Aπουσία εθνικής στρατηγικής και πολιτική αδιαφορία υποδηλώνουν τα τεκταινόμενα στον τομέα της έρευνας στην Ελλάδα, ο οποίος το τελευταίο διάστημα στιγματίζεται από καταγγελίες και παραιτήσεις επιφανών επιστημόνων. Μιλούν για αδιαφανείς διαδικασίες, προχειρότητα, πολιτική διαχείριση των κρίσιμων ζητημάτων για την έρευνα στην Ελλάδα με πελατειακή λογική. Τελευταίο κρούσμα αποτελούν οι καταγγελίες επιστημόνων για το πρόγραμμα «Εμπιστοσύνη στα αστέρια μας», με συνολική χρηματοδότηση 80 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Κατατέθηκαν 1.241 ερευνητικές προτάσεις, η αξιολόγησή τους ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες από 12μελή επιτροπή και εγκρίθηκαν 145. Μετά τη δημοσιοποίηση των αξιολογικών εκθέσεων, ακολούθησε σωρεία καταγγελιών από επιστήμονες, που μιλούν για έωλη αξιολόγηση ακόμη και μέσω της τεχνητής νοημοσύνης. Το πρόβλημα περιγράφει, μπαίνοντας στην ουσία του, επιστολή που εστάλη χθες στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τους συναρμόδιους υπουργούς, την οποία υπογράφουν 875 επιστήμονες. Μιλούν για έωλη αξιολόγηση των ερευνητικών προτάσεων στο πλαίσιο του έργου.
Παραιτήσεις
Είχαν προηγηθεί, στις αρχές του 2025, οι παραιτήσεις της ηγεσίας και μελών του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ) – του ανωτάτου γνωμοδοτικού οργάνου της πολιτείας σε ό,τι αφορά τη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την έρευνα, την τεχνολογία και την ανάπτυξη της καινοτομίας. Οι επιστήμονες αντέδρασαν «στην απουσία στρατηγικής εκ μέρους του υπουργείου Ανάπτυξης, και ευρύτερα της κυβέρνησης, στον κρίσιμο τομέα της έρευνας», όπως ανέφεραν τότε ο Σπύρος Αρταβάνης-Τσάκωνας, καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και ο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών του Πανεπιστημίου Πρίνστον. Στο ΕΣΕΤΕΚ μετείχαν Ελληνες επιστήμονες με λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό, οι οποίοι ανέλαβαν ρόλο στο συμβούλιο με στόχο να προσφέρουν στην προσπάθεια της στρατηγικής ανάπτυξης της χώρας μέσα από την καινοτομία και την έρευνα.
Αξιολόγηση προτάσεων, ακόμη και μέσω τεχνητής νοημοσύνης, ανάλωση των κονδυλίων χωρίς στρατηγική.
Την ίδια στιγμή, στον «αέρα» βρίσκεται η χρηματοδότηση των προγραμμάτων βασικής έρευνας του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), καθώς η κυβέρνηση δεν έχει προχωρήσει εγκαίρως στις απαιτούμενες ενέργειες. Η Ελλάδα έχει υπογράψει από τον Μάρτιο του 2024 δανειακή σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για τη χρηματοδότηση του ΕΛΙΔΕΚ με 143,07 εκατ. ευρώ.
Για την εκταμίευση των χρημάτων απαιτείται, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η συμμετοχή του ελληνικού κράτους με ακριβώς το ίδιο ποσό. Εως τώρα έχουν δεσμευτεί για το ΕΛΙΔΕΚ 68,3 εκατ. ευρώ. Εκκρεμούν τα υπόλοιπα 74,8 εκατ., όμως προς το παρόν έγκριση γι’ αυτά δεν έχει δοθεί. Αποτέλεσμα είναι το ΕΛΙΔΕΚ να ανακοινώσει ότι δεν θα προχωρήσει σε νέες προσκλήσεις χρηματοδότησης, μέχρι νεωτέρας. Πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι κυβερνητικά στελέχη αντιμετωπίζουν το ΕΛΙΔΕΚ αρνητικά, με τη λογική του «πολιτικού μαγαζιού που διαχειρίζεται κονδύλια», διότι αυτό ιδρύθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2016.
Κονδύλια υπάρχουν· τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου δείχνουν ότι το 2023 οι δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη στην Ελλάδα ήταν 3,365 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 294,82 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2022 (αύξηση 9,6%).
Οι τρεις αυτές περιπτώσεις δείχνουν ότι η ακαδημαϊκή έρευνα κινείται χωρίς εθνική στρατηγική, στη βάση των πελατειακών σχέσεων ή της μικροκομματικής διαχείρισης των θεμάτων. Κι αυτό έχει επιπτώσεις τόσο στην ανάπτυξη της καινοτομίας στην Ελλάδα, στην ανταγωνιστικότητα της χώρας στον διεθνή καταμερισμό της οικονομικής δραστηριότητας και παραγωγής, στην ανάπτυξη του ερευνητικού κλάδου και την επιστροφή των επιστημόνων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
«Δυστυχώς, πρέπει να γίνουν ριζικές αλλαγές. Το πρόγραμμα “Εμπιστοσύνη στα αστέρια μας” αποτελεί σύμπτωμα μιας μεγάλης παθογένειας. Καθώς δεν υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός, τα κονδύλια για την έρευνα αναλώνονται στον εμπορικό κύκλο γύρω από την έρευνα. Οπως για παράδειγμα την αγορά εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας, χωρίς να υπάρχει το απαραίτητο προσωπικό», παρατήρησε χθες στην «Κ» ο Γεώργιος Κόλλιας, ακαδημαϊκός και καθηγητής της Ιατρικής Αθηνών. Ενα άλλο χαρακτηριστικό, όπως λέει, είναι ότι «σε κρίσιμες κυβερνητικές θέσεις τοποθετούνται πρόσωπα που δεν έχουν σχέση με την έρευνα, αλλά κάνουν πελατειακή διαχείριση των θεμάτων».
Απουσία τεκμηρίωσης, αδιαφάνεια, ακατάλληλα κριτήρια
Κόλαφος είναι η επιστολή που υπογράφουν 875 επιστήμονες για τη διαδικασία αξιολόγησης ερευνητικών προτάσεων στο πλαίσιο του έργου «Εμπιστοσύνη στα αστέρια μας». Μάλιστα, ορισμένοι έχουν απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Οπως λένε, τα βασικά ζητήματα που αναδεικνύονται είναι τα εξής:
• Μόλις 12 μέλη συγκρότησαν την τελική επιτροπή αξιολόγησης, καλούμενα να εξετάσουν άνω των 1.200 προτάσεων μέσα σε περιορισμένο χρονικό διάστημα (συγκρότηση της επιτροπής στις 5.5.2025, παράδοση του πρακτικού στις 18.7.2025). Η αριθμητική αυτή ανεπάρκεια υπονομεύει εκ των πραγμάτων την ουσιαστική αξιολόγηση, ιδίως όταν πρόκειται για προτάσεις υψηλής επιστημονικής εξειδίκευσης, διεπιστημονικότητας και πολυπλοκότητας. Επιπλέον, παραμένουν ασαφή τα κριτήρια επιλογής των 12 μελών της επιτροπής, γεγονός που εντείνει τις ανησυχίες για την επάρκεια και την αντιπροσωπευτικότητα της σύνθεσής της.
• Η επιτροπή αξιολόγησης δεν περιλάμβανε μέλη με εξειδίκευση σε βασικά πεδία έρευνας, καινοτομίας και διεπιστημονικότητας.
• Ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός αξιολογητών, σε συνδυασμό με την απουσία θεματικής αντιστοιχίας, οδηγεί σε συνθήκες εγγενούς αδιαφάνειας. Ενδεικτικά, στον τομέα των βιοϊατρικών επιστημών, μεταξύ των μελών της επιτροπής υπήρχε μόνον ένας αξιολογητής με εν μέρει συγγενές επιστημονικό αντικείμενο (φαρμακευτικές επιστήμες), ο οποίος προέρχεται από το ΕΚΠΑ – ίδρυμα που συμμετείχε σε μεγάλο αριθμό προτάσεων. Δεν είναι γνωστό αν το εν λόγω μέλος ενεπλάκη στην αξιολόγηση προτάσεων που συνδέονται με το ίδρυμα ή το τμήμα στο οποίο υπηρετεί. Σε περίπτωση που συμμετείχε, τίθεται μείζον ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων. Εάν όχι, ανακύπτει το εύλογο ερώτημα, ποια άλλα μέλη της επιτροπής, χωρίς καμιά εξειδίκευση στον τομέα των βιοϊατρικών επιστημών, αξιολόγησαν τις εν λόγω προτάσεις.
• Υπάρχουν πληροφορίες για ύπαρξη συγγενικών σχέσεων μεταξύ μελών της επιτροπής, μάλιστα στο ίδιο επιστημονικό πεδίο, κάτι που χρήζει άμεσης διερεύνησης.
Τα βέλη των επιστημόνων στρέφονται στη διαδικασία αξιολόγησης ερευνητικών προτάσεων στο πλαίσιο του έργου «Εμπιστοσύνη στα αστέρια μας».
• Μεγάλος αριθμός αξιολογήσεων περιλαμβάνει ασαφή, γενικόλογα ή ασύνδετα σχόλια, χωρίς επιστημονική ή μεθοδολογική τεκμηρίωση, ενώ συχνά καταγράφονται αντιφάσεις μεταξύ του περιεχομένου των σχολίων και της τελικής βαθμολογίας.
• Πολλές αξιολογήσεις εμπεριέχουν ακατάλληλα ή αδόκιμα κριτήρια (π.χ. περικοπή βαθμών για την απουσία «business plan» σε πρόταση βασικής έρευνας!) ή διαστρέβλωση των ορθών κριτηρίων, όπως αποτυπώνονται στην προκήρυξη του έργου, οδηγώντας σε λανθασμένη αποτίμηση των προτάσεων και αποκλεισμό αξιόλογων ερευνητικών ομάδων.
• Υπάρχουν ενδείξεις χρήσης εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης. Η έντονη γλωσσική ομοιομορφία, η μηχανική δομή, οι επαναλήψεις και τα σοβαρά γλωσσικά σφάλματα που παρατηρούνται σε πάρα πολλές αναφορές αξιολόγησης, η αδυναμία αξιολόγησης καθοριστικών δεδομένων που υπήρχαν σε πίνακες, κ.ά., προκαλούν εύλογες υπόνοιες για χρήση αυτοματοποιημένων εργαλείων (όπως chatGPT ή άλλα LLMs), που ενισχύονται από αναλύσεις πανεπιστημιακών, ειδικών στο πεδίο. Η χρήση τέτοιων εργαλείων στην αξιολόγηση ερευνητικών έργων χωρίς ενημέρωση, χωρίς συναίνεση των ερευνητών/τριών που συμμετείχαν στην πρόσκληση και χωρίς διαφάνεια, αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της ερευνητικής δεοντολογίας και της προστασίας προσωπικών δεδομένων.
«Η παρέμβασή μας δεν είναι προϊόν δυσαρέσκειας για τη μη χρηματοδότηση μεμονωμένων προτάσεων. Αντιθέτως, αποσκοπεί στην ανάδειξη ενός πολύ σοβαρού συστημικού προβλήματος που απειλεί τη θεμελιώδη αξία της αξιοκρατίας, τις θεμελιώδεις αρχές επιστημονικής αξιολόγησης και υπονομεύει την αριστεία», λένε οι επιστήμονες, προσθέτοντας, ότι «το αποτέλεσμα είναι η συστηματική φθορά του ερευνητικού οικοσυστήματος, η απογοήτευση και αποθάρρυνση των επιστημόνων και η περαιτέρω ενίσχυση του brain drain. Είναι εξαιρετικά απογοητευτικό το ότι ένα τόσο σημαντικό πρόγραμμα, γνωστό από το 2021, υλοποιήθηκε με προχειρότητα και χωρίς την αναγκαία προετοιμασία πολλά χρόνια αργότερα». Οι υπογράφοντες ζητούν την ανάκληση των προσωρινών αποτελεσμάτων αξιολόγησης και τη σύσταση νέων, ανεξάρτητων επιτροπών επαναξιολόγησης των προτάσεων.
Από την πλευρά τους, στελέχη του υπουργείου Παιδείας ανέφεραν στην «Κ» ότι οι πίνακες είναι προσωρινοί και βρισκόμαστε στη φάση των ενστάσεων (έχουν υποβληθεί περί τις 200).
Τα ερωτήματα και οι χαμένοι της «μάχης»
Ποιες οι συνέπειες της κατάληξης της διαδικασίας αξιολόγησης των ερευνητικών προτάσεων; Ποιο πολιτικό μήνυμα στέλνει στον ερευνητικό κόσμο –σε Ελλάδα και εξωτερικό–, αλλά και στην κοινωνία; Η «Κ» ζήτησε τη γνώμη δύο έμπειρων πανεπιστημιακών για το θέμα.
ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ
Πόροι μοιράζονται ως λάφυρα
Η πρόσκληση απευθυνόταν σε ερευνητές του οικοσυστήματος των ΑΕΙ και ήταν μια άσκηση για το υπ. Παιδείας στην προσπάθειά του να διαθέσει πόρους στο ανθρώπινο δυναμικό για να υλοποιηθεί ποιοτική έρευνα με αντίκτυπο στην οικονομία και στην κοινωνία. Ηταν ανοιχτή σε όλα τα γνωστικά πεδία και μέγα ζητούμενο ήταν η πρωτοτυπία, ώστε να μείνουν τα λαμπρά μυαλά στην Ελλάδα. Η άσκηση αυτή ανέδειξε το χρόνιο και δομικό πρόβλημα της πολυδιάσπασης της πολιτικής για την έρευνα (το υπ. Παιδείας φροντίζει για τους ερευνητές των πανεπιστημίων αλλά όχι των ερευνητικών κέντρων, που είναι επικράτεια του υπ. Ανάπτυξης) και την απουσία οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής ικμάδας.
Και αν η αιτία για αυτό ήταν η σπουδή να απορροφηθούν διαθέσιμοι πόροι, η προχειρότητα και ο ερασιτεχνισμός της αξιολόγησης, η απουσία ειδημόνων από τις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες στη 12μελή επιτροπή κρίσης, και η πανομοιότυπη και αόριστη αιτιολόγηση της βαθμολογίας, η οποία παραπέμπει σε κείμενο από πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, εγείρουν ερωτήματα για τη σοβαρότητα και την εγκυρότητα της αξιολόγησης.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι προτάσεις αρχαιολογικής έρευνας αιχμής, που διαμορφώνουν προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης, κόπηκαν «γιατί δεν είχαν business plan». Κυρίως, όμως, αναδεικνύουν το πώς αντιλαμβάνεται η ηγεσία του υπουργείου τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης μοιράζοντάς τους ως λάφυρα. Χαμένος τούτης της μάχης μπορεί να είναι το ελληνικό πανεπιστήμιο αλλά ο μεγάλος χαμένος του πολέμου είναι η πολιτική ηγεσία και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας έχει πολύτιμη τεχνογνωσία στο αντικείμενο, την οποία το υπουργείο επέλεξε να αγνοήσει με τρόπο επιδεικτικό.
*Η κ. Νένα Γαλανίδου είναι καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΟΥΝΤΟΥΒΗΣ
Ανάληψη ευθυνών και εξηγήσεις
Η πρόσφατη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των αιτήσεων χρηματοδότησης, που υποβλήθηκαν πριν από ένα χρόνο στο πλαίσιο του έργου «Trust Υour Stars / Εμπιστοσύνη στα αστέρια μας», προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις που μικρό μόνο μέρος τους έχει δει προς το παρόν το φως της δημοσιότητας.
Είναι πρωτοφανές, δεδομένου ότι αξιολογήσεις ερευνητικών προτάσεων γίνονται κατά κόρον και η εγχώρια επιστημονική κοινότητα αποδέχεται το αποτέλεσμα παρότι η δυσπραγία (μεγάλες καθυστερήσεις, έλλειψη κανονικότητας στις προκηρύξεις, κερματισμός κ.λπ.) διαρκώς επισημαίνεται εμφατικά. Εδώ όμως αμφισβητείται έντονα και με αξιοπρόσεκτη τεκμηρίωση η ακεραιότητα της αξιολόγησης.
Η πολιτική ευθύνη είναι δεδομένη, γιατί, πέραν πολλών άλλων, το θέμα άπτεται διαχείρισης δημοσίου χρήματος. Μεγάλη, όμως, είναι και η ευθύνη εκείνων που ορίστηκαν, απεδέχθησαν και υλοποίησαν την αξιολόγηση των προτάσεων. Για λόγους ακαδημαϊκής υπευθυνότητας και αξιοπρέπειας, οφείλουν εξηγήσεις. Αναφέρομαι στα δώδεκα τακτικά μέλη της επιτροπής αξιολόγησης που ορίστηκαν με απόφαση της υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού.
Ισως πολλοί δεν θα θέλαμε να είμαστε στη δυσχερέστατη θέση τους – να αναλάβουν τον Μάιο του 2025 για να ολοκληρώσουν έως τον Ιούλιο του 2025 την αξιολόγηση, που λίμναζε για ένα χρόνο, περίπου 1.000 προτάσεων. Εν προκειμένω, η φυσική νοημοσύνη, όσο έμπειρη, οξυδερκής και διαυγής να είναι, έχει τα όριά της.
*Ο κ. Ανδρέας Μπουντουβής είναι καθηγητής Σχολής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ, τέως πρύτανης του ιδρύματος.

