Τετραπλάσια σε σύγκριση με τον μέσο όρο της τελευταίας 20ετίας (2006-2024) είναι η έκταση που ήδη κάηκε φέτος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύμφωνα με τις δορυφορικές εκτιμήσεις του προγράμματος Copernicus, το καλοκαίρι του 2025 είναι μέχρι στιγμής το πιο καταστροφικό.
Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου πλήττονται δυσανάλογα. Οι μεγάλες φωτιές που ξέσπασαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο σε Ελλάδα, Κύπρο, Ισπανία και Πορτογαλία κατάπιαν χιλιάδες στρέμματα, έχουν σκοτώσει ανθρώπους και ζώα και έχουν καταστρέψει περιουσίες.
Το μοτίβο επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια: πολίτες σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο νιώθουν απροστάτευτοι από μια καινούργια απειλή, που κάθε καλοκαίρι δείχνει όλο και πιο έντονα τα δόντια της. Μετά κάθε αποτυχημένη προσπάθεια πρόληψης ή έγκαιρης κατάσβεσης, ακολουθεί και μια πολιτική κρίση. Οι πολίτες ζητούν τις παραιτήσεις των υπευθύνων, κατηγορώντας τους για αναποτελεσματικότητα, και οι κυβερνήσεις επιρρίπτουν ευθύνες στην κλιματική κρίση, ενώ προσπαθούν να αποποιηθούν το πολιτικό κόστος δείχνοντας για «παρηγοριά» η μία τις καταστροφές της άλλης.
Τι(ς) πταίει;
Είμαστε όλες οι χώρες του Νότου έρμαια των σαρωτικών επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης ή κάνουμε όλοι μας τα ίδια κρίσιμα λάθη, αποτυγχάνοντας να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες;
Μάλλον το δεύτερο, συμπεραίνει ο Πάουλο Φερνάντες, Πορτογάλος καθηγητής Δασολογίας και ειδήμων στις μεγάλες φωτιές, την εξέλιξη των οποίων μελετάει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία 30 χρόνια.
Mεγα- πυρκαγιές – Πρώτη φορά ξεσπούν ταυτόχρονα τόσο μεγάλες πυρκαγιές (που καίνε πάνω από 100.000 στρέμματα) σε μια περιοχή που ξεπερνάει τα όρια μιας χώρας και εκτείνεται από την κεντρική Πορτογαλία μέχρι τη βόρεια Ισπανία. Δεν έχει ξανασυμβεί αυτό.
«Οι κυβερνήσεις απλώς αντιδρούν, τρέχουν πίσω από την καταστροφή. Πιστεύω ότι αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα στην Ευρώπη: υπάρχει αντίδραση και όχι πρόληψη. Προσπαθούν απλά για τη δημόσια εικόνα τους, ανακοινώνοντας περισσότερα μέτρα και την αγορά περισσότερων ελικοπτέρων, συλλαμβάνοντας εμπρηστές και αυστηροποιώντας το νομικό πλαίσιο για τον εμπρησμό.
Ολα αυτά είναι αντιδραστικές πολιτικές που με κανέναν τρόπο δεν “χτυπούν” τη ρίζα του προβλήματος», παρατήρησε ο επιστήμονας. Ο δρ Φερνάντες έχει δημοσιεύσει δεκάδες επιστημονικά άρθρα για τις πυρκαγιές, ενώ ήταν επιστημονικός συντονιστής της οργάνωσης CoLab forestwise, που παράγει ερευνητικό έργο για τη σχέση δάσους και φωτιάς.
Οπως εξήγησε, οι χώρες του Νότου πρέπει να προσαρμοστούν στα πρωτοφανή δεδομένα που καταγράφονται τα τελευταία καλοκαίρια. «Είναι η πρώτη φορά που ξεσπούν ταυτόχρονα τόσο μεγάλες πυρκαγιές (σ.σ.: φωτιές που καίνε πάνω από 100.000 στρέμματα) σε μια περιοχή που ξεπερνάει τα όρια μιας χώρας και εκτείνεται από την κεντρική Πορτογαλία μέχρι τη βόρεια Ισπανία. Δεν έχει ξανασυμβεί αυτό».
Αυτό το φαινόμενο εντάσσεται σε μια τάση που παρατηρείται στη Μεσόγειο τα τελευταία καλοκαίρια, κατά τα οποία οι φωτιές είναι όλο και μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές. Μάλιστα, παρατήρησε ότι ο αριθμός των πυρκαγιών μειώνεται, αλλά αυξάνονται οι εκτάσεις που καίνε: «Το 95% της έκτασης που καίγεται προκαλείται από 10-20 πυρκαγιές. Το υπόλοιπο 5% από τις υπόλοιπες εκατοντάδες». Οι αιτίες, κατά τον ίδιο, εντοπίζονται στην κλιματική κρίση, στη μεταβολή του τοπίου, κυρίως λόγω κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, και στις πολιτικές αντιμετώπισης της φωτιάς.
Ξηρασία και άνεμοι
«Εχουμε παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας, που συνδυάζονται με δυνατούς ανέμους. Πιο ζεστές ημέρες, με λιγότερη υγρασία, αλλά και αλλαγές θερμοκρασίας στα διαφορετικά ύψη της ατμόσφαιρας, οι οποίες συγκεκριμένα σε τέτοιους τύπους εκτεταμένων πυρκαγιών παίζουν σημαντικό ρόλο στον θάνατο ανθρώπων», σημείωσε, εξηγώντας ότι το τελευταίο αυτό φαινόμενο ευθύνεται για τις ισχυρές ριπές ανέμων που κάνουν τη φωτιά να “τρέχει” τεράστιες αποστάσεις, αλλά και για ξαφνικές αλλαγές κατευθύνσεων του ανέμου που συχνά παγιδεύουν τους ανθρώπους στη δίνη της φωτιάς. «Ετσι έχασαν τη ζωή τους 66 άτομα στη φωτιά του 2017 στην Πορτογαλία».
Νέα δάση
Την ίδια στιγμή, τα δάση της Μεσογείου έχουν αλλάξει τα τελευταία 70 χρόνια. Η ερημοποίηση της επαρχίας, με τη μείωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, έχει ως αποτέλεσμα περισσότερα δάση, με αυξημένη καύσιμη ύλη, και περισσότερες θαμνώδεις εκτάσεις. Ο ερευνητής αναφέρθηκε και στις αστοχίες των προγραμμάτων αναδασώσεων σε όλο τον Νότο, τα οποία διενεργήθηκαν από κρατικές υπηρεσίες. «Από τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 δημιουργήθηκαν νέα δάση, δημιουργήθηκαν πευκοδάση, τα οποία αποτέλεσαν καύσιμο για τις φωτιές του μέλλοντος».
Εσφαλμένη στρατηγική – Παρότι επιστρατεύουμε όλο και περισσότερο προσωπικό, τα συστήματα πυρόσβεσης επικεντρώνονται στην πολιτική προστασία. Οταν οι
πυροσβέστες εστιάζουν στην προστασία των χωριών, όλο και περισσότερα χωριά θα καίγονται.
Οι παραπάνω προκλήσεις, συμπεραίνει, κάνουν επιτακτική την ανάγκη αλλαγής μοντέλου με το οποίο αντιμετωπίζουμε αυτές τις μεγα-πυρκαγιές. Κοινό λάθος των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, επισήμανε, είναι ότι εστιάζουν όλες τις προσπάθειές τους στην αντιμετώπιση της φωτιάς ενώ θα έπρεπε να δώσουν προσοχή στη διαχείριση της γης και στην πρόληψη.
Αναφέρθηκε ενδεικτικά στη μέθοδο «αντιπύρ», της ελεγχόμενης δηλαδή φωτιάς, που εφαρμόζεται από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, με σκοπό να μειωθεί η καύσιμη ύλη, αλλά και στη διάνοιξη μεγάλων αντιπυρικών ζωνών, παρεμβάσεις δηλαδή μεγάλης κλίμακας που είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση υψηλής κλίμακας πυρκαγιών.
Ταυτόχρονα, ανέφερε πως τα κράτη πρέπει να έχουν επικαιροποιημένα δεδομένα για τις δασικές εκτάσεις και να ελέγχουν εάν οι κάτοικοι και οι φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης εφαρμόζουν τη νομοθεσία για τον καθαρισμό των οικοπέδων. «Ο νόμος για τον υποχρεωτικό καθαρισμό οικοπέδων υπάρχει στην Πορτογαλία από το 2006, αλλά δεν είχε εφαρμοστεί». Στην αρχή, όπως περιέγραψε ο δρ Φερνάντες, οι κάτοικοι τον αγνοούσαν. Μετά τη φονική πυρκαγιά του 2017, άρχισαν να επιβάλλονται πρόστιμα σε όσους δεν το τηρούσαν.
«Πλέον, μέλη της Εθνικής Φρουράς επισκέπτονται τα χωριά και συνομιλούν με τους ανθρώπους. Προσπαθούν να τους εκπαιδεύσουν για τη σημασία του καθαρισμού του οικοπέδου τους και να τους ευαισθητοποιήσουν. Τους ενημερώνουν, μετά, πως αν στον επόμενο έλεγχο δεν έχουν συμμορφωθεί, τότε θα τους επιβάλουν πρόστιμο». Βεβαίως, παρατήρησε, κάποιοι δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για να καθαρίσουν γύρω από το οικόπεδό τους και ζητούν την αρωγή δήμων και περιφερειών, που κι εκείνοι με τη σειρά τους επικαλούνται είτε έλλειψη προσωπικού είτε έλλειψη πόρων.
Η ενδυνάμωση των τοπικών κοινοτήτων στην επαρχία μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως σοβαρός βοηθητικός παράγοντας. «Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο παρελθόν», παραδέχεται, αλλά οι χώρες μπορούν να δίνουν οικονομικά και άλλα κίνητρα σε ανθρώπους ώστε η ζωή στην επαρχία και η ενασχόληση με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την ξυλεία να αποτελούν βιώσιμα επαγγέλματα. «Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικός τρόπος καθαρισμού ενός δάσους από το να έχεις κοπάδια ζώων να βόσκουν σε αυτό».
Εξυπνη πυρόσβεση
Τέλος, ο Πάουλο Φερνάντες υπογράμμισε πως υπάρχει έλλειμμα στην ίδια την πυρόσβεση, «ένα πρόβλημα ειδικά της Πορτογαλίας και της Ελλάδας». «Παρότι επιστρατεύουμε όλο και περισσότερο προσωπικό, όλο και περισσότερο εξοπλισμό, τα συστήματα πυρόσβεσης επικεντρώνονται στην πολιτική προστασία. Οταν γίνεται αυτό, οι φωτιές επεκτείνονται ελεύθερα στον μη κατοικημένο χώρο. Οταν οι πυροσβέστες εστιάζουν στην προστασία των χωριών, όλο και περισσότερα χωριά θα καίγονται», εξήγησε. Στην Ισπανία, παρατήρησε, υπάρχει αυτή η γνώση, σε Ελλάδα και Πορτογαλία όμως δεν επενδύουμε σε αυτή την επανεκπαίδευση. Κατά τον επιστήμονα, χρειαζόμαστε πιο έξυπνα συστήματα πυρόσβεσης, τα οποία θα ξέρουν να αντιμετωπίζουν δασικές πυρκαγιές, και μάλιστα χρησιμοποιώντας περισσότερο μηχανικό εξοπλισμό, όπως μπουλντόζες, παρά κατάσβεση με τη χρήση νερού.
«Στις Ηνωμένες Πολιτείας και στην Αυστραλία βλέπουμε επιτυχημένα παραδείγματα, όπου η διαχείριση της γης, με τη μείωση της καύσιμης ύλης, σε συνδυασμό με κατάλληλα συστήματα πυρόσβεσης, έχουν αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα εννοώ να μην αυξάνονται κατά πολύ οι καμένες εκτάσεις τα καλοκαίρια, οπότε οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τις μεγάλες πυρκαγιές».
Για να επιτευχθούν βεβαίως αυτά, κατέληξε, χρειάζονται μακροπρόθεσμη στρατηγική και ισχυροί θεσμοί, οι οποίοι δεν θα επηρεάζονται από τις αλλαγές που μπορεί να φέρνει ανά τέσσερα χρόνια κάθε κυβέρνηση. «Κάθε πολιτική απόφαση πρέπει να ακολουθεί την επιστημονική γνώση και εμπειρία».

