Χαμηλότερους φόρους κατά 19% έως 32% θα πλήρωναν οι μισθωτοί που βρίσκονται στα μεσαία και υψηλότερα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, αν η φορολογική κλίμακα είχε τιμαριθμοποιηθεί πλήρως, υπολόγισαν οι οικονομολόγοι της Eurobank σε μελέτη που δημοσίευσαν χθες με τίτλο «Πληθωρισμός και φορολογική επιβάρυνση των νοικοκυριών».
Στο φόντο των εξαγγελιών της ΔΕΘ, που θα αφορούν τη φορολογική ελάφρυνση των μεσαίων στρωμάτων, η μελέτη –την υπογράφουν ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Τάσος Αναστασάτος, ο ερευνητής οικονομολόγος Θεόδωρος Ράπανος και ο ανώτερος οικονομολόγος Θεόδωρος Σταματίου– διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι το 37% της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης μεταξύ 2021 και 2023 προήλθε από τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας. Σημειώνεται ότι το 2021 η φορολογική επιβάρυνση αντιστοιχούσε στο 9,9% των εισοδημάτων και το 2023 αυτή ανέβηκε στο 11,1% των εισοδημάτων. Με άλλα λόγια, η μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων που διαπιστώνεται κάθε χρόνο στα στοιχεία του προϋπολογισμού οφείλεται για τη συγκεκριμένη περίοδο μεγάλης πληθωριστικής πίεσης, κατά 37% στον πληθωρισμό.
Εξετάζοντας ποιοι πλήττονται περισσότερο, η μελέτη διαπιστώνει ότι οι μισθωτοί είναι οι πλέον αδικημένοι. Συγκεκριμένα, σχεδόν η μισή αύξηση (47%) του αναλογούντος φόρου στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις οφείλεται στη μη τιμαριθμοποίηση της κλίμακας, ενώ η αντίστοιχη επίπτωση στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι 16%.
Δεύτερον, διαπιστώνει ότι πλήττονται αναλογικά εντονότερα τα μεσαία και ανώτερα μεσαία στρώματα του πληθυσμού. Ετσι, για τα εισοδήματα από μισθούς όσων βρίσκονται στα 5ο, 6ο και 7ο εισοδηματικό δεκατημόριο ο μέσος φόρος εισοδήματος θα ήταν μειωμένος κατά 19% έως 32% αν η κλίμακα είχε τιμαριθμοποιηθεί πλήρως. Μια μερική προσαρμογή, βάσει του πυρήνα του πληθωρισμού, θα είχε αποτέλεσμα μείωση του μέσου φόρου εισοδήματος κατά 14% έως 25% και μια ηπιότερη προσαρμογή, βάσει του παραδείγματος της Πορτογαλίας, θα οδηγούσε σε μείωση 11% έως 22%.
Oι μισθωτοί είναι οι πλέον αδικημένοι, σημειώνει μελέτη της Eurobank.
Για τα χαμηλότερα στρώματα δεν θα υπήρχε κάποιο όφελος από την τιμαριθμοποίηση, αφού πληρώνουν ούτως ή άλλως μηδενικό φόρο, αναφέρει η μελέτη, ενώ για τα υψηλότερα στρώματα το όφελος θα ήταν χαμηλότερο από 12%.
Οσο για τη δημοσιονομική επίπτωση, η πλήρης τιμαριθμοποίηση θα οδηγούσε το 2024 σε απώλεια 810 εκατ. ευρώ, αλλά το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα υποχωρούσε κάτω από το όριο του 2% του ΑΕΠ. Με μερική προσαρμογή η απώλεια περιορίζεται στα 500 εκατ. ευρώ.
Η μελέτη προχωρεί σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου (Ισπανία, Κροατία, Κύπρος, Μάλτα, Πορτογαλία) και διαπιστώνει πως ενώ το αφορολόγητο όριο στην Ελλάδα είναι σε ενδιάμεσα επίπεδα, το όριο εφαρμογής του ανώτατου φορολογικού συντελεστή είναι το χαμηλότερο μεταξύ όλων των εν λόγω χωρών. (βλ. πίνακα)
Οι αναλυτές σημειώνουν ότι καθώς η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την υψηλότερη εξάρτηση του ΑΕΠ από την ιδιωτική κατανάλωση (69% το 2024), χαμηλή αποταμίευση και επενδύσεις, μικρή συμμετοχή στο επίσημο εργατικό δυναμικό, φοροδιαφυγή και χαμηλή παραγωγικότητα, το φορολογικό σύστημα πρέπει να ενθαρρύνει την αποταμίευση και να παρέχει κίνητρα για εργασία σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η παροχή κινήτρων προς τη μισθωτή εργασία, μέσω ενός μόνιμου αλλά ευέλικτου πλαισίου τιμαριθμοποίησης, θα μπορούσε να συνεισφέρει προς την κατεύθυνση αυτή.

