Μέσα σε 15 χρόνια έκλεισαν 1.538 ξενοδοχεία 1 και 2 αστέρων

Μέσα σε 15 χρόνια έκλεισαν 1.538 ξενοδοχεία 1 και 2 αστέρων

Δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν την οικονομική κρίση και την πανδημία

Φόρτωση Text-to-Speech...

Τα αλλεπάλληλα ρεκόρ ταξιδιωτικών αφίξεων και εισπράξεων των τελευταίων ετών, όπως και οι επενδύσεις δισεκατομμυρίων για αναβαθμίσεις ξενοδοχείων σε υπερπολυτελείς μονάδες ή για τη δημιουργία ολοκαίνουργιων συγκροτημάτων, κρύβουν μια λιγότερο ευχάριστη πραγματικότητα: κάθε βδομάδα τα τελευταία 15 χρόνια κλείνουν δύο ξενοδοχεία των χαμηλότερων κατηγοριών, των δύο και ενός αστέρων.

Το 2009 η χώρα διέθετε 4.368 ξενοδοχεία δύο αστέρων και 1.568 ξενοδοχεία ενός αστέρα. Δεκαπέντε χρόνια μετά, στα τέλη του 2024, τα ξενοδοχεία δύο αστέρων είχαν μειωθεί σε 3.251 και τα ενός αστέρα σε 1.147, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ). Εξαφανίστηκαν δηλαδή από τον χάρτη 1.538 ξενοδοχεία. Αν αντιστοιχηθεί ο αριθμός αυτός στον αριθμό των εβδομάδων των τελευταίων 15 ετών (780) προκύπτουν κατά μέσον όρο δύο «λουκέτα» την εβδομάδα.

Αυξάνονται τα πεντάστερα

Την ίδια ώρα, οι ξενοδοχειακές υποδομές της χώρας στις υψηλότερες κατηγορίες αναβαθμίζονται με ραγδαίους ρυθμούς: Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερα από 450 καινούργια ξενοδοχεία πέντε και τεσσάρων αστέρων καθώς και άλλα 244 τριών αστέρων έχουν ξεκινήσει να λειτουργούν την τελευταία πενταετία σύμφωνα με στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Αριθμός που αντιστοιχεί σε σχεδόν τρία καινούργια ξενοδοχεία κάθε βδομάδα από το 2019 έως σήμερα.

Πρόκειται για μια ανάπτυξη που έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας, αλλά δημιουργεί και προκλήσεις που σχετίζονται με τη χωροθέτηση αυτών των μονάδων, τις υποδομές που απαιτούνται για να τις υποστηρίξουν, αλλά και το αποτύπωμά τους στο περιβάλλον, στις τοπικές κοινωνίες και στον χαρακτήρα των προορισμών στους οποίους αναπτύσσονται.

Η αξία των επενδύσεων αυτών, για την κατασκευή καινούργιων κτιρίων ή την αναβάθμιση υφιστάμενων, εκτιμάται περίπου στα 2,5 δισ. ευρώ ετησίως ή κοντά στα 12 δισ. στην πενταετία.

Για πολλά από τα μικρά ξενοδοχεία ενός και δύο αστέρων, ωστόσο, η εγκατάλειψη είναι εμφανής.

Πολλά από αυτά μπορεί να τα διακρίνει κανείς αν παρατηρήσει λίγο προσεκτικά στους επαρχιακούς και νησιωτικούς δρόμους αυτή την περίοδο. Στέκουν κουφάρια, απομεινάρια μιας άλλης εποχής, λεηλατημένα ή με τα παράθυρά τους ερμητικά κλειστά. Κάποια λίγα έχουμε μετασκευαστεί σε καταλύματα για εργαζομένους στον τουρισμό, σε άλλα μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα ξενοδοχεία δηλαδή. Τα περισσότερα, όμως, ρημάζουν.

Μη μπορώντας να χρεώσουν υψηλές τιμές για τις υποδομές και το επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρουν, δυσκολεύονται να επιβιώσουν.

Η αδυναμία των ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν και να τα λειτουργήσουν σε συνδυασμό με τη δεκαετή ελληνική οικονομική κρίση και κατόπιν την πανδημία κατέστησαν τη συνέχεια των δραστηριοτήτων τους αδύνατη.

Μεγάλα χρέη, πολλές φορές υπό μορφήν συναλλαγματικών, συνέβαλαν επίσης στην οικονομική τους εξόντωση όταν η εγχώρια ως επί το πλείστον ζήτηση για τέτοια καταλύματα κατέρρευσε υπό την οικονομική κρίση. Πολύ μικρές μονάδες, συχνά οικογενειακές επιχειρήσεις με στοιχειώδεις υποδομές, που όμως επί σειρά δεκαετιών αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού, δεν είχαν ποτέ σοβαρή πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.

Επιπλέον, με τη διαχρονική εθνική στρατηγική για τον τουρισμό να στοχεύει σε επισκέπτες με ολοένα και υψηλότερη μέση κατά κεφαλήν δαπάνη, βρέθηκαν στην πράξη αποκλεισμένες και από αναπτυξιακά προγράμματα και επιδοτήσεις οι οποίες κατευθύνονταν στην αναβάθμιση μονάδων τριών και τεσσάρων αστέρων.

Σε αδιέξοδο

Ακόμη και έτσι, πάντως, οι περισσότερες εξ αυτών των μικρών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων δύο και ενός αστεριών επιβιώνουν ακόμη και σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, επί συνόλου 10.104 ξενοδοχείων στην Ελλάδα, τα 4.398 είναι δύο και ενός αστεριών. Με εξαίρεση έναν, όχι μικρό είναι η αλήθεια, αριθμό τέτοιων μονάδων, που είτε έχουν εξελιχθεί σε ξενοδοχεία-μπουτίκ είτε συντηρούνται ακόμη και όταν είναι ζημιογόνα από τους ιδιοκτήτες τους, τα περισσότερα από αυτά τα ξενοδοχεία αναζητούν τρόπους και επιχειρηματικά μοντέλα για την επόμενη ημέρα.

Μην μπορώντας να χρεώσουν υψηλές τιμές για τις υποδομές τους και το επίπεδο υπηρεσιών που προσφέρουν, έχουν όμως περιορισμένα έσοδα και το καθαρό αποτέλεσμα είναι οριακά θετικό ή ζημιογόνο.

Είναι χαρακτηριστικό πως για πολλούς η μεγάλη αύξηση των υπερωριών στον τουρισμό που καταγράφει το σύστημα «Εργάνη» μετά την υποχρεωτική χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας προέρχεται από την εμφάνιση στο σύστημα της γκρίζας εργασίας σε τέτοιες μονάδες.

«Οσο παράνομη και ηθικά κολάσιμη κι αν ήταν αυτή η πρακτική, μαρτυρεί την αδυναμία ενός πολύ μεγάλου αριθμού ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων να είναι ανταγωνιστικές σε συνθήκες πλήρους ρυθμιστικής και φορολογικής συμμόρφωσης», εξηγεί στην «Καθημερινή» διακεκριμένος οικονομολόγος που ασχολείται με τον τουρισμό.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT