιες ασφαλιστικές προτιμούν να αποχωρήσουν από μια περιοχή παρά να ασφαλίσουν περιουσίες που βρίσκονται κοντά σε περιαστικά δάση. Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε, μετά τις εκτεταμένες πυρκαγιές του Ιανουαρίου στο Λος Αντζελες, υπήρξε ανησυχία για κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος, ωστόσο αυτό απεφεύχθη. «Στην Ευρώπη δεν έχουμε αντιμετωπίσει ακόμα μια τέτοιου μεγέθους καταστροφή. Οι ζημιές κατά τη μεγα-καταστροφή του Daniel ήταν τεράστιες, αλλά οι περιουσίες συνολικά δεν είχαν την ίδια αξία, όπως στην περίπτωση της Αμερικής».

